Marilyn Monroe – Ἔστω κι ἕνα τέρας γαλήνιο

ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ

Αποτελεί κοινό τόπο ἡ παραδειγματική ἀξία πού ἔχει ἀποκτήσει γιά τή συλλογική συνείδηση ὁ κλασικός χολιγουντιανός κινηματογράφος. Ὁ καθιερωμένος ἀφηγηματικός του τρόπος καθιστᾶ τήν ἀπεικόνιση σύμβολο καί σημεῖο ἀναφορᾶς, ἐνῶ ἡ ἀπόδοση τῶν ἱστορικῶν γεγονότων, ἀλλά καί τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ἀποκτᾶ διευρυμένη ὑπόσταση, ἐσωτερικεύεται ἀπό τό θεατή καί μετατρέπεται σέ ἀρχέτυπο.

Εἶναι συνακόλουθο νά ἀποδίδεται μυθική διάσταση στό πρόσωπο τῶν ἠθοποιῶν ἐκείνης τῆς περιόδου, πού καλύπτει τό Μεσοπόλεμο, τόν Β΄ Παγκόσμιο καί τήν πρώτη μεταπολεμική δεκαπενταετία. Ἡ διάσταση αὐτή δέν ἀφορᾶ μόνο τούς ρόλους πού ἔχουν ἑρμηνεύσει, ἀλλά καί τίς παραμέτρους τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς. Ἡ ἐμμονική λατρεία τῆς διασημότητας, μέ ἡδονοβλεπτική διάθεση, μετατρέπει τό σῶμα, ἐρωτικό, γυμνό ἤ ἀκόμη καί νεκρό, σέ τοτέμ, ἐνῶ ἀκόμη καί ἡ πιό μύχια, ἰδιωτική σκέψη ἤ πράξη γίνεται κοινό θέαμα πού διεγείρει, συναρπάζει καί συγκλονίζει.

Ποιά ἄλλη θά μποροῦσε νά ἀποτελεῖ χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, ἔκθεμα καί θύμα, αὐτοῦ τοῦ μηχανισμοῦ, ἐκτός ἀπό τή Μαίριλυν Μονρόε; Φέτος κλείνουν πενήντα χρόνια ἀπό τό θάνατό της καί εἶναι τόση ἡ πληθώρα τοῦ ὀπτικοακουστικοῦ ὑλικοῦ καί τῶν κειμένων1, πού κατέγραψαν τή ζωή καί  τή μορφή της ἤ ἐμπνεύστηκαν ἀπό αὐτές, ὥστε καταλήγει νά μᾶς τήν ἀποκρύπτει. Ἡ εἰκόνα της παρέμεινε ἀναλλοίωτη ὡς πολιτισμικό σύμβολο, στό βαθμό πού ἡ Μονρόε μετατράπηκε σέ «τύπο» καί πρότυπο: ἀναρίθμητα εἶναι τά παραδείγματα μίμησης, ἀντιγραφῆς καί προσομοίωσης τίς δεκαετίες πού ἀκολούθησαν.

Πίσω ὅμως ἀπό τήν εἰκόνα αὐτή, ποιά ἦταν ἡ Μαίριλυν Μονρόε; Ἡ Νόρμα Τζήν Μόρτενσον, ἀργότερα Μπέηκερ, κόρη ἀγνώστου πατρός, μέ τήν ἀσταθή ψυχικά μητέρα, τά ταραγμένα παιδικά χρόνια, τίς θετές οἰκογένειες, τό τραῦμα τῆς σεξουαλικῆς κακοποίησης, τό φάσμα τῆς κληρονομημένης τρέλας; Ἡ γυναίκα πού ἐπινόησε ξανά καί ξανά τόν ἑαυτό της, συνειδητά, γιά νά ὑπάρξει; Τό «σύμβολο τοῦ σέξ», ἡ στάρ, τό ἐναρκτήριο ἐξώφυλλο τοῦ Playboy; Ἡ σύζυγος, ἡ ἐρωμένη, ἡ ἀπελευθερωμένη γυναίκα; Ἡ ὑποστηρίκτρια τῆς φυλετικῆς ἰσότητας; Ἐκείνη πού φιλοδοξοῦσε νά ἑρμηνεύσει κάποτε τήν Ὀφηλία ἤ τή Λαίδη Μάκβεθ; Ἡ μαθήτρια τοῦ Λῆ Στράσμπεργκ;

Στό πρόσφατο, συγκινητικό καί γλαφυρό, κείμενό του στόν Guardian, ὁ Ἰρλανδός συγγραφέας Τζόν Μπάνβιλ γράφει, μεταξύ ἄλλων:

