ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Ἡ μέρα εἶναι λαμπερή, ἰδανική γιά βόλτα.
Τό βρεφούδι ἔχει βυζάξει τούς χυμούς του καί ρεύεται.
Ἡ μάνα τό ἀφήνει στήν κούνια καί προπορεύεται.
Σπρώχνει τό καρότσι νά χωρέσει στό ἀσανσέρ, εἶναι στενό στήν πόρτα.
Σέ δυό λεπτά, ὁ θαλαμίσκος του ἔχει φρακάρει μεταξύ πρώτου καί ἰσογείου.
Μέ κόπο οἱ ἔνοικοι κατάφεραν καί τό ἀνοίξαν.
Αὐτό πού εἶδαν τούς ἔκανε καί φρίξαν.
Ἡ μάνα πνιγμένη ἀπ’ τό καρότσι πού σφήνωσε στά τοιχώματα τοῦ φρεατίου.
Τό μωρό ἀμέριμνο στήν κούνια του κοιμᾶται.
Μιά γαλατίλα γλυκερή ἀπ’ τήν ἀνάσα του πλανᾶται.
Γιά τελευταία φορά, ποτέ ξανά στό στόμα του ἡ ἴδια.
Κραυγές ἀκούγονται ἀπό τίς σκάλες. Ἐνοχλημένο, σμίγει τά φρύδια.
(Παρασκευή, 24 ἐτῶν)
Καλαμαριά, πολυκατοικία Θεραπειῶν 42, πρῶτος ὄροφος, 1977
ΓΙΑΝΝΗΣ
Δεῖτε την. Ἀνοίγει τήν πόρτα καί βγαίνει στόν διάδρομο.
Δεύτερος ὄροφος, δωμάτιο εἴκοσι, κλίνη μία.
Στέκει μπρός στό ἀσανσέρ, πατάει τό κουμπί, δέν δείχνει ἀναμμένο.
Κραυγή, κόκαλα πού τσακίζουν καθ’ ὁδόν, ἔπειτα ἠρεμία.
Ὁ θάλαμος καταφθάνει εὐθύς.
Ἀνοίγει ἐκείνη, βλέπει τό πτῶμα ἑνός ἄντρα καταγῆς. Σακατεμένο.
Γιάννης. Ἐτῶν ἑξήντα. Συντηρητής.
Δέν ἔφταιξε ἡ κοπέλα. Εἴπαμε, τό μπουτόν ἔδειχνε σβηστό.
Θά μποροῦσε νά τό ‘χει πατήσει ἄλλος. Μά τῆς ἤτανε γραφτό.
Ποῦ βγῆκε νά πάει; Βόλτα; Γιά ψώνια στήν Ἑρμοῦ; Ραντεβού;
Οἱ ἐφημερίδες δέν ξανάγραψαν ποτέ γι’ αὐτήν. Ἦταν στά εἴκοσι. Ἄραγε ζεῖ;
Οὔτε γιά τό θύμα της. Τό θυμᾶται;
Πότε τόλμησε νά καλέσει πάλι ἀσανσέρ; Τά φοβᾶται;
Ἀνθή καί Γιάννης. Θαμμένοι σέ μιάν εἴδηση ἐφημερίδας.
Γιά μιά μέρα, ζῆσαν καί πέθαναν μαζί.
Λήθη τοῦ τάφου καί τῆς πέμπτης σελίδας.
(Γιάννης, 60 ἐτῶν)
Κομνηνῶν 5, ξενοδοχεῖο Κοντινεντάλ, 1967
ΚΑΛΛΙΟΠΗ
Μιά σκάλα μεταλλική, μ’ ἕνα ὄν ἀνεβασμένο στό τελευταῖο σκαλί.
«Θέλω τά κουβαδάκια μου μανούλα, θά μοῦ τά κατεβάσεις;»
Τεντώνεται τό πλάσμα νά φτάσει στήν ντουλάπα, ἡ σκάλα γλιστράει στό χαλί.
«Μίλα μαμά, γιατί δέν μιλᾶς;» κλαίει ὁ μικρός Θανάσης.
Τήν βρῆκα στό πάτωμα, κι ἀποπάνω τόν γιό μας νά τῆς χαϊδεύει τά μαλλιά.
Ξύπνα μανούλα, τῆς ἔλεγε, ἄσπρη ἐκείνη, παγωμένη, μέ τά μάτια κλειστά.
