Κατερίνα Ἀγγελάκη-Ρούκ – Ἡ σιγανή φωνή τῆς μνήμης

ΤΟ ΔΙΠΡΟΣΩΠΟ ΣΩΜΑ

Πρίν ἀκόμη βυζάξω τό γάλα τῆς ζωῆς
ἔπεσε πάνω μου ἡ σκιά τοῦ θανάτου.
Τό ἀνύποπτο σῶμα μου
πάλεψε, νίκησε κι ἀκολούθησε
τήν τροχιά του γύρω ἀπ’ τό ἀνάπηρο
ἀστέρι τῆς γέννησής μου.
Ἀεράκι φυσοῦσε καί χάιδευε
οὐλές, καμπύλες
τό σῶμα μεγάλωνε
καί μέ κουβαλοῦσε σ’ αὐτή τή γῆ
μαζί μέ τούς δύο πάντα
ἀντίθετους κόσμους:
τή ζωή καί τό θάνατο.
Τά πορφυρά χρώματα τῆς δύσης
μέ μάγευαν· ἄνοιγαν τοῦ Παραδείσου τίς πύλες
κι ἄς σήμαιναν τό τέλος τῆς ἡμέρας.
Ὅταν ἀνάτελλε τό ἀρσενικό σῶμα
τό δικό μου ξαναγεννιόταν·
ξάπλωνα τότε πάνω στή γῆ
τή ζέστα της ἔκλεβα
καί θαρροῦσα πώς μάντευα
πῶς αἰσθάνονται τά φυτά της.
Σῶμα μου, δικό μου σῶμα
ἀπό σένα ὅλα ἀπορρέουν·
νερά θολά καί νερά λαμπερά
μέ πλάσματα τοῦ ἔρωτα
καί τῆς ποίησης νά κολυμποῦν στό βάθος.
Ὥς κι ἐκεῖνες οἱ στιγμές
οἱ ἄυλες, οἱ μεταφυσικές
ὅταν ἀνεβαίνει ὁ νοῦς
κι ἀγγίζει τόν οὐρανό
ὅλα ἀπό σένα ρέουν.
Ὅμως τοῦ σώματος ἡ διπροσωπία
δέν εἶναι ἀπάτη
εἶναι εὐλογία.

Αἴγινα 20.8.2011

ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΦΩΣ
(πεζοποίημα)

Κι εἶναι σάν ἐκείνους τούς μαρτυρικούς ἔρωτες, ὅταν μέσα ἀπ’ τά καυτά φιλιά ἀναδύεται ἡ ὀδύνη. Εἶναι τότε σάν χίλια μαχαίρια νά σέ σφάζουν, σάν χίλιες φωτιές νά σ’ ἔχουν ζώσει. Στό μυαλό σου ἀνοίγονται τάφοι, τό σῶμα σου τυλίγεται, ἀντί γιά σάβανο, μέ τά τελευταῖα ἐρωτικά χειρόγραφά σου. Ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή σου οὐρλιάζει: Φτάνει! Τέλος! Ἡ ἱστορία αὐτή τελείωσε. Οὔτε στ’ ὄνειρο δέν θά ἐπιτρέψω στόν ἑαυτό μου ν’ ἀγκαλιάσει «ἐκεῖνον» καί τό βλάσφημο βλέμμα του νά δρασκελίσει τό κατώφλι τῆς καρδιᾶς μου. Τέλος τό μαρτύριο-ἔρωτας.

Καί ξαφνικά μές στή νύχτα τῆς ἐρωτικῆς μου φαντασίας, ἀστράφτει τό χαμόγελό του. Νέος ὁρίζοντας ἀνοίγεται, τό σύμπαν φωτίζεται, ἡ γῆ μεταμορφώνεται σ’ ἀστέρι καί καρφώνεται στόν οὐρανό. Καί τότε λέω: «Συγχωρεμένος. Ὅλες σου τίς ἁμαρτίες τίς ξεχνάω γιά μιά ἀκόμη φορά. Τήν τελευταία».