Τό γεγονός εἶναι ὅτι ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους κλόουν τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, πού ὅμως δέν εἶχε τήν πρόθεση νά μᾶς κάνει νά γελάσουμε – ἔστω καί ἄν ἡ ἴδια ἦταν ἐξαιρετικά ἀστεία–  ἀλλά νά χαθοῦμε σέ φαντασιώσεις πόθου καί ἐπιθυμίας. Ἄλλοι ἀστέρες τοῦ σινεμά παίζουν τόν ἑαυτό τους, λιγότερο ἤ περισσότερο πειστικά· ἡ Μαίριλυν δημιούργησε μιά ἐντελῶς διαφορετική ἐκδοχή τοῦ ἑαυτοῦ της, προορισμένη ὄχι νά πείσει, ἀλλά νά ἀποπλανήσει. Ἦταν ἡ ἴδια καί Φρανκενστάιν καί τέρας τοῦ Φρανκενστάιν, καί εἶναι ἀκριβῶς ἡ διαρκής, ὑποσυνείδητη ἐπίγνωση τοῦ δυϊσμοῦ αὐτοῦ πού τήν κάνει νά εἶναι ἕνα τόσο συναρπαστικό καί σαγηνευτικό πλάσμα ἀκόμη καί σήμερα, πενήντα χρόνια μετά τό θάνατό της2.

Ἀποδίδοντας τό δυϊσμό αὐτόν καί τό φαινόμενο Μαίριλυν στίς ἀποχρώσεις του, ὁ Γιῶργος-Ἴκαρος Μπαμπασάκης, τρυφερός καί ἐμπύρετα ποιητικός, ἀναφέρει3:

Ἡ ὀμορφιά τῆς Μέριλιν Μονρόε εἶναι μιά ὀμορφιά πού τραγουδιέται, εἶναι σύννεφο καί χῶμα μαζί, εἶναι σάρκα καί ἀγέρας, εἶναι μιά ὀμορφιά οὐράνια, ἄυλη καί χθόνια τήν ἴδια στιγμή. Ἡ ὀμορφιά τῆς Μέριλιν εἶναι ἕνα βουρκωμένο χαμόγελο4.

Αὐτό τό «βουρκωμένο χαμόγελο» συνοψίζει πολύ εὔστοχα τίς ἐσωτερικές ἀντιφάσεις πού συνέθεταν τή Μαίριλυν Μονρόε, τήν καθιστοῦσαν μοναδική καί ἀνεπανάληπτη, ἀλλά καί τήν καταδίκαζαν σέ μόνιμη ἀνισορροπία. Περίπλοκη, σκεπτόμενη καί εὔστροφη, ἀναζητοῦσε τρόπους νά ἐκφραστεῖ καί νά γίνει ἀποδεκτή. Μᾶς δίνει τήν ἐντύπωση πώς, ἀφότου ἐπινόησε τόν ἑαυτό της ὡς στάρ τοῦ Χόλιγουντ, ἐπιθυμοῦσε, ὅσο τίποτε ἄλλο, νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό σχῆμα αὐτό, τό κλουβί της, καί νά ἐφευρεθεῖ ξανά.

Πρίν ἀπό δύο χρόνια κυκλοφόρησε μιά ἔκδοση, κριτική καί πανομοιότυπη, τῶν κατάλοιπων χειρογράφων τῆς Μονρόε, 5 πού εἶχαν περιέλθει μετά τό θάνατό της στήν κατοχή τοῦ Λῆ Στράσμπεργκ καί ἐντοπίστηκαν, δεκαετίες ἀργότερα, ἀπό τή χήρα του Ἄννα. Τά κείμενα καλύπτουν μιά εἰκοσαετία σχεδόν ἀπό τή ζωή της (1943-1962) καί περιλαμβάνουν προσωπικές καταγραφές, σημειώσεις διαφόρων εἰδῶν, ἐπιστολές, ἀλλά καί ποιητικά σχεδιάσματα.

Ἡ ἀγωνία ὅτι δέν τήν κατανοοῦν, ὁ τρόμος τοῦ τί μπορεῖ νά συμβεῖ ἄν εἶναι αὐθόρμητη στή συμπεριφορά της – σέ μιά στιγμή ἀπροσποίητα τρυφερή, ὁμολογεῖ ὅτι, ἄν τυχόν ἀφεθεῖ, φοβᾶται ἀκόμη καί μήπως τῆς φύγουν ἀέρια– ,6 ἡ πίστη στήν ψυχανάλυση, ἡ διαρκής προσπάθεια νά ἀποσαφηνίσει καί νά ἐπαναπροσδιορίσει τούς στόχους της7 καί ἡ ἐπιμονή της νά συμβουλεύει καί νά πραγματεύεται τόν ἑαυτό της εἶναι θέματα πού ἐπανέρχονται στίς σημειώσεις της:

