Fernando Pessoa – Τά «Ποιήματα» τοῦ Ἄλβαρο ντέ Κάμπος

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΗΜΑ

Ἦταν σ’ ἕνα ἀπ’ τά ταξίδια μου…
Μεσοπέλαγα καί φεγγάρι…
Σταμάτησε ὁ θόρυβος τῆς νύχτας στό πλοῖο.
Ἕνας ἕνας, παρέα παρέα, οἱ ταξιδιῶτες ἀποσύρθηκαν,
ἀπ’ τήν ὀρχήστρα ἀπέμεινε μόνο τό ἀναλόγιο σέ μιά γωνιά ἕνας Θεός ξέρει. ..
Μόνος στό καπνιστήριο μές στή σιωπή ἔπαιζα σκάκι…
Ἀπό τήν ἀνοιχτή πόρτα ἡ ζωή ἀντηχοῦσε στό μηχανοστάσιο…
Μόνος… Κι ὁ καθένας ἦταν μιά ψυχή γυμνή μπροστά στό Σύμπαν…
(Ὦ γενέθλια πόλη μου στή μακρινή Πορτογαλία!
Γιατί δέν πέθανα παιδί ὅταν μονάχα ἐσένα γνώριζα;)

Ἄ, ὅταν βγαίνουμε τή θάλασσα
ὅταν ἀφήνουμε τή στεριά, ὅταν τή χάνουμε ἀπ’ τά μάτια μας,
ὅταν ὅλα γεμίζουν ἀπό ἀέρα ἀπολύτως θαλασσινό,
ὅταν ἡ ἀκτή γίνεται μιά σκοτεινή γραμμή,
στήν ὅλο καί πιό ἀκαθόριστη γραμμή τοῦ σούρουπου (αἰωροῦνται φῶτα) –
Ἄ τότε τί χαρά ἐλευθερίας γιά ὅποιον αἰσθάνεται τόν ἑαυτό του.
Παύει νά ἔχει λόγο γιά νά ὑπάρχει κοινωνικῶς.
Δέν ὑπάρχουν πιά λόγοι γιά ν’ ἀγαπᾶς, νά μισεῖς, νά πρέπει,
δέν ὑπάρχουν πιά νόμοι, δέν ὑπάρχουν λύπες μέ ἀνθρώπινη γεύση…
Ὑπάρχει μόνο ἡ Ἀφηρημένη Ἀναχώρηση, ἡ κίνηση τῶν νερῶν
ἡ κίνηση τῆς ἀπομάκρυνσης, ὁ ἦχος
τῶν κυμάτων πού χτυποῦν στήν πλώρη,
καί μιά μεγάλη ἀνήσυχη εἰρήνη πού διεισδύει γλυκά στό πνεῦμα.
Ἄ νά ‘χω ὅλη μου τή ζωή
ἀσταθῶς παγιωμένη σέ μιά στιγμή σάν κι αὐτές,
νά ‘χω ὅλη τήν αἴσθηση τῆς διάρκειάς μου πάνω στή γῆ
σάν μιά ἀπομάκρυνση ἀπό αὐτή τήν ἀκτή ὅπου ἄφησα τά πάντα –
Ἀγάπες, ἐκνευρισμούς, λύπες, συνενοχές, καθήκοντα,
τήν ἀνήρεμη ἀγωνία τῶν τύψεων,
τήν κούραση τοῦ ἀνώφελου τῶν πάντων,
τόν κόρο ὥς καί τῶν φανταστικῶν πραγμάτων,
τή ναυτία, τά φῶτα,
τά βλέφαρα πού πέφτουν βαριά πάνω στή χαμένη ζωή μου…

Θά πάω μακριά, μακριά! Μακριά, ὦ πλοῖο χωρίς αἰτία,
στήν προϊστορική ἀνευθυνότητα τῶν αἰώνιων ὑδάτων,
μακριά, πάντα μακριά, ὦ θάνατε.
Πότε [θά μάθω] ποῦ μακριά καί γιατί μακριά, ὦ ζωή…
š


Ἄι, Μαργαρίδα,
τή ζωή μου ἄν σοῦ δώσω
τί θά τήν κάνεις, πές;
Θά φορέσω δαχτυλίδια
καί τοῦ γάμου τά στολίδια,
παντρεύομαι μαθές.

Ὅμως, Μαργαρίδα,
τή ζωή μου ἄν σοῦ δώσω,
ἡ μαμά σου τί θά πεῖ;
– (Μέ γνωρίζει ἀπ’ τήν καλή.)
Πώς στόν κόσμο ἔχει τρελούς
κι εἶσαι ἕνας ἀπ’ αὐτούς.

