ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΘΩΜΑΣ ΣΚΑΣΣΗΣ
Εἶναι μάταιο καί ἀνόητο νά λέμε ὅτι γνωρίζουμε ἀρχαῖα ἑλληνικά, ὅταν ἐξαιτίας τῆς ἀμάθειάς μας θά ἤμασταν τελευταῖοι σέ ὁποιαδήποτε σχολική τάξη, ὅταν δέν ξέρουμε πῶς προφέρονταν οἱ λέξεις, ποῦ ἀκριβῶς θά ἔπρεπε νά γελάσουμε ἤ πῶς ἔπαιζαν οἱ ἠθοποιοί, κι ὅταν ἀνάμεσα σέ αὐτόν τόν ξένο λαό καί σ’ ἐμᾶς δέν ὑπάρχει μόνο διαφορά φυλῆς καί γλώσσας, ἀλλά καί τεράστια διάσταση παραδόσεων. Ἀκόμη πιό παράδοξο εἶναι τό νά θέλουμε νά μάθουμε ἀρχαῖα ἑλληνικά, νά προσπαθοῦμε νά τά μάθουμε, νά ἀνατρέχουμε διαρκῶς σέ αὐτά καί νά σκαρφιζόμαστε πάντοτε κάποιο νόημα γι’ αὐτά, ποιός ξέρει ἀπό τί ἑτερόκλητα ἀποσπάσματα καί μέ πόσο μικρή ὁμοιότητα μέ τό ἀληθινό νόημα τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν.
Καταρχήν, εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἑλληνική λογοτεχνία εἶναι ἀπρόσωπη. Οἱ λίγες ἑκατοντάδες χρόνια πού χωρίζουν τόν Τζών Πάστονsup>[1] ἀπό τόν Πλάτωνα καί τό Νόριτς ἀπό τήν Ἀθήνα, δημιουργοῦν ὁλόκληρο χάσμα, τό ὁποῖο ἀποκλείεται νά γεφυρώσει ποτέ τό τεράστιο κύμα τῆς εὐρωπαϊκῆς πολυλογίας. Ὅταν ἐμεῖς διαβάζουμε τόν Τσῶσερ, μᾶς παίρνει ἀσυναίσθητα στίς πλάτες του τό ρεῦμα τῆς ζωῆς τῶν προγόνων μας καί μᾶς πηγαίνει σέ αὐτόν, ἐνῶ ἀργότερα, καθώς αὐξάνονται οἱ μαρτυρίες καί ἐπιμηκύνονται οἱ ἀναμνήσεις, σπανίως ὑπάρχει μορφή χωρίς φωτοστέφανο συναναστροφῶν, χωρίς δική της ζωή καί ἀλληλογραφία, σύζυγο καί οἰκογένεια, σπίτι, χαρακτήρα καί εὐτυχισμένες ἤ θλιβερές καταστροφές. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ὅμως παραμένουν κλεισμένοι στό δικό τους ὀχυρό. Ἡ εἱμαρμένη ὑπῆρξε κι ἐδῶ καλή μαζί τους· τούς ἔσωσε ἀπό τήν εὐτέλεια. Τόν Εὐριπίδη τόν ἔφαγαν τά σκυλιά· ὁ Αἰσχύλος σκοτώθηκε ἀπό πέτρα·sup>[2] ἡ Σαπφώ ἔπεσε ἀπό ἕναν βράχο. Αὐτά εἶναι ὅλα ὅσα γνωρίζουμε γι’ αὐτούς. Τό μόνο πού μᾶς ἀπομένει εἶναι ἡ ποίησή τους.
Ὅλα τοῦτα ὅμως δέν εἶναι καί μᾶλλον δέν θά μπορέσει ποτέ νά εἶναι ἐντελῶς ἀλήθεια. Παίρνετε ὅποιο θεατρικό ἔργο τοῦ Σοφοκλῆ θέλετε, διαβάζετε
Ὦ τοῦ στρατηγήσαντος ἐν Τροίᾳ ποτέ, Ἀγαμέμνονος παῖ,[3]
κι ἀμέσως τό μυαλό ἀρχίζει νά κατασκευάζει ἕναν δικό του περίγυρο. Φτιάχνει ἕνα στοιχειῶδες σκηνικό γιά λογαριασμό τοῦ Σοφοκλῆ καί φαντάζεται ἕνα χωριό σέ κάποιο ἀπομακρυσμένο σημεῖο τῆς χώρας, κοντά στή θάλασσα. Τέτοια χωριά ἐξακολουθοῦν νά ὑπάρχουν καί στίς μέρες μας στά πιό ἀπάτητα μέρη τῆς Ἀγγλίας, κι ὅταν φτάνει κανείς στά πρῶτα σπίτια εἶναι δύσκολο νά μή νιώσει πώς ἐδῶ, σέ αὐτό τό σύμπλεγμα ταπεινῶν κατοικιῶν, τῶν ἀπομονωμένων ἀπό τόν σιδηρόδρομο καί τήν πόλη, ὑπάρχουν ὅλα τά συστατικά τῆς ὁλοκληρωμένης ὕπαρξης. Ἀπό τή μιά τό Πρεσβυτέριο, παραδίπλα τό ἀρχοντικό, τό ἀγρόκτημα καί τά σπιτάκια, πιό ἐκεῖ ἡ ἐκκλησία γιά τή λατρεία, ἡ λέσχη γιά τίς συναθροίσεις, τό γήπεδο τοῦ κρίκετ γιά τό παιχνίδι. Ἡ ζωή ἐδῶ εἶναι ὀργανωμένη γύρω ἀπό τίς βασικές λειτουργίες της. Κάθε ἄντρας καί κάθε γυναίκα ἔχει τή δουλειά του· ὅλοι ἐργάζονται γιά τήν ὑγεία ἤ τήν εὐτυχία τῶν ὑπολοίπων. Κι ἐδῶ, σέ τούτη τή μικρή κοινότητα, οἱ χαρακτῆρες τῶν ἀνθρώπων ἀποτελοῦν μέρος τῆς κοινῆς παρακαταθήκης· ὅλοι γνωρίζουν τίς ἰδιοτροπίες τοῦ παπᾶ, τά ἐλαττώματα τῶν μεγαλοκυράδων, τόν καβγά τοῦ σιδερᾶ μέ τόν γαλατά, τίς ἐρωτοτροπίες καί τά ζευγαρώματα ἀγοριῶν καί κοριτσιῶν. Ἐδῶ ἡ ζωή κυλάει στά ἴδια αὐλάκια ἐπί αἰῶνες, ἔθιμα ἔχουν γεννηθεῖ, θρύλοι ἔχουν συνδεθεῖ μέ βουνοκορφές καί μοναχικά δέντρα, καί τό χωριό ἔχει τήν ἱστορία, τά πανηγύρια καί τίς ἀντιζηλίες του.
Ἐκεῖνο πού δέν ταιριάζει διόλου εἶναι τό κλίμα. Ἄν προσπαθήσουμε νά φανταστοῦμε ἐδῶ τόν Σοφοκλῆ, πρέπει νά σβήσουμε τήν κάπνα, τήν ὑγρασία καί τήν πυκνή ὁμίχλη. Πρέπει νά ὀξύνουμε τίς γραμμές τῶν λόφων. Ἀντί γιά δάση καί φυλλωσιές, πρέπει νά φέρουμε στόν νοῦ μας τήν ὀμορφιά τῆς πέτρας καί τῆς γυμνῆς γῆς. Καί φυσικά, ὅταν ὑπάρχει ζέστη, λιακάδα καί μῆνες ὁλόκληροι καλοκαιρίας, ἡ ζωή εἶναι ἐντελῶς διαφορετική· διεξάγεται ἔξω ἀπό τά σπίτια μέ ἀποτέλεσμα, ὅπως ξέρουν ὅσοι ἔχουν ἐπισκεφθεῖ τήν Ἰταλία, τά μικρογεγονότα νά συζητοῦνται στό δρόμο καί ὄχι στό σαλόνι, καί νά παίρνουν πιό δραματικές διαστάσεις, κάνοντας τόν κόσμο ὁμιλητικό κι ἐμφυσώντας του αὐτή τή σαρκαστική, περιπαικτική σβελτάδα τοῦ μυαλοῦ καί τοῦ λόγου, πού ἀπαντᾶται στίς φυλές τοῦ νότου καί ἡ ὁποία δέν μοιάζει καθόλου μέ τήν ἄτονη ἐπιφυλακτικότητα, τή χαμηλότονη ὁμιλία καί τήν κατσούφικη ἐσωστρεφή μελαγχολία τῶν ἀνθρώπων πού ἔχουν συνηθίσει νά ζοῦν πάνω ἀπό τό μισό χρόνο μέσα στό σπίτι τους.
Για να διαβάσετε τη συνέχεια του κειμένου, αγοράστε το τεύχος.
2. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ὁ Αἰσχύλος σκοτώθηκε ἀπό μιά χελώνα, τήν ὁποία ἔριξε ἕνας ἀετός, μπερδεύοντας τό φαλακρό κεφάλι του μέ κοτρόνα.↩
3. Πρῶτοι στίχοι τῆς τραγωδίας Ἠλέκτρα, μτφρ. Κ. Ταμβάκης, Δ.Ι. Ζαχαρόπουλος, χ.χ.↩