Πιστεύω στόν ἑαυτό μου, ἀκόμη καί στά πιό εὔθραυστα, ἀσαφή συναισθήματά μου –  ἐντέλει ὅλα εἶναι ἀσαφή.8

[…] νά ἐξακολουθήσω νά κοιτάζω γύρω μου – πολύ περισσότερο ἀκόμη–  νά παρατηρῶ, ὄχι μόνο τόν ἑαυτό μου ἀλλά καί τούς ἄλλους, τά πάντα.9

Ἡ ζωή ξεκινάει ἀπό τώρα. […] Θά εἶμαι τόσο εὐαίσθητη ὅσο πραγματικά εἶμαι –  καί δέν θά ντρέπομαι γι’ αὐτό. Θά ἐμπιστευτῶ τήν πίστη μου στά ἁπλά πράγματα, στίς καθημερινές δραστηριότητες – θά ἀνιχνεύω τή μνήμη μου, μέσα καί ἔξω ἀπό τά πράγματα.10

καί, ἰδίως,

νά ἔχω μιά αἴσθηση τοῦ ἑαυτοῦ μου.11

Ἤδη στά δεκαεπτά της χρόνια, μέ ἀφορμή τή σχέση της μέ τόν πρῶτο σύζυγό της, τόν Τζέημς Ντόχερτυ, δακτυλογραφεῖ τίς σκέψεις της, προκειμένου νά τίς ἀρθρώσει καί νά τίς ὀργανώσει:

Μοῦ εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολο νά ρίξω στό χαρτί, σάν νά μιλοῦσα σέ κάποιον ἄλλο, αὐτές τίς γυμνές ἀλήθειες καί τά συναισθήματα πού ἔνιωσα – τά ἴσως καί ποιητικά ἀκόμη, πού ὅμως ἄν τά ἔγραφα στή φυσική μορφή τους, φοβᾶμαι ὅτι θά τά πετοῦσα ἀμέσως στό καλάθι τῶν ἀχρήστων […] μέ ὅλη αὐτή τή σκέψη καί τό γράψιμο τρέμουν τά χέρια μου, ἀλλά θέλω νά συνεχίσω νά τά «ξεφορτώνω» μέχρι ν’ ἀνακουφιστεῖ κάπως, ἄν καί ὄχι ν’ ἀδειάσει ἐντελῶς, ἐκεῖνο τό μεγάλο δοχεῖο μές στό μυαλό μου.12

Ἐδῶ γίνονται καί κάποιες νύξεις, ἐνδεχομένως, καί γιά τά ποιητικά της ἐνδιαφέροντα. Γνωρίζουμε ὅτι ἤθελε νά καλύψει τά κενά τῆς παιδείας της, διάβαζε πολύ, κλασικά ἔργα, ἀλλά καί συγχρόνους της,13 ἐπιδίωκε νά συναντᾶ καί νά πιάνει φιλίες μέ συγγραφεῖς – ἀπό τήν Κάρεν Μπλίξεν καί τήν Κάρσον ΜακΚάλλερς ἕως τόν Τροῦμαν Καπότε καί τόν Ντύλαν Τόμας– , ἀναζητοῦσε τήν ἀποδοχή γιά τόν πνευματικό της κόσμο, ἔγραφε ποιήματα ἤ σκέψεις πού καταγράφονταν μέ τή μορφή στίχων καί τά ἔδειχνε σέ φίλους. Ἔμπιστός της ἦταν ὁ Νόρμαν Ρόστεν, παλιός φίλος τοῦ τρίτου συζύγου της Ἄρθουρ Μίλλερ, πού ἀργότερα θά ἔλεγε:

Εἶχε τό ἔνστικτο καί τά ἀντανακλαστικά τοῦ ποιητῆ, τῆς ἔλειπε ὅμως ὁ ἔλεγχος.14

Στήν κριτική του γιά τό βιβλίο, ὁ Ρίτσαρντ Σίκελ ἀποφαίνεται:

Στήν ἀπόπειρά της γιά ποιητικά διανθίσματα διακρίνουμε μιά προσπάθεια νά κινητοποιηθοῦν οἱ ἐνίοτε διορατικές, ἀλλά καί βιαστικές παρατηρήσεις της, πού σπάνια ἀποκτοῦν μιά μεγαλύτερη συνοχή.15

Δέν ἔχει ἄδικο οὔτε σέ αὐτό, οὔτε ὅταν παρατηρεῖ ὅτι:

τό ἀνομολόγητο δράμα τοῦ βιβλίου, ἀλλά καί τῆς ζωῆς της, ἦταν ὅτι σχεδόν ὅποιος συναντοῦσε τή Μονρόε προσπαθοῦσε νά προσδώσει διανοητική χροιά σέ αὐτό πού στήν πραγματικότητα ἦταν τό πηγαῖο ταλέντο της.16

