«Τίγρεις στόν καθρέφτη» (γιά τόν Χόρχε Λουίς Μπόρχες) – George Steiner

Jorge-Luis-Borges

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ

Ἡ τωρινή παγκόσμια φήμη τοῦ Χόρχε Λουίς Μπόρχες συνεπάγεται ἀναπόφευκτα γιά κάποιους ἕνα αἴσθημα προσωπικῆς ἀπώλειας. Ὅπως μιά θέα πού ἀνέκαθεν θεωρούσαμε πολύτιμη (ὁ σκιερός ὄγκος ἀπό τό «Κάθισμα τοῦ Ἀρθούρου» στό Ἐδιμβοῦργο, ἔτσι ὅπως φαίνεται μοναδικά ἀπό τό μπάρ «The Pleasance» στόν ἀριθμό 60, ἤ ἐκεῖ ὅπου ἡ 51η Ὁδός τέμνει ἕνα μπρονζέ χειμαρρῶδες φαράγγι, σέ μιά ὀφθαλμαπάτη ἐξύψωσης καί φωτός μέσα ἀπό τό παράθυρο τοῦ ὀδοντιάτρου μου), ἔτσι καί ἕνα συλλεκτικό ἀντικείμενο ἀπό, καί γιά, τό ἐσωτερικό μάτι γίνεται ἕνα πανοπτικό θέαμα γιά τήν ὀρδή τῶν τουριστῶν. Γιά πολύ καιρό τό μεγαλεῖο τοῦ Μπόρχες ἦταν μυστικό, τό ἔβλεπαν λίγοι καί καλοί, φανερωνόταν σέ χαμηλούς τόνους καί ἀμοιβαῖες ἀναγνωρίσεις. Πόσοι γνώριζαν τό πρῶτο του ἔργο, μιά σύνοψη τῶν ἑλληνικῶν μύθων, πού γράφτηκε στά ἀγγλικά στό Μπουένος Ἄιρες ὅταν ὁ συγγραφέας ἦταν ἑπτά ἐτῶν; Ἤ τό ἰδιαζόντως προαισθαντικό Ἔργο 2, μέ χρονολογία 1907 – τή μετάφραση στά ἱσπανικά τοῦ «Εὐτυχισμένου πρίγκιπα» τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ; Τό νά ὑποστηρίξουμε σήμερα ὅτι ὁ «Πιέρ Μενάρ, συγγραφεύς τοῦ Δόν Κιχώτη» εἶναι ἕνα ἀμιγές θαῦμα ἀνθρώπινης ἐπινόησης, ὅτι οἱ πολλές ἕδρες τῆς συνεσταλμένης ἰδιοφυΐας τοῦ Μπόρχες ἀποκρυσταλλώνονται σχεδόν πλήρως σέ αὐτή τή λιτή ἱστορία, εἶναι κοινός τόπος. Πόσοι ὡστόσο κατέχουν τήν editio princeps [πρώτη ἔκδοση] τοῦ El Jardin de Senderos Que Se Bifurcan (Μπουένος Ἄιρες, 1941) ὅπου δημοσιεύτηκε ἐκεῖνο τό ἀφήγημα; Μόλις δέκα χρόνια πρίν, ἀποτελοῦσε σημάδι ἀπόκρυφης πολυμάθειας τό νά γνωρίζει κανείς ὅτι ὁ Μποῦστος Ντομέκ ἦταν τό κοινό ψευδώνυμο τοῦ Μπόρχες καί τοῦ στενοῦ συνεργάτη του, τοῦ Ἀδόλφο Μπιόι Κασάρες, καί ὅτι ὁ Μπόρχες, πού μαζί μέ τήν Ντέλια Ἰνχενιέρος δημοσίευσαν μιά ἐμπεριστατωμένη μονογραφία γιά τήν ἀρχαία γερμανική καί ἀγγλοσαξονική λογοτεχνία (Μεξικό, 1951), ἦταν ὄντως ὁ Δάσκαλος. Τέτοιες πληροφορίες ἦταν καλά φυλαγμένες, διαδίδονταν φειδωλά, ἦταν συχνά ἀδύνατο νά μαθευτοῦν, ὅπως τά ποιήματα, οἱ ἱστορίες, τά δοκίμια τοῦ Μπόρχες – αὐτά καθαυτά σκόρπια, ἐξαντλημένα, ψευδώνυμα. Θυμᾶμαι παλιά ἕναν εἰδήμονα, στό σπηλαιῶδες βάθος ἑνός βιβλιοπωλείου στή Λισσαβόνα, νά μοῦ δείχνει – ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1950–  τή μετάφραση τοῦ Μπόρχες στό Ὀρλάντο τῆς Βιρτζίνια Γούλφ, τόν πρόλογό του σέ μιά ἔκδοση τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Κάφκα στό Μπουένος Ἄιρες, τό σπουδαῖο δοκίμιό του γιά τήν τεχνητή γλώσσα πού ἐπινόησε ὁ ἐπίσκοπος Τζόν Γουίλκινς, δημοσιευμένο στό Nación τό 1942, καί (τό σπανιότερο τῶν σπάνιων ἀντικειμένων) τό Dimensions of My Hope, μιά συλλογή σύντομων δοκιμίων πού ἐκδόθηκαν τό 1926 ἀλλά, κατόπιν ἐπιθυμίας τοῦ Μπόρχες, δέν ἐπανεκδόθηκαν ποτέ. Αὐτά τά λεπτά ἀντικείμενα μοῦ παρουσιάστηκαν σέ μιάν ἀτμόσφαιρα ἀπαιτητικῆς συγκατάβασης. Καί δικαίως. Ἄργησα νά φτάσω στό μυστικό μέρος.