Ἀπό τό βράδυ τῆς κηδείας καί μετά, κοιμόμουν στό σαλόνι.
Στήν κρεβατοκάμαρα σπανίως ἔμπαινα καί πάντα βιαστικά
Νά πάρω ἀπ’ τήν ντουλάπα κάνα πουκάμισο ἤ κάνα παντελόνι.
Στήν ἀνακομιδή, σπάραξα πάνω σ’ ἐκεῖνο τό χαλί.
Εἶχα πιά βαρεθεῖ τόν δαίμονά μου ἕξι χρόνια: μιά πόρτα κλειστή
Κι ἐκείνη μέσα ὅλο νά πέφτει.
Ἄνοιξα τό παράθυρο νά μπεῖ φρέσκος ἀέρας
Καί ξάπλωσα στό κρεβάτι μας. Μιά μύγα πῆγε καί κάθισε στόν καθρέφτη.
(Καλλιόπη, 47 ἐτῶν)
οἰκοδομή Ἁγ. Δημητρίου 74, δεύτερος ὄροφος, 1980
ΚΛΑΟΥΣ
Μονόστηλο χωρίς φωτογραφία.
Πυρπολήθηκε μονάχος πάνω στή γέφυρα, στήν παραλία
Φωνάζοντας στόν κόσμο ἀκατάληπτες φράσεις.
Μαζεύτηκε μέγα πλῆθος, δέν τίς χάνεις τέτοιες φάσεις
Χάζευαν, κανείς δέν ἅπλωσε χέρι
Εἴκοσι λεπτά φλεγόταν
Ὥσπου σιώπησε. Αὐτό, συμφέρει.
Πρίν τριάντα χρόνια. Συνέβη. Δέν εἶναι μύθος.
Τί νά ‘χει ἀπογίνει σήμερα ἐκεῖνο τό πλῆθος;
Μήπως ὁ γέρος δίπλα μου στό ἀστικό;
Στό ἀσανσέρ ἡ ἄγνωστη κυρία πού μιλάει στό κινητό;
Ἡ γιαγιά στό σοῦπερ μάρκετ μπροστά μου στό ταμεῖο
Νά ‘ναι ἄραγε δίποδο μνημεῖο;
Πόσοι ἐπιζῶντες θυμοῦνται ἐκείνη τή βραδιά;
Πόσοι τήν ἀφηγοῦνται σέ ἐγγόνια καί παιδιά;
Πόσοι ξανακοιτοῦν τή γέφυρα περνώντας τίς διαβάσεις;
Πόσοι περιέχονται γιά πάντα μέσα σ’ ἐκεῖνες τίς ἀκατάληπτες φράσεις;
(Κλάους, Γερμανός ὑπήκοος, 50 ἐτῶν)
ἀερογέφυρα τῆς παραλιακῆς λεωφόρου Κέννεντι, 1980
ΦΙΛΩΝ
Τηλεφώνησαν πώς τό παιδί τους στόν στρατό
Τραυματίστηκε σέ τροχαῖο ἐλαφρά. Πιστευτό.
Τρέχει ὁ πατέρας μ’ ἕνα ταξί
Ἡ μάνα περιμένει μόνη στό μπαλκόνι
Μέ μισή ἀνάσα.
Ὥσπου βλέπει νά παρκάρει ἕνα καμιόνι
Κι ἀπό μέσα νά βγάζουνε μιά κάσα.
Δέκα λεπτά μετά, ἡ μάνα τόν γιό νεκροφιλεῖ
Ἀνεβαίνει στήν ταράτσα, ραγδαῖα σαλή
Καί πέφτει στό πεζοδρόμιο μέ μιά κραυγή
«Παιδί μου ἔρχομαι». Ὥσπου σιγή.
Καί σήμερα, τί;
Ἐξουθενωμένος ἀπό τήν συμφοράν ὁ πατέρας
Μιά μπουτίκ, πού μᾶλλον ὅπως κι ἄλλες θά κλείσει
δέν ἠμπορεῖ κάν νά θρηνήσει
Ἕνα κατάστημα ὀπτικῶν, μιά στάση λεωφορείου, κόσμος σαρκερός
καθήμενος ἀνάμεσα στά δυό φέρετρα ὠχρός
Πού περιμένει ἀνύποπτος στό σημεῖο τῆς πτώσης
χαϊδεύει καί φιλεῖ τά ἀγαπημένα του πρόσωπα
Κι αὐτό ἐδῶ τό ἀνάπηρο ἐλεγεῖο. Τί νομίζεις πώς θά σώσεις;
ἐνῶ ἀδυναμεῖ καί νά δακρύσει ἔστω.
Σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος. Μνήμη καπούτ. Παραδέξου το καί πές το.
(Φίλων, 25 ἐτῶν)
πολυκατοικία Τσιμισκῆ 113, 1960
ΧΕΝΡΙΞ
Τόν βρῆκαν μέ κομμένες τίς φλέβες
Κι ἕνα καλώδιο τυλιγμένο στόν λαιμό
Σ’ ἕνα κρεβάτι τοῦ τέταρτου ὀρόφου.
Ἕνα ἀκόμη ἀπ’ τ’ ἀφανή δωμάτια τοῦ ζόφου.
Ἦρθε νά συναντήσει μιά παλιά ἐρωμένη
Ἀπό τά χρόνια τῆς Κατοχῆς. Ἀξιωματικός στά Ἔς-Ἔς.
Εἴκοσι χρόνια πρίν, μά ὅλα τοῦ μοιάζαν σάν χτές.
Πάνω στή βδομάδα, νόμισε πώς κυνηγοῦν νά τόν δικάσουν.
Ὅμως κανείς δέν ἀσχολήθηκε στήν πόλη μαζί του.
Ἡ ψυχή ξέρει νά στήνει τέτοια καψόνια.
Ἡ σορός στάλθηκε στή σύζυγό του μέ τό τρένο.
Ἡ καμαριέρα σφουγγάρισε τό αἷμα, ἄλλαξε τά σεντόνια
Ψιθύρισε «ἄχ τόν καημένο».
Μισό αἰώνα μετά, στήν Μπιενάλε Νέων Μεσογείου
Φωτίζονται πάλι τά δωμάτια τοῦ κλειστοῦ ξενοδοχείου.
Symbiosis? Μποροῦν ἡ τέχνη κι ἡ ζωή νά συμβιώσουν;
Θεατές κι ἠθοποιοί ἀνεβαίνουν ἀνίδεοι γιά νά σαρκώσουν
Τό δρώμενο The Hunt Τό Κυνήγι Ἡ Ἀναζήτηση.
Μπορεῖ κανείς στό You Tube νά πάρει μιά γεύση.
Μιά κοπέλα θέλει νά δραπετεύσει
– ἐφιάλτες, ψευδαισθήσεις, οὐρλιαχτά–
Ἀπ’ τήν πραγματικότητα πού τήν κυνηγᾶ.
Στόν τέταρτο ὄροφο συμβαίνουν πάλι ὅλα αὐτά.
Καημένη τέχνη. Νά προσπαθεῖς μέ τούς τρόπους σου νά πείθεις
Καί νά σέ δικαιώνει τό ἀπόρριμμα τῆς λήθης.
( Χένριξ, Γερμανός ὑπήκοος, 48 ἐτῶν)
ξενοδοχεῖο Ἄριστον, Καραολῆ καί Δημητρίου 5, τέταρτος ὄροφος, 1962
ΓΙΩΡΓΟΣ
Ὁ τρόπος: σφυρί καί μαχαίρι.
Ὁ τόπος: μιά χαμοκέλα στά Σφαγεῖα.
Ὁ λόγος: παραφορά καί νοσηρή λαγνεία
Σύν αὐτά πού ὁ νοῦς ἀρνεῖται νά ξέρει.
Ἀφοῦ πρῶτα τή σκεπάζει μέ μιά κουβέρτα τρυφερά
Ὁ δράστης ἐγκαταλείπει τόν χῶρο τοῦ φονικοῦ.
Τόν ξαναβρίσκουμε ἀνεβασμένο σέ μιά στέγη ψηλά
Νά ὑπαγορεύει στά πλήθη τό συντακτικό τοῦ Κακοῦ.
Παλιά Φιλοσοφική. Παρατηρῆστε καλά.
Τόν βλέπετε στά κεραμίδια νά τρεκλίζει;
Ὥσπου παίρνει φόρα καί κάνει βουτιά.
Ἀκόμη πέφτει. Καί πέφτει.
Τό αἷμα τῆς κοπέλας ἔχει πιά πάψει νά πήζει.
Πῶς νά τό πεῖς καί πῶς νά πείσεις πώς ἀξίζει;
Ποιός φοιτητής ν’ ἀσχοληθεῖ; Ἀφοῦ εἶναι ἐκτός βιβλιογραφίας.