Ταυτόχρονα, ὅμως, καί πέρα ἀπό τήν ἐπίδραση τῶν ἄλλων, ἡ ὑδραργυρική ἐκείνη γυναίκα, πού διαρκῶς προσπαθοῦσε, μέ ὅ,τι μέσα διέθετε, νά ἐντοπίσει τόν ἑαυτό της μέσα στόν κόσμο, ἀφήνει, μέ τά ποιητικά της σχεδιάσματα, μιά σπαραχτική μαρτυρία γιά τό δράμα τῆς ὕπαρξης, ὅπως ἐγγράφεται κυτταρικά στή μικρή του κλίμακα, καί ἔρχεται νά μᾶς ἀποκαλύψει τή φωνή της σέ ὅλη της τή γύμνια: ἐξομολογεῖται, μέ ἀδιαπραγμάτευτη γνησιότητα, σκέφτεται, παρατηρεῖ ἀδιάκοπα, μέσα της καί γύρω της, ἀγωνίζεται νά ἐκφράσει. Ἀκόμη καί ἄν δέν τό κατορθώνει πάντα, δέν παύει νά συγκινεῖ, ὄχι ὡς Μαίριλυν ἤ ὡς Μονρόε, ἀλλά ὡς ἄνθρωπος πρός ἀνθρώπους, ἕνα κορίτσι ἁπλό καί εὐάλωτο, γιά τό ὁποῖο ὁ Μίλλερ, μετά τόν θάνατό της, ἔγραψε:

Γιά νά εἶχε ἐπιζήσει, θά ἔπρεπε νά εἶχε ὑπάρξει εἴτε πιό κυνική εἴτε ἀκόμη πιό ἀπομακρυσμένη ἀπό τήν πραγματικότητα. Ἦταν, ὅμως, μιά ποιήτρια στή γωνιά ἑνός δρόμου καί προσπαθοῦσε ν’ ἀπαγγείλει σ’ ἕνα πλῆθος πού τῆς τράβαγε τά ροῦχα.17

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προβληματιστήκαμε ὡς πρός τήν ἀπόδοση ἑνός κειμένου ἀπό τή φύση του ἡμιτελοῦς. Ἐξ ἀνάγκης, δέν καταγράφονται στή μετάφραση οἱ ἰδιομορφίες τοῦ χειρογράφου. Ἔχει γίνει, ἐπίσης, προσπάθεια, μέ μικρές ἀλλαγές στή στίξη καί στή διάρθρωση τῶν στίχων, νά γίνει τό κείμενο πιό συνεκτικό καί εὐανάγνωστο, χωρίς ὅμως νά «πειραχτεῖ», ὅσο ἦταν δυνατόν, τό ὕφος του.

Marilyn Monroe

Ἔστω κι ἕνα τέρας γαλήνιο 

Ι

Ζωή –
Ἀνήκω καί στούς δυό σου δρόμους
Καί μένω κάπως νά κρεμιέμαι πρός τά κάτω
περισσότερο,
ἀλλά κι ἀνθεκτική σάν ἱστός ἀράχνης
στόν ἄνεμο –  ἐπιβιώνω περισσότερο στοῦ παγετοῦ τήν κρύα λάμψη.
Μά οἱ μαργαριταρένιες μου ἀκτίνες ἔχουν τά χρώματα πού εἶδα
σ’ ἕναν πίνακα –  ἄ, ζωή,
πῶς σέ ξεγέλασαν!18 

ΙΙ

Εὔχομαι νά ‘μουνα νεκρή, πανάθεμά με,
ἀνύπαρκτη ἐντελῶς,
νά ‘χω ἐξαφανιστεῖ ἀπό δῶ, ἀπό παντοῦ,
πῶς ὅμως θά μποροῦσα;
Ὑπάρχουν πάντα οἱ γέφυρες –  ἡ γέφυρα
τοῦ Μπρούκλιν. Ὅμως τήν ἀγαπῶ τή γέφυρα ἐκείνη
(ὅλα ἀπό ἐκεῖ μοῦ φαίνονται ὡραῖα
καί ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι τόσο καθαρή)
καί μοιάζει, ὅταν τήν περπατᾶς, τόσο εἰρηνική,
ἀκόμη καί μ’ ὅλα αὐτά τ’ ἁμάξια
πού τρέχουν πάνω-κάτω σάν τρελά. Λοιπόν,
θά χρειαστεῖ νά εἶναι κάποια ἄλλη γέφυρα,
ἄσχημη, δίχως θέα – μόνο
πού μοῦ ἀρέσουν γενικῶς ὅλες οἱ γέφυρες–  ὅλες τους
ἔχουν κάτι κι ἔπειτα ποτέ
δέν ἔχω δεῖ ἄσχημη γέφυρα.19 