Ἔ, Μαργαρίδα,
τή ζωή μου ἄν σοῦ δώσω,
δηλαδή ἄν τά κακαρώσω;
– Θενά πάω στήν κηδεία,
ἀλλά εἶν’ ἀνοησία
ν’ ἀγαπᾶς μιά ὀπτασία.

Ὅμως, Μαργαρίδα,
πού τή ζωή μου ἄν σοῦ δώσω
ποίημα εἶναι πού τό γράφω.
– Τότε γράφω καί ξεγράφω,
δέν πουλᾶμε βερεσέ
στό δικό μου τόν μπαχτσέ.

Κοινοποιήθηκε ἀπό τόν Ναυπηγό Μηχανικό
κ. Ἄλβαρο ντέ Κάμπος σέ κατάσταση
ἀλκοολικῆς ἀσυνειδησίας.

[1.10.1927]


Ὑπάρχουν τόσοι θεοί!
Εἶναι σάν τά βιβλία – δέν μπορεῖς νά τά διαβάσεις ὅλα, ποτέ δέν ξέρεις τίποτα.
Εὐτυχισμένος ὅποιος γνωρίζει μόνο ἕνα θεό, καί τόν φυλάει μυστικό.
Κάθε μέρα πιστεύω σέ διαφορετικά πράγματα –
ἐνίοτε τήν ἴδια μέρα πιστεύω σέ διαφορετικά πράγματα –
θά ἤθελα νά εἶμαι τό παιδί πού διασχίζει τώρα
τό ὀπτικό μου πεδίο κάτω ἀπ’ τό παράθυρο –
τρώγοντας ἕνα φτηνό γλυκό (εἶναι φτωχό) χωρίς λόγο ἐμφανή μήτε σκοπό,
ζῶο ἀνώφελα ἀνεβασμένο πάνω στ’ ἄλλα σπονδυλωτά
πού τραγουδάει, μέσα ἀπ’ τά δόντια, ἕναν πρόστυχο σκοπό ἐπιθεώρησης…
Ναί, ὑπάρχουν πολλοί θεοί…
Ἀλλά θά ‘δινα τά πάντα στό θεό πού θά ‘παιρνε ἀπό δῶ αὐτό τό παιδί…

9.3.1930


CARRY NATION
Ὄχι μιά ἁγία αἰσθητική, σάν τήν ἁγία Τερέζα,
Ὄχι μιά ἁγία τῶν δογμάτων,
Ὄχι μιά ἁγία.
Ἀλλά μιά ἁγία ἀνθρώπινη, τρελή καί θεία,
Μητρική, ἀγρίως μητρική,
Μισητή ὅπως ὅλες οἱ ἁγίες,
Ἐπίμονη, μέ ὅλη τήν τρέλα τῆς ἁγιοσύνης.
Τή μισῶ καί εἶμαι ἀσκεπής
καί τήν ἐπευφημῶ χωρίς νά ξέρω τό λόγο!
Ἀμερικανική ἔκσταση στεφανωμένη μ’ ἀστέρια!
Μάγισσα μέ καλές προθέσεις…
Μή μαδᾶτε τριαντάφυλλα στόν τάφο της
ἀλλά δαφνόφυλλα, δαφνόφυλλα τῆς δόξας
νά τῆς πλέξουμε τή δόξα μέ τήν ὕβρι!
Πίνουμε στήν ὑγειά τῆς ἀθανασίας της
τό δυνατό κρασί τῶν μεθυσμένων.

Ἐγώ, πού ποτέ τίποτα δέν ἔκανα στόν κόσμο,
Ἐγώ, πού ποτέ δέν ἔμαθα νά θέλω ἤ νά ξέρω,
Ἐγώ, πού ἤμουν πάντα ἡ ἀπουσία τῆς βούλησής μου,
Σέ χαιρετῶ, τρελή μητερούλα, σύστημα συναισθηματικό!
Ὑπόδειγμα ἀνθρώπινης φιλοδοξίας!
Θαῦμα καλῆς χειρονομίας, μιᾶς βούλησης μεγάλης!
Ζάν ντ’ Ἀρκ δική μου δίχως πατρίδα!
Δική μου ἀνθρώπινη ἁγία Τερέζα!
Βλαμμένη ὅπως ὅλες οἱ ἁγίες
καί στρατευμένη σάν τήν ψυχή πού πολεμάει τόν κόσμο!
Μέ τό κρασί πού μίσησες σέ ἐπευφημοῦμε!
Οὐρλιάζοντας προπόσεις, κλαίγοντας σέ ἀνακηρύσσουμε ἁγία!