Ἡ ἀποφασιστική στιγμή ἦρθε τό 1961. Ὁ Μπέκετ καί ὁ Μπόρχες ἔλαβαν ἀπό κοινοῦ τό βραβεῖο Formentor. Ἕναν χρόνο ἀργότερα, οἱ Λαβύρινθοι καί οἱ Μυθοπλασίες τοῦ Μπόρχες ἐκδόθηκαν στά ἀγγλικά. Τά βραβεῖα ἔπεσαν βροχή. Ἡ ἰταλική κυβέρνηση ἔκανε τόν Μπόρχες Κομεντατόρε. Μέ πρόταση τοῦ Μαλρώ, ὁ ντέ Γκώλ ἀπένειμε στόν διαπρεπή συγγραφέα καί δάσκαλο τῶν μύθων τόν τίτλο τοῦ Ἱππότη τοῦ Τάγματος Γραμμάτων καί Τεχνῶν. Ὁ ξαφνιασμένος λέοντας βρέθηκε νά δίνει διαλέξεις στή Μαδρίτη, στό Παρίσι, στή Γενεύη, στό Λονδίνο, στήν Ὀξφόρδη, στό Ἐδιμβοῦργο, στό Χάρβαρντ, στό Τέξας. «Σέ ὥριμη ἡλικία», συλλογίζεται ὁ Μπόρχες, «ἄρχισα νά ἀνακαλύπτω ὅτι πολλοί ἄνθρωποι ἀνά τόν κόσμο ἐνδιαφέρονταν γιά τό ἔργο μου. Μοιάζει παράξενο: πολλά γραπτά μου μεταφράστηκαν στά ἀγγλικά, σουηδικά, γαλλικά, ἰταλικά, γερμανικά, πορτογαλικά, σέ μερικές σλαβικές γλῶσσες, στά δανέζικα. Καί αὐτό μοῦ προκαλεῖ πάντα μεγάλη ἔκπληξη, καθώς θυμᾶμαι ὅτι ἐξέδωσα ἕνα βιβλίο – πρέπει νά ἦταν τό 1932, νομίζω–  καί στό τέλος τοῦ χρόνου βρῆκα ὅτι εἶχε πουλήσει μόλις τριάντα ἑπτά ἀντίτυπα!» Ἕνας μικρός ἀριθμός, πού ὡστόσο τόν ἀποζημίωσε: «Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι πραγματικοί, ἐννοῶ καθένας τους ἔχει τό δικό του πρόσωπο, ἔχει μιά οἰκογένεια, ζεῖ σέ ἕναν συγκεκριμένο δρόμο. Διότι ἄν πουλήσεις, ἄς ποῦμε, δύο χιλιάδες ἀντίτυπα, εἶναι τό ἴδιο μέ τό νά μήν πουλήσεις τίποτα, ἀφοῦ δύο χιλιάδες εἶναι ἕνας τεράστιος ἀριθμός –  ἐννοῶ γιά νά τόν συλλάβει ἡ φαντασία… Ἴσως δεκαεπτά νά ἦταν καλύτερα, ἤ ἀκόμα καί ἑπτά». Καθένας ἀπό αὐτούς τούς ἀριθμούς παίζει ἕναν συμβολικό ρόλο, ὅπως συμβαίνει στούς μύθους τοῦ Μπόρχες μέ τήν καβαλιστική φθίνουσα σειρά.

Για να διαβάσετε τη συνέχεια του κειμένου, αγοράστε το τεύχος.


Ἀπό τή συλλογή δοκιμίων τοῦ George Steiner, Ὁ “χαμένος κῆπος” καί ἄλλα δοκίμια (μτφρ. Γ. Λαμπράκος, Πατάκης, ὑπό ἔκδοση). Τό κείμενο αὐτό πρωτοδημοσιεύτηκε στό περιοδικό The New Yorker, στίς 20 Ἰουνίου 1970. Ἀξίζει νά σημειώσουμε ὅτι σέ αὐτό τό δοκίμιο παραπέμπει καί ὁ βιογράφος τοῦ Μπόρχες, Τζέημς Γούνταλ (βλ. Jorge Luis Borges: Ὁ ἄνθρωπος στόν καθρέφτη τοῦ βιβλίου, μτφρ. Α. Χατζόπουλος, Νεφέλη, Ἀθήνα 2003, σ. 308).