ΙΙΙ

Πέτρες στόν δρόμο
σέ ὅλα τά χρώματα
Κοιτῶ πρός τό μέρος σου
σάν στόν ὁρίζοντα –
ὁ ἀέρας ἀνάμεσά μας γνέφει
καί βρίσκομαι πολλούς ὀρόφους πιό ψηλά,
τρέμουν τά πόδια μου,
καθώς τά χέρια μου ἁπλώνω πρός ἐσένα.20 

IV

Κομμάτια μας μόνο θ’ ἀγγίξουν
κάποτε κομμάτια κάποιων ἄλλων –
γιατί ἡ ἀλήθεια καθενός εἶναι αὐτό
καί μόνο –  ἡ δική του ἀλήθεια.
Μποροῦμε νά μοιραστοῦμε μόνο
τό μέρος πού εἶναι ἀποδεκτό
ἀπό τή γνώση τοῦ ἄλλου,
κι ἔτσι μένει κανείς
κατά τό πλεῖστον μόνος.
Ὅπως καί εἶναι προφανῶς
καθορισμένο ἀπό τή φύση –
στήν καλύτερη περίπτωση
ἡ ἀντίληψή μας ν’ ἀναζητᾶ
τή μοναξιά τοῦ ἄλλου.21 

V
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΥΡΓΟΥΣ ΤΟΥ ΓΟΥΩΛΝΤΟΡΦ-ΑΣΤΟΡΙΑ

Μειλίχια δέντρα, λυπημένα –
σᾶς εὔχομαι ἀνάπαυση,
μά πρέπει ν’ ἀγρυπνᾶτε. 

Τί ἦταν τώρα αὐτό;
Μόλις πρίν ἀπό μιά στιγμή –
ἦταν δικό μου καί
τώρα χάθηκε –  σάν τή
γοργή κίνηση μιᾶς στιγμῆς
πού περνᾶ –
ἴσως καί νά τό θυμηθῶ
γιατί τό ἔνιωσα
σάν ν’ ἄρχιζε νά γίνεται
δικό μου. 

Καί τόοοοοσα φῶτα στό σκοτάδι
παίζουν μέ τῶν κτιρίων τούς σκελετούς
καί τῆς ζωῆς στόν δρόμο!

Τί ἦταν αὐτό πού σκέφτηκαστόν δρόμο χτές;
Τώρα μοῦ μοιάζει τόσο μακρινό, τόσο παλιόκαί τό φεγγάρι
πάλι καλά πού σάν παιδί μοῦ ἔμαθαν τί εἶναι,
γιατί δέν θά μποροῦσα τώρα νά τό καταλάβω.
Θόρυβοι ἀπό ἀνυπόμονους ταξιτζῆδες πού πάντα ὁδηγοῦν, πού
πρέπει νά ὁδηγοῦν –  πυρωμένους, σκονισμένους, παγωμένους δρόμους,
γιά νά μποροῦν νά φᾶνε κι ἴσως νά βάλουν καί κάτι στήν ἄκρη γιά διακοπές,
ὅπου θά ταξιδέψουν μέ τ’ ἁμάξι ὥς τήν ἄλλη ἄκρη τῆς χώρας,
ὥστε οἱ γυναῖκες τους νά δοῦν τούς συγγενεῖς τους.
Κι ἔπειτα τό ποτάμι – τό μέρος του πού ‘ναι ἀπό πέπσι κόλα–
τό πάρκο –  δόξα τῶ Θεῶ γιά τό πάρκο
Κι ὅμως δέν τά κοιτάζω αὐτά,
τόν ἐραστή μου ψάχνω.
Εἶναι καλό πού μοῦ εἶπαν,
ὅταν ἤμουν παιδί, τί εἶναι τό φεγγάρι. 

Ἐκεῖνο τό σιωπηλό ποτάμι πού ἀναδεύεται
καί πού φουσκώνει μέ καθετί πού τό διασχίζει,
ἄνεμο, βροχή, μεγάλα πλοῖα.
Τό ἀγαπάω τό ποτάμι –  τούς κάβους του δέ λύνει.
Τώρα εἶναι ἥσυχα.
Καί ἡ σιωπή εἶναι μόνη της,
ἐκτός ἀπό τούς κεραυνούς πραγμάτων ἄγνωστων
τύμπανα μακρινά, πολύ παρόντα,
κι ἐκτός ἀπ’ τίς διαπεραστικές κραυγές
κι ἀπ’ τούς ψιθύρους τῶν πραγμάτων,
ἤχους ἀπότομους πού αἴφνης πνίγηκαν
σέ οἰμωγές πέρα ἀπ’ τή θλίψη, τρόμο πέρα
ἀπ’ τόν φόβο.
Βουβό τό κλάμα τῶν πραγμάτων κι ἀκόμη πολύ νέο γιά νά τό ἀντιληφθοῦν
Οἱ λυγμοί τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς
Πρέπει νά ὑποφέρεις –
νά λύσεις τά σκοῦρα σου χρυσά,
ὅταν σ’ ἐγκαταλείψει
τό σκέπασμά σου ἀπό νεκρά φύλλα,
γυμνή καί δυνατή
πρέπει νά εἶσαι –
ζωντανή –  ὅταν μοιάζεις νεκρή,
ἄκαμπτη, ἄν καί λυγισμένη
ἀπό τόν ἄνεμο 