Ἔτσι κι ὁ τόπος μου. Ἐδῶ γεννήθηκα, ἀνατράφηκα, μεγάλωσα. Ἐδῶ ὅλα δύσκολα, ὅλα ἀβέβαια, ὅλα ἀσχεδίαστα ἤ κακοσχεδιασμένα. «Φεύγω», λέει ὁ κοσμοπολίτης ἑαυτός μου. «Δέν ἀντέχω ἄλλο».

Καί ξαφνικά, ἡ μέρα ἀνατέλλει, μιά ἄλλη πόρτα ἀνοίγει. Φῶς, φῶς παντοῦ, ἀπό παντοῦ, στό νοῦ καί στήν ψυχή. Πλατύφυλλο φῶς. Ἑλλάδα.

«Θά μείνω» λέω, «μένω. Γιά λίγο ἀκόμα».

Αἴγινα 27.8.11

ΛΕΥΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΣΕ ΑΓΝΩΣΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ

Ἄνοιξα τό τετράδιο·
θυμίζει χωράφι ἀκαλλιέργητο.
Παίρνω τό μολύβι
–τσάπα σέ χέρσα γῆ–
ἀδέξια αἰσθάνομαι
σάν ἡ ποίηση ποτέ
νά μή μέ εἶχε δεχτεῖ.
Ψηλαφίζω τούς στίχους·
νά βάλω ἐδῶ τή νοσταλγία
νά ζωντανέψω μετά τήν ἀνάμνηση
ἤ λίγο πιό πρίν;
Καί ἡ γεύση πού θά μείνει
θά εἶναι γεύση τέλους; Ἀπρόσμενης δημιουργίας;

Κάποτε ἡ σελίδα ἦταν τό μαντίλι
πού στέγνωνε τοῦ ἔρωτα τό δάκρυ
ἡ κουβέρτα πού ζέσταινε
μιάν ἄδεια ἀγκαλιά.
Βοριάς φυσοῦσε ἀλλά δέν κρύωνες
γιατί μαζί κατέβαιναν
ἡ ψύχρα καί ἡ ζέστα τοῦ κόσμου
ἀγκαλιά σέ μιά σελίδα.

Αἴγινα 12.10.11

ΔΙΕΣΤΡΑΜΜΕΝΗ ΣΩΤΗΡΙΑ

Ἀντίστροφα κινοῦνται
οἱ ἀπολαύσεις καί οἱ ἀπέχθειες
τῆς ζωῆς μου.
Τή θάλασσα πού λάτρευα φοβᾶμαι·
δέν πλέω μήν πνιγῶ.
Τή δίκυκλη χαρά μου ἔχασα·
τρέμω μήν γκρεμιστῶ.
Τήν ἐπανάληψη ἐμπιστεύομαι
γιατί μοῦ θυμίζει ὅτι ὑπάρχω
τήν πλήξη προτιμῶ ἀπό τή μοναξιά.
Ἡ πιό ἀπίστευτη ὅμως διαστροφή μου
εἶναι ὅταν δέχομαι τήν ὑποκρισία
γιά νά μή μ’ ἀγκαλιάσει ἡ θλίψη.
Ὑποκρίνομαι ὄχι γιά νά κερδίσω
ἀλλά γιά ν’ ἀντέξω τούς ἀνθρώπους.
Οἱ ἄνθρωποι, παντοκράτορες
στή ζωή μου κάποτε
τούς ἄκουγα,πλούταινα
τούς ἔκλεβα τή γνώση.
Σκληροί μοῦ φαίνονται τώρα, ἀνούσιοι
Λένε καί ξαναλένε τά ἴδια ψέματα
μέ ἄλλα λόγια.
Κλεισμένοι στό φρούριο τοῦ ἐγώ τους
ἀνησυχοῦν γιά τούς ἄλλους
μόνο πάνω στή σκηνή
ὅταν ὁ ἠθοποιός ἑαυτός τους
παίζει τό μονόπρακτο τῆς ἀνθρωπιᾶς.
«Καλῶς ἦρθες φίλε.
Ἡ ζωή μου εἶναι τόσο ἄδεια χωρίς ἐσένα!»
Καί εἶναι.