Σέ χαιρετῶ ὅπως ὁ ἐχθρός χαιρετάει τόν ἐχθρό!
Ἐγώ, τόσες φορές μεθυσμένος μόνο καί μόνο γιά νά μήν αἰσθάνομαι,
Ἐγώ, τόσες φορές τύφλα στό μεθύσι, γιατί δέν ἔχω ἀρκετή ψυχή,
Ἐγώ, τό ἀντίθετό σου,
Ἁρπάζω ἀπ’ τούς ἀγγέλους τό σπαθί, ἀπ’ τούς ἀγγέλους πού φυλᾶνε τήν Ἐδέμ,
τό ὑψώνω ἐκστατικός, οὐρλιάζοντας τό ὄνομά σου.
š


Ὄχι! Θέλω μόνο τήν ἐλευθερία!
Ἀγάπη, δόξα, χρῆμα εἶναι φυλακές.
Ὡραῖα σαλόνια; Ταπετσαρισμένες πολυθρόνες; Μαλακά χαλιά;
Ἄ, ἀφῆστε μέ νά βγῶ νά πάω νά μέ βρῶ.
Θέλω ν’ ἀναπνεύσω τόν ἀέρα μόνος,
δέν ἔχω σφυγμό ὅταν εἶμαι μέ κόσμο,
δέν συναναστρέφομαι μέ κανονισμούς
δέν εἶμαι παρά μονάχα ἐγώ, δέν γεννήθηκα παρά αὐτός πού εἶμαι, εἶμαι γεμάτος ἀπό μένα.
Ποῦ θέλω νά κοιμηθῶ; Στόν κῆπο…
Πουθενά τοῖχος –ἡ ἀπόλυτη σύμπνοια–
ἐγώ καί τό σύμπαν,
καί τί ἡσυχία, τί γαλήνη νά μή βλέπεις πρίν κοιμηθεῖς τό φάντασμα τῆς ντουλάπας
ἀλλά τό μέγα φέγγος, μαῦρο καί δροσερό, ὅλων τῶν ἄστρων μαζί,
τή μεγάλη ἀπέραντη ἄβυσσο ἐπάνω
νά στέλνει αὖρες καί εὐσπλαχνίες ἀπό ψηλά στό πρόσωπό μου, κρανίο πού τό σκεπάζει ἡ σάρκα,
ὅπου μόνο τά μάτια –ἄλλος οὐρανός– ἀποκαλύπτουν τό μεγάλο μυστηριῶδες ὄν.
Δέν θέλω! Δῶστε μου τήν ἐλευθερία!
Θέλω νά εἶμαι ὁ ἑαυτός μου.
Μή μέ εὐνουχίζετε μέ ἰδανικά!
Μή μου φορᾶτε τό ζουρλομανδύα τῶν τρόπων!
Μή μέ κάνετε ὑποδειγματικό καί κατανοητό!
Μή μέ σκοτώνετε ἐν ζωῆ!
Θέλω νά ξέρω νά πετάω αὐτή τήν μπάλα ψηλά στό φεγγάρι
καί νά τήν ἀκούσω νά πέφτει στό διπλανό κῆπο!
Θέλω νά ξαπλώσω στό γρασίδι, καί νά σκέφτομαι «αὔριο θά πάω νά τήν πιάσω»…
Αὔριο θά πάω νά τήν πιάσω στό διπλανό κῆπο…
Αὔριο θά πάω νά τήν πιάσω στό διπλανό κῆπο…
Αὔριο θά πάω νά τήν πιάσω στό διπλανό…
νά τήν πιάσω στό διπλανό
στό διπλανό
κῆπο…


Ὁ Ἄλβαρο ντέ Κάμπος, ἕνας ἀπό τούς τρεῖς βασικούς ἑτερώνυμους τοῦ Φερνάντο Πεσσόα (1888-1935), κινεῖται μέ ἄνεση ἀπό τή μία ἄκρη ὥς τήν ἄλλη τοῦ ποιητικοῦ φάσματος: μοντερνιστής, φουτουριστής, ὑμνητής τῆς τεχνολογίας, μεγαλόσχημος καί ἐκκεντρικός, δηλωμένος ἀδελφός τοῦ Γουίτμαν, εἶναι ταυτόχρονα μεταφυσικός στή διαλείπουσα συνομιλία του μέ τό θεό καί τό σύμπαν, δίνοντας σέ κάθε ἀντικείμενο μιά φαινομενολογική βαρύτητα. Στίς πιό λυρικές της στιγμές, ἡ ποίησή του ἀποτυπώνει μέ σαρκασμό καί νοσταλγία «τά ἀκαθόριστα περίχωρα» τῆς ἀνθρώπινης συγκίνησης. Εἶναι ἡ πρώτη φορά πού τά ποιήματα αὐτά μεταφράζονται στήν ἑλληνική γλώσσα. Τά Ποιήματα τοῦ Ἄλβαρο ντέ Κάμπος κυκλοφορούν σέ νέα ἀναθεωρημένη καί ἐπαυξημένη ἔκδοση ἀπό τόν ἐκδοτικό οἶκο Gutenberg.