Καί νά ὑπομείνεις τόν πόνο καί τή χαρά
τῆς νεότητας στά μέλη σου 

Μοναξιά –  στάσου ἀκίνητη.22 

VI

1)

Ὁ ἀγαπημένος μου κοιμᾶται στό πλάι μου –
στό ἀχνό φῶς –  κοιτῶ τό ἀρρενωπό σαγόνι του
νά ὑποχωρεῖ –  καί ἐπιστρέφει τό στόμα
τῆς παιδικῆς του ἡλικίας
μέ ἁπαλότερη ἁπαλότητα
μέ εὐαισθησία πού τρέμει
μέσα στήν ἠρεμία της
τά μάτια του πρέπει νά κοίταξαν
κατάπληκτα ἔξω ἀπό τή σπηλιά

τοῦ μικροῦ ἀγοριοῦ – στά πράγματα πού δέν τά καταλάβαινε–
ξέχασε,
θά μοιάζει ὅμως ἔτσι ὅταν θά εἶναι νεκρός;
Ἄχ, γεγονός ἀβάσταχτο, ἀναπόφευκτο
ὅμως θά προτιμοῦσα νά πεθάνει πρῶτα ἡ ἀγάπη του
ἤ αὐτός; 

2)

Ὁ πόνος τῆς λαχτάρας του, ὅταν κοιτάζει
κάποιαν ἄλλη –
σάν κάτι τό ἀνεκπλήρωτο ἀπό τή μέρα
πού γεννήθηκε. 

Κι ἐγώ σέ πόνο ἀνελέητο
καί μέ τόν πόνο τῆς λαχτάρας του –
ὅταν κοιτᾶ ἀλλοῦ καί ἀγαπάει
σάν κάτι τό ἀνεκπλήρωτο τῆς μέρας
πού γεννήθηκε –
πρέπει νά ὑπομείνουμε
καί πιό θλιμμένα ἐγώ,
γιατί χαρά καμιά δέν νιώθω. 

3)

Ὦ σιωπή,
ἐσύ, σιγή, μοῦ πονᾶς τό κεφάλι –  καί
μοῦ διαπερνᾶς τ’ αὐτιά·
μέ τή σιγή τῶν ἀνυπόφορων ἤχων
τραντάζει τό κεφάλι μου –
πάνω σέ μιά κατάμαυρη ὀθόνη
ξαναγυρνοῦν τά σχήματα τῶν τεράτων,
τῶν πιό ἀφοσιωμένων μου συντρόφων –
τό αἷμα μου κοχλάζει
κι ἀνάστροφα κυλάει
Ὅλος ὁ κόσμος εἶναι κοιμισμένος,
ἄχ, γαλήνη, σέ χρειάζομαι –  ἔστω κι ἕνα
τέρας γαλήνιο. 

4)

Ὑποθέτω πώς πάντα ἔτρεμα στή σκέψη
νά εἶμαι, στ’ ἀλήθεια, κάποιου
ἡ σύζυγος
μιᾶς καί τό ξέρω ἀπ’ τή ζωή
ὅτι κανένας δέν μπορεῖ, στ’ ἀλήθεια,
ποτέ του ν’ ἀγαπήσει κάποιον ἄλλο. 

5)

Δέν εἶναι νά τό πάρεις καί γιά δεδομένο.
Κρύβεται ἡ γριά γυναίκα –  ἀπ’ τόν καθρέφτη της
– ἐκεῖνον πού γυαλίζει γιά νά μήν εἶναι σκονισμένος–
τολμώντας κάποτε
καί ν’ ἀντικρίσει τή φαφούτικη κραυγή της
κι ἄν ἴσως χαμογελάσει πολύ μειλίχια, θυμᾶται –
τόν πόνο της
τό ἀνοιχτόχρωμο σιφόν φόρεμά της
πού τό φοροῦσε, ὅταν φυσοῦσε
ἕνα ἀπόγευμα, καί περπατοῦσε,
ἐκεῖ πού δέν εἶχε φτάσει κανείς
τό γκριζομάτικο μωρό της πού
ἔζησε γιά νά πεθάνει –  τά χρόνια τῆς γυναίκας
πέρασαν. Καί ἡ γυναίκα κοιτάζει καί κοιτάζει ἀπλανῶς 