Αἴγινα 22.9.11

Η ΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ

Σάν σκοροφαγωμένα ὑφάσματα
ἁπλώνουν τήν ἀσχήμια τους τά γεράματα
ἀκόμη κι ἄν εἶχαν ἕνα ὡραῖο παρελθόν.
Ἀλύγιστα πάντα τά νιάτα
κάπου μυστικά λάμπουν σάν ἀστέρια
ὅσο ἄκομψα κι ἄν εἶναι
ὅσο κι ἄν κολυμποῦν ἀνέραστα
στά θολά νερά τῆς ζωῆς.
Τήν ὀμορφιά
τό σῶμα τῆς δικῆς μου νιότης
δέν τή γνώρισε ποτέ
ἀλλά ξέρω τώρα
πώς, ναί, τήν κρατοῦσε ἀγκαλιά.
Μακριά ἀπ’ τόν καθρέφτη
μέ τή φύση μοιραζόμουνα
ἄνθιση καί καρποφορία•
σέ θάλασσες ἐπιθυμίας ταξίδευα
κι ἔβλεπα στά πρόσωπα τῶν ἀγοριῶν
μιά φανταστική εἰκονογράφηση
τοῦ μέλλοντός μου.
Ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου
ἐρχόταν μόνο σάν ἔμπνευση
κι ὅταν τό ποίημα γεννιόταν
διέλυε τή φοβερή ὑποψία
ὅτι καί ὁ πόθος τελικά ὑποχωρεῖ
μπρός στήν ἀλήθεια τοῦ χρόνου.
Τό ξέρω πώς θά ‘ρθει ἡ στιγμή
πού σφιχτά ἀγκαλιασμένα
τό ὄμορφο καί τό ἄσχημο μαζί
θά μέ συνοδεύουν στοῦ τέλους τήν ἀρχή.

Αἴγινα 16.8.11

ΖΩΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ

Οἱ μέρες πού ἔρχονται
κρέμονται σάν ἄδειες σκονισμένες σακοῦλες.
Ἀλλά νά τίς γεμίσω μέ τί; Μέ ποιόν;
Ὑγεία ἔχω, ἄχρωμη
καί κάποια εὐελιξία
τοῦ σώματος, τοῦ νοῦ.
Ὅμως καμιά ἐπιθυμία
δέν μέ περιμένει στήν εἴσοδο τῆς νύχτας
κανένα ἄνοιγμα τῆς ψυχῆς μου
γιά τόν ἐρχομό μιᾶς ἀκόμη μέρας.
Ἡ ἰδέα τῆς μακροημέρευσης
ἀδιάφορη μ’ ἀφήνει
μέ ἑλκύει ἀκόμη τό μυστήριο τῆς ζωῆς
πού μέ ἀνεξήγητο πεῖσμα
μέ τραβάει ἀπό τό χέρι.
«Ἔλα, ἔλα νά δεῖς»
–μιά παράξενη φωνή
μέσα μου ἀκούγεται–
«Ἔλα, νά δεῖς κάτι ἀκόμα».
Ἡ ἐπανάληψη –ἀνυπόφορη κάποτε–
σάν περιουσιακή ἐγγύηση
τώρα μέ στηρίζει.
Σέ λίγο τό ἀεράκι θά φυσήξει
ἡ ἀνάσα τό σῶμα μου
καί σήμερα θ’ ἀναστήσει
κι ὁ ἥλιος ἀπρόσμενα θά χαμογελάσει
ἀφοῦ τό χαμόγελό του
δέν εἶναι ποτέ ἐπανάληψη.

Αἴγινα 16.8.11