Στό προαύλιο πού κάθε μέρα διασχίζει
Ποδοπατᾶ τό κείμενο μιᾶς ἄγραφης ἱστορίας.
(Γιῶργος, 28 ἐτῶν)
στέγη κτιρίου παλιᾶς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς, 1971
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΑ
Μέ λένε Ρίτσα. Τέως κομμώτρια. Στό πιστολάκι ἄσος.
Κατά τήν ἀναπαράστασιν τοῦ ἐγκλήματος στό δάσος
Μ’ ἔσφαξε τό τέρας μ’ ἕναν σουγιά. Καθώς ξεψύχαγα, μοῦ λέει:
τό πλῆθος πού συρρέει
«Ψόφα μωρή». Παίρνει τήν κιλότα μου καί μοῦ τή χώνει στό στόμα
μοιάζει μέ τεράστιο σκουλήκι πάνω στό χῶμα
Νά μήν ἀκούει τά βογκητά. Ὕστερα μέ σκέπασε μέ κάτι κλαδιά.
σάν μιά κάμπια ὑπερφυσική
Ὅταν τελείωσε, τόν βλέπω κάνει σά νά κατουράει λίγο παρακεῖ.
πού πότε διπλώνεται καί πότε μαζεύεται
Παίρνει ἀπό τήν τσάντα μου τρία κατοστάρικα, δυό βήματα πορεύεται
ἀνάμεσα στά πεῦκα τῆς πλαγιᾶς.
Καί τοῦ φοροῦν ξανά τίς χειροπέδες μεμιᾶς.
Μέ λένε Ρίτα. Ἐθελόντρια. Τρέξαμε ὅλη ἡ γειτονιά στό Σέιχ Σοῦ
Μόλις μάθαμε γιά τήν ἀναπαράσταση. Νά δοῦμε καί τά μοῦτρα αὐτουνοῦ.
«Ποιά θέλει;» ρώτησε ὁ Διοικητής.
Σήκωσα χέρι ἀμέσως. Στήν ἐφημερίδα ἔδειχνα κούκλα. Ἀνέκαθεν φωτογενής.
Στό κομμωτήριο τήν εἶχα καί τήν ἔδειχνα σέ ὅλες τίς κυρίες
Μά γρήγορα κιτρίνισε, παρτάλιασε, ἔγινε κουρέλι
Βλέπετε δέν ὑπήρχανε τότε φωτοτυπίες.
Πέρασαν χρόνια, παντρεύτηκα, ἄλλαξα κομμωτήριο, γειτονιά
Χωρίς ἐφημερίδα στό χέρι, μόκο ἐγώ, τίποτα σέ κανέναν, τσιμουδιά
Μή μέ περάσουνε γιά ψώνιο. Δέν ἔκανα καλά;
Τήν πλαγιά ἐκείνη τήν ἔφαγε ἡ περιφερειακή ὁδός.
Κάθε φορά πού μέ τόν σύζυγο τή διασχίζουμε ὁλοταχῶς
Ὑπολογίζω τό σημεῖο καί τοῦ ζητάω νά κορνάρει. Κι ἄς ἀπορεῖ αὐτός.
(Κωνσταντινιά, 19 ἐτῶν)
δάσος Σέιχ Σοῦ-περιφερειακή ὁδός στό ὕψος τῆς Τριανδρίας, 1960
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ, ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Τίς ἔπιασε νά τηγανίζουν ψάρια.
Πρῶτα πυροβόλησε τή γυναίκα του
Μετά τήν πεθερά του
Ὕστερα τίναξε τά μυαλά του
Βρῆκαν τό κεφάλι του μέσα στό τηγάνι
Ζηλιάρης, μοῦτρο, γυναικάς, ἀλάνι.
Μάζευε τά παιδιά ἔξω ἀπ’ τόν φοῦρνο του μ’ ἕνα δίσκο παξιμάδια
«Ἐλᾶτε νά σᾶς πῶ μιά ἱστορία» τρέχαν ἐκεῖνα, ἡ κοιλιά ἄδεια
«Τόν βλέπετε αὐτόν ἐκεῖ;» κι ἔδειχνε ἀπέναντι τόν μπακάλη
«Μιά μέρα θά τόν σκοτώσω, ὕστερα τίς ἄλλες δυό, μετά ἐγώ».
Ἱστορίες μ’ αἵματα καί τζάμπα φαΐ, ἄκουγαν ἐκεῖνα, χαρά μεγάλη.