6)

Ἐκεῖ πού τά μάτια του ξαποσταίνουν μ’ εὐχαρίστηση –  ἐκεῖ
θέλω νά ‘μαι ἀκόμη –  μά ὁ χρόνος ἔχει ἀλλάξει
τήν ἔκφραση αὐτοῦ τοῦ βλέμματος.
Ἀλίμονο, πῶς θά τά βολέψω ὅταν θά εἶμαι
ἀκόμη λιγότερο νέα; 

Ἀναζητῶ τή χαρά, μά εἶναι ντυμένη
μέ πόνο –
νά βρῶ θάρρος, ὅπως στά νιάτα μου,
νά κοιμηθῶ, νά ξεκουράσω τό βαρύ κεφάλι μου
στό στέρνο του –  γιατί ἀκόμη ὁ ἀγαπημένος μου
στό πλάι μου κοιμᾶται.23 

VII
ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΧΡΟΝΟ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ

Βοήθεια Βοήθεια
Βοήθεια
Νιώθω τή ζωή νά πλησιάζει,
ὅταν τό μόνο πού θέλω
εἶναι νά πεθάνω. 

Κραυγή –
ξεκίνησες καί τέλειωσες στόν ἀέρα,
ἀλλά τό ἐνδιάμεσο ποῦ ἦταν;24 

VIII
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΜΟΥ

Νόρμαν –  τόσο δύσκολο νά τέρψω,
θέλοντας νά περιπαίξω,
ἔστω κι ἄν ριμάρει,
πές μου, τί πειράζει;
Τόσα χρόνια τώρα
πάνω δῶ στή γῆ.25 

ΙΧ

Μέ συγχωρεῖτε –  συγγνώμη πού σᾶς ξύπνησα
Μά ἀναρωτιέμαι ἄν θά μπορούσατε
νά μέ βοηθήσετε 

Μέ ἔχουν ἀπαγάγει
 
γνωρίζετε – μέ ἁρπάζει–  ἐκεῖνος
 

Ἴσως καί νά σκεφτόμουν πώς, μόλις
φτάναμε κάπου, θά ζητοῦσα
ἀπό τόν ὁδηγό νά σταματήσει
καί νά μ’ ἀφήσει νά βγῶ

Μά ταξιδεύουμε ἐδῶ καί ὧρες
κι ἀκόμη δέν μοῦ φαίνεται νά φτάνουμε
κάπου, ὁπουδήποτε – καί ὄχι μόνο αὐτό,
μά ἔχω κιόλας ξεπαγιάσει–
δέν φοράω καί πολλά κάτω
ἀπ’ τό παλτό μου.26

Τα ποιήματα δημοσιεύθηκαν σε αυτό το τεύχος.

