ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Νίκος Βουτυρόπουλος
Η παρουσα μεταφραστική προσπάθεια ἀποτελεῖ νύξη σέ ἕνα ἀπό τά πλέον ἀντιπροσωπευτικά καί ἐπιδραστικά κινήματα στήν τέχνη τοῦ 20οῦ αἰώνα, τό κίνημα τοῦ ἐξπρεσιονισμοῦ. Στή λογοτεχνία ὁ ὅρος ἐξπρεσιονισμός χρησιμοποιεῖται γιά πρώτη φορά τόν Ἰούλιο τοῦ 1911 σέ ἄρθρο τοῦ Κούρτ Χίλλερ, ἀκτιβιστῆ συγγραφέα καί ἱδρυτῆ τοῦ βερολινέζικου «Neuer Club», γιά νά περιγράψει τό ὕφος καί τό περιεχόμενο τῆς νέας γερμανόφωνης ποίησης. Τόσο ὁ συγκεκριμένος ὄρος ὅσο καί ἡ θέση του στήν ἱστορία τῆς τέχνης ἔχουν κατά καιρούς ἔντονα ἀμφισβητηθεῖ, ἀπό κριτικούς (Γκέοργκ Λούκατς) ἀλλά καί ἀπό λογοτέχνες τοῦ κινήματος. Τό ἰδεολογικό καί κοινωνικό περιβάλλον, μέσα στό ὁποῖο γεννήθηκε αὐτό τό κίνημα (περίπου 1910-1925), εἶναι ἀπό τά πλέον αἰνιγματικά στή νεότερη εὐρωπαϊκή ἱστορία, καί τά γενικά χαρακτηριστικά του θά μποροῦσαν ἴσως νά ἀποδοθοῦν μέ δύο μόνο λέξεις: ποικιλία καί σύγχυση. Ἡ νέα τάξη πραγμάτων ὅπως ἐπιβλήθηκε ἀπό τή βιομηχανική ἐπανάσταση καί τή δημιουργία ἐθνικῶν κρατῶν, ἀπό τήν πτώση τῶν παλιῶν αὐτοκρατοριῶν καί τήν ἀνεξέλεγκτη ἀστικοποίηση, ὁδήγησε μέσα σέ λίγες μόλις δεκαετίες στή φρίκη τοῦ Μεγάλου Πολέμου. Παράλληλα, ἡ ἐξελικτική κοσμοθεωρία, τό ἰδιαίτερο ὁρόσημο τοῦ 19ου αἰώνα, ὑπονομεύοντας τίς παραδοσιακές ἀξίες, ἐξαφάνισε παλιές ἀλληλουχίες ἰδεῶν πού εἶχαν ὀργανώσει καί κατευθύνει τήν τέχνη καί τή σκέψη γιά χιλιετίες. Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ἐξουσίας τοῦ λόγου πάνω στίς ἀνθρώπινες λειτουργίες ὑποστηρίχθηκε ἀπό πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις, ἀπό τή φροϋδική θεωρία καί τόν νιτσεϊκό στοχασμό ὥς τόν κοινωνικό προβληματισμό τοῦ Σορέλ ἤ τοῦ Παρέτο. Μέσα σέ αὐτόν τόν ἀβέβαιο καί κατακερματισμένο περίγυρο τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰώνα ἡ τέχνη κατάφερε νά προβάλει μιά ἀπεικόνιση τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου ὅπου κυριαρχοῦσε ὁ διαμελισμός τῆς ἐμπειρίας καί ἡ αὐθαίρετη, συχνά ἀσυνάρτητη, ἀντιπαράθεση τῶν διαμελισμένων μελῶν της. Στή Γερμανία, οἱ ἐξπρεσιονιστές ζωγράφοι ἵδρυσαν δύο σχολές, στή Δρέσδη τό 1905 (Die Brücke) καί ἀργότερα στό Μόναχο (Der Blaue Reiter), παρουσιάζοντας μιά ἀνησυχαστική ὄψη τοῦ κόσμου καί προετοιμάζοντας τό ἔδαφος γιά τίς νέες τάσεις πού δέν θά
ἀργήσουν νά ἀναφανοῦν καί στή λογοτεχνία. Στό Βερολίνο θά ἱδρυθεῖ τό 1910 ὁ Κύκλος τῆς Θύελλας ἀπό τόν μουσικό καί συγγραφέα Χέρβαρτ Βάλντεν (Herwarth Walden), ὁ ὁποῖος μέ ἐκδόσεις, ὁμιλίες, ἐκθέσεις καί παραστάσεις καμπαρέ καί θεάτρου θά προωθήσει τά νέα κινήματα τῆς εὐρωπαϊκῆς πρωτοπορίας. Ἡ καινούρια τεχνοτροπία εἶχε ἤδη ἐμφανιστεῖ μερικά χρόνια πρίν στή Βιέννη, μέ τά θεατρικά ἔργα τοῦ ζωγράφου Ὄσκαρ Κοκόσκα, προαναγγέλλοντας ἔτσι τά βασικά χαρακτηριστικά τοῦ γερμανικοῦ ἐξπρεσιονιστικοῦ δράματος, ἀρχικά στή θεατρική τέχνη καί ἀργότερα στόν κινηματογράφο. Στή δεύτερη δεκαετία