Πράγματι, ἀπ’ τόν μπακάλη ἔκανε ἀρχή.
Τοῦ ‘ριξε δυό σφαῖρες. Τάχα πώς τοῦ ‘χε κλέψει τή γυναίκα.
Ἐπέζησε ὁ ἄνθρωπος. Ὅμως τό θέμα δέν εἶναι ἐκεῖ.
Πᾶμε νά δοῦμε ἐκείνη τή μέρα ἀπ’ τό πρωί.
Μπαίνει μιά γειτόνισσα ν’ ἀγοράσει ἕνα ψωμί.
Τῆς δίνει μέ τό ζόρι τρία. Ἐκείνη ἀπορεῖ.
Πάρε, τῆς λέει, γιατί αὔριο δέν θά βρεῖς, ἄκου με κυρά.
Τά πῆρε κι ἔφυγε. Στόν δρόμο κόβει μιά κόρα, μασουλᾶ.
Μέχρι νά φτάσει στή γωνία, ὁ φοῦρνος εἶχε πάρει κιόλας φωτιά.
Τρεῖς μέρες τάιζε βουβή στά παιδιά της ἡ γυναίκα τό ψωμί τοῦ φονιᾶ.
(πεθερά Ἀναστασία 60 ἐτῶν, σύζυγος Κυριακούλα 35 ἐτῶν, Ἀριστείδης δράστης 50 ἐτῶν)
Ἄνω Πόλη, Δημ. Πολιορκητοῦ 119 (φοῦρνος), Ἡρακλείδου 10 (οἰκία), 1930
ΘΑΝΑΣΗΣ
Μέ προσλάβαν θυρωρό μόλις τέλειωσε τό χτίσιμο
Καί μπῆκε κόσμος μέσα. Ὡραῖα διαμερίσματα, πλάι στήν Τσιμισκῆ.
Τυπικά καθήκοντα. Ἅπαξ τῆς ἑβδομάδας οἱ σκάλες πλύσιμο
Ἀλληλογραφία, θελήματα καί καμιά ἐπισκευή.
Πέρασε κάνας χρόνος, θυμᾶμαι μοίραζα στόν πέμπτο τά γράμματα.
Ἐκεῖ στίς σκάλες, σά νά μοῦ φάνηκε πώς ἄκουσα κλάματα.
Πλησιάζω, καί τί νά δῶ; Μιά νέα γυναίκα διπλωμένη στά δυό
Σπάραζε καί φιλοῦσε ἕνα σκαλί. Στήν ἀγκαλιά της βαστοῦσε μωρό.
Περίμενα νά συνέλθει. Τήν κατέβασα στό θυρωρεῖο.
Τῆς ἔδωσα νά πιεῖ νερό, καρέκλα νά καθίσει.
Μοῦ εἶπε τήν ἱστορία της. Λές καί περίμενε νά τήν πεῖ ἀπό καιρό
Μέ μιάν ἀνάσα, σάν τόν βουτηχτή πού ἐπιτέλους ἀνεβαίνει ἀπ’ τόν βυθό.
Ἄντρας της ἦταν, ἐπιπλοποιός. Περνοῦσε κάτι ξυλόβιδες στήν κουπαστή.
Μπερδεύτηκαν τά πόδια του σ’ ἕνα καλώδιο, στό τελευταῖο σκαλί
Χτύπησε τόν σβέρκο πάνω στό μάρμαρο μέ ὁρμή.
Ἄλλοι τό λένε μοίρα, ἄλλοι κακιά στιγμή.
Τριάντα χρόνια δούλεψα στήν πολυκατοικία. Ὁλόκληρη ζωή.
Ὅταν σφουγγάριζα, κάθε φορά πού ἔφτανα σ’ ἐκεῖνο τό σκαλί
Στεκόμουν καί ψιθύριζα μιά δική μου προσευχή.
Πές μου τί θά ‘κανες ἐσύ.
(Θανάσης, 28 ἐτῶν)
πολυκατοικία Κούσκουρα 3, κλιμακοστάσιο πέμπτου ὀρόφου, 1968
ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ
Ἔπλενα τά πιάτα. Εἴχαμε φάει βραδινό.
Ἡ κόρη διάβαζε, διαγώνισμα στή χημεία.
Ἀκούω κάτι γδούπους. Βγαίνω στό μπαλκόνι, τί νά δῶ;
Τρία κορμιά στό πεζοδρόμιο. Πῆρα τήν ἀστυνομία.