1. Μάταιο νά συγκεντρωθοῦν καί νά ταξινομηθοῦν ὅλες οἱ σχετικές καταγραφές. Τίτλος ἀναφορᾶς εἶναι τό Adam Victor, The Marilyn Encyclopedia (Overlook Press, 1999). Πλῆθος καί οἱ διάφορες βιογραφίες της, ἀλλά καί μυθιστορήματα πού εἶναι βασισμένα, λιγότερο ἤ περισσότερο, στή ζωή της. Ἀναφέρουμε, λ.χ., τά ἔργα Ἡ ζωή καί οἱ ἀπόψεις τοῦ σκύλου Μάφ καί τῆς φίλης του Μαίριλυν Μονρόε τοῦ Ἄντριου Ο’Χέηγκαν (μτφρ. Δημήτρης Ἀθηνάκης, Πόλις, 2011) καί Ἡ ξανθιά τῆς Τζόις Κάρολ Ὄουτς (μτφρ. Ἑρρίκος Μπαρτζινόπουλος, Καστανιώτης, 2001). Ἄλλες ἐκδόσεις, ἐνδεικτικά καί μόνο, εἶναι: Marilyn in Art τοῦ Roger Taylor (Chaucer Press, 2006), Mondo Marilyn: An Anthology of Fiction and Poetry τῶν Richard Peabody καί Lucinda Ebersole (St Martin’s Press, 1995) καί Marilyn in Fashion: The Enduring Influence of Marilyn Monroe τοῦ Christopher Nickens (Running Press, 2012).
2. «John Banville on Marilyn Monroe 50 years after her death» (3.8.2012)(http: // www.guardian.co.uk / books / 2012 / aug / 03 / marilyn-monroe-banville-50-death).
3. Γιῶργος-Ἴκαρος Μπαμπασάκης, «Μέριλιν γιά πάντα», Σινεμά, τεῦχος 225, σ. 82-87.
4. Ὅ.π., σ. 87.
5. Monroe, M., Fragments. poems, intimate notes, letters, ἐπιμ. Stanley Buchthal καί Bernard Comment, Farrar, Straus and Giroux, ΝέαΥόρκη 2010.
6. Ὅ.π., σ. 97.
7. Ὅ.π., σ. 221.
8. Ὅ.π., σ. 35.
9. Ὅ.π., σ. 153.
10. Ὅ.π., σ. 53.
11. Ὅ.π., σ. 65.
12. Ὅ.π., σ. 8-9.
13. Ἄφησε πίσω της μιά βιβλιοθήκη μέ τετρακόσιους περίπου τίτλους (ἀπό Μίλτον, Χάινε καί Ντοστογέφσκι μέχρι Μπέκετ, Κέρουακ καί Στάινμπεκ), ἐνῶ εἶναι πασίγνωστη, μεταξύ ἄλλων, ἡ φωτογραφία στήν ὁποία φαίνεται νά διαβάζει τίς τελευταῖες σελίδες τοῦ Ὀδυσσέα τοῦ Τζέημς Τζόυς.
14. Fragments, σ. 15.
15. Richard Schickel, «Book review: `Fragments’ by Marilyn Monroe» (1.11.2010) (http://articles.latimes.com/2010/nov/01/entertainment/la-et-marilyn-monroe-20101101).
16. Ὅ.π.
17. Fragments, σ. 15.
18. Ἀχρονολόγητο, σ. 16-17.
19. Ὅ.π., σ. 18-19.
20. Ὅ.π., σ. 20-21.
21. Ὅ.π., σ. 22-23.
22. Ὅ.π., σ. 70-73. Χρονολογημένο στά 1955, ὅταν εἶχε μετακομίσει στή Νέα Ὑόρκη καί διέμενε, ἀπό τόν Ἀπρίλιο μέχρι τόν Σεπτέμβριο, σέ μιά σουίτα τριῶν δωματίων στόν εἰκοστό ἕβδομο ὄροφο τοῦ ξενοδοχείου Γουῶλντορφ-Ἀστόρια.
23. Ὅ.π., σ. 106-111, 114-119. Γραμμένο τό 1956, τήν περίοδο πού γύριζε στήν Ἀγγλία τήν ταινία Ὁ πρίγκιπας καί ἡ χορεύτρια, μέ τόν Λῶρενς Ὀλίβιε (πρβλ. καί τήν πρόσφατη ταινία Ἑπτά μέρες μέ τή Μέριλιν, πού ἀναφέρεται στό θέμα). Ἔχοντας μόλις παντρευτεῖ μέ τόν Ἄρθουρ Μίλλερ, ἀνακάλυψε μιά μέρα στό ἀνοιγμένο του ἡμερολόγιο ὅτι ἦταν ἀπογοητευμένος μαζί της, ὅτι ντρεπόταν γι’ αὐτήν μπροστά στούς διανοούμενους φίλους του καί ὅτι ἀμφέβαλλε γιά τό γάμο τους. Τά κείμενα τῶν σημειώσεών της, πού θά μποροῦσαν νά διαβαστοῦν ὡς ἕνα ἑνιαῖο σπονδυλωτό ποίημα, φαίνεται νά ἀναφέρονται στόν Μίλλερ καί διαπνέονται, ὅπως ἀναφέρουν καί οἱ Buchthal – Comment, ἀπό ἕναν τόνο πένθιμο, μιά ἀπαισιοδοξία γιά τήν ἀγάπη, τίς δυνατότητές της καί τό ἀναπόφευκτο πέρασμα τοῦ χρόνου.
24. Ὅ.π., σ. 138-139. Ἀνήκει σ’ ἕνα σημειωματάριο πού χρησιμοποιοῦσε τό καλοκαίρι τοῦ 1958, τήν περίοδο τῶν γυρισμάτων γιά τήν ταινία Μερικοί τό προτιμοῦν καυτό, ἄν καί θεωρεῖται ὅτι πρωτογράφτηκε τό 1956, καί ἡ Μαίριλυν τό ἔστειλε στόν Νόρμαν Ρόστεν τό καλοκαίρι τοῦ 1961.
25. Ὅ.π., σ. 144-145. Ἀπό τό ἴδιο σημειωματάριο τοῦ 1958. Ἀπευθύνεται στόν Νόρμαν Ρόστεν. Τό πρωτότυπο: «Norman – so hard to please / when all I want is to tease / so it might rhyme / so what’ s the crime? / After all this time / on earth».