τοῦ 20οῦ αἰώνα, ὁ γερμανικός λογοτεχνικός ἐξπρεσιονισμός ἔχει πλέον καθορισμένες τίς βασικές κατευθύνσεις του καί ἐξελιγμένη τήν ἐκφραστική δυναμική του. Μέ τό πάθος καί τήν ὑπερβολή του προβληματίζει καί προκαλεῖ τόν ἀναγνώστη, ἐνῶ ἡ θεματολογία πού κυριαρχεῖ, ἀγγίζει τόσο κοινωνικά ζητήματα (ἐπανάσταση, βία, παγκόσμια συμφιλίωση, οἰκογενειακές σχέσεις) ὅσο καί ἀτομικές ἀγωνίες (ὄνειρα, ἐμμονές, μυστικιστικές τάσεις). Τά ποιήματα πού σταχυολογοῦνται ἐδῶ, ἀντιπροσωπεύουν ὁρισμένες ἐξέχουσες κατακτήσεις στή γλώσσα ἀπό τούς κυριότερους ποιητές τῆς πρώιμης φάσης τοῦ ἐξπρεσιονισμοῦ, δηλαδή πρίν ἀπό τόν Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Ἡ χρήση τῆς αὐτόνομης μεταφορᾶς, ἡ ἀντιπαράθεση ἀνόμοιων εἰκόνων, τό παραλήρημα καί ὁ ψελλισμός μέ τό σπάσιμο τοῦ στίχου, τά χρωματικά σύμβολα, ὁρισμένες φορές ἡ ρητορική καί ὁ στόμφος, ἡ αἰσθητική τοῦ μακάβριου καί οἱ νεολογισμοί, ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν τά ἐκφραστικά μέσα τοῦ νέου λυρισμοῦ, μέ ἀναγνωρίσιμες ἐπιρροές ἀπό τήν ποίηση τοῦ Μπωντλέρ καί τοῦ Ρεμπώ, καθώς καί ἀπό τή νιτσεϊκή σκέψη. Ὁ ἀγώνας τοῦ καλλιτέχνη καί διανοουμένου γιά λύτρωση ἀπό τήν κοινωνία εἶναι ἕνα ἰδιάζον ἐξπρεσιονιστικό θέμα, ὄχι μόνο στήν ποίηση ἀλλά καί στή μουσική καί στό θέατρο. Οἱ ἐκρήξεις στά μελοδράματα τοῦ Ἄρνολντ Σαῖνμπεργκ καί τοῦ Ἄλμπαν Μπέργκ, ὅπως καί ἡ ἰδέα τῆς ἀνάγκης ἑνός καινούριου ἀνθρώπου στά ἔργα τοῦ Κάρλ Στέρνχαϊμ, τοῦ Γκέοργκ Κάιζερ καί τοῦ Φράνκ Βέντεκιντ, θά περάσουν στήν ἄλλη ἀκτή τοῦ Ἀτλαντικοῦ καί θά ἐπηρεάσουν τή μεταπολεμική ἀμερικανική διανόηση καί τέχνη.
Ἀπό τήν ποιητική παραγωγή ἐκείνης τῆς ἐποχῆς δέν λείπει ἡ παραφουσκωμένη ρητορική καί τό χαοτικό ξέσπασμα, ὅπως γιά παράδειγμα ἀναδεικνύεται μέσα ἀπό τούς στίχους τοῦ Γιοχάννες Μπέχερ στό ποίημά του
«Ὁ ἄνθρωπος ὀρθώνεται!». Συνθήματα γιά μιά νέα πραγματικότητα καί ἕναν νέο ἄνθρωπο συναντῶνται στίς ἐπικοῦ ὕφους συνθέσεις τοῦ Φράντς Βέρφελ, ὅπου ἐπικρατεῖ τό αἴσθημα τῆς ἀδερφοσύνης καί τῆς ἀγαλλίασης. Ἀντίθετα, στόν Γκέοργκ Χάυμ, τόν Ἄλφρεντ Λίχτενσταϊν καί τόν Γιάκομπ βάν Χόντις, τά ὁράματα εἶναι ἐσχατολογικά καί μακάβρια, ἐνῶ ἡ μεταφυσική τοῦ Ἐρνστ Στάντλερ ἔχει ἐμφανεῖς συγγένειες μέ αὐτήν τοῦ Γουώλτ Γουίτμαν. Ἰδιαίτερη περίπτωση ἀποτελεῖ ἡ ποίηση τοῦ Αὐστριακοῦ Γκέοργκ Τράκλ, ἡ ὁποία βασίζεται κυρίως στήν ἐναλλαγή εἰκόνων καί μεταφορῶν, ἔτσι πού τά ποιήματά του μοιάζουν ἄλλοτε μέ καταγραφές ἀλλόκοτων ὀνείρων, ἄλλοτε μέ παραληρήματα. Ἐξίσου ἰδιαίτερος καί καινοτόμος εἶναι ὁ Ἄουγκουστ Στράμ (August Stramm), τόσο στήν πρόζα ὅσο καί στήν ποίηση, ὁ ὁποῖος κυριολεκτικά σπάει τήν παραδοσιακή στιχουργική, καταργεῖ τή σύνταξη καί ἐμμένει στόν κατά Καντίνσκι «ἐσώτερο ἦχο», παραθέτοντας στούς στίχους του νέες σύνθετες λέξεις, κυρίως οὐσιαστικά, καί καταργώντας τό νόημα μέ τόν ἀποσπασματικό λόγο καί τή σχεδόν φουτουριστική τάση γιά ἀφαίρεση. Ὁ σκληρός κυνισμός καί ὁ χλευασμός γιά τή