Πήγαινα γιά μπιλιάρδο σ’ ἕνα καφενεῖο δίπλα στήν οἰκοδομή.
Εἶδα πού πέφταν. Μοῦ φάνηκαν σάν κάποιος νά πετοῦσε παπλώματα.
Τό ἕνα σῶμα χτυπιόταν σάν βατράχι στίς πλάκες. Ἔπαθα μεγάλη ταραχή.
Δέν εἶχα δεῖ ποτέ ἀπό κοντά τραυματίες καί πτώματα.
Τά ἀνέβασε πρῶτα στήν ταράτσα. «Πᾶμε νά δεῖτε τή θάλασσα παιδιά».
Ὅμως ἡ πόρτα ἦταν κλειδωμένη. Τό ἴδιο καί στήν πλαϊνή πολυκατοικία.
Γυρίσαν σπίτι. Στό μπαλκόνι τ’ ἀνέβασε σέ μιά καρέκλα. Μέ τή σειρά.
Πρῶτα ἡ κόρη, μετά ὁ γιός, τελευταία ἡ μάνα, μέ κραυγή ὀξεία.
«Δέν μέ φρόντιζε, μέ ἀπατοῦσε, θά τοῦ ἔδειχνα ἐγώ ἅμα ἔμενε μόνος.»
Οἱ ἐφημερίδες βούιξαν. «Τέτοιο πράγμα δέν ἔγινε στήν πόλη μας ποτέ».
Εἶχαν κλεφτεῖ ἀπό ἔρωτα. Κατόπιν καβγάδες, ψυχρότητα, οἰκόσιτος πόνος.
Ὁ σύζυγος δούλευε σερβιτόρος στό μπάρ στόν πύργο τοῦ ΟΤΕ.
Οἱ σαγιονάρες τῶν παιδιῶν ἔμειναν καιρό στό πεζοδρόμιο παρατημένες.
Στίς βόλτες, βλέπεις τέτοιες συχνά κι ἐσύ.
Νομίζεις πώς πάνω στό παιχνίδι τίς ἀφῆσαν ξεχασμένες.
(Βασιλάκης, 6 ἐτῶν)
πολυκατοικία Ἀετοράχης 34, μπαλκόνι δευτέρου ὀρόφου, 1972
ΑΝΩΝΥΜΗ
Τά τραπέζια στίς ταβέρνες μαζεύτηκαν. Ξημερώνει Πρωτοχρονιά.
«Τό τραῦμα προκλήθηκε ἀπό σπασμένο μπουκάλι
Αὔριο, στά ἴδια πιάτα, θά φᾶνε ἄλλοι.
ξεκινᾶ ἀπό τό πιγούνι καί καταλήγει κάτω ἀπό τό ἀριστερό αὐτί
Στούς κάδους τῶν σκουπιδιῶν λίγο πιό πέρα σ’ ἕνα στενό
τό πλῆγμα εἶναι τόσο βαθύ
Τό πτῶμα μιᾶς κοπέλας, τρυπημένο ἀπό τίς σύριγγες, ἰσχνό
ὥστε προκάλεσε θραύση δύο αὐχενικῶν σπονδύλων».
Κεῖται πάνω στ’ ἀποφάγια, μέσα τους βουτηγμένη ἡ μουσούδα δύο σκύλων.
Σεσημασμένη τοξικομανής.
«Σήμερα ἔχουμε φρέσκο μπαρμπούνι. Θέλει κανείς;»
(ἀνώνυμη, 27 ἐτῶν)
πλατεία Ἄθωνος, Δραγούμη 1, 2011
[ Τά ποιήματα προέρχονται ἀπό τήν ποιητική συλλογή Γιάννης Μαρία Χένριξ ἡ ὁποία θά κυκλοφορήσει τόν Μάρτιο τοῦ 2013 ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἴκαρος. Βασίζονται σέ ἀληθινά περιστατικά θανατικῶν πού συνέβησαν στή Θεσσαλονίκη. Τά ὀνόματα πού παρατίθενται εἶναι τά αὐθεντικά. Σέ κάποια ποιήματα παρεμβάλλονται φράσεις ἀπό ρεπορτάζ τῆς ἐφημερίδας Μακεδονία, καθώς καί ἀπό τίς ἐκθέσεις τῶν ἰατροδικαστῶν. – Σ.Σ.]
Τα ποιήματα δημοσιεύθηκαν σε αυτό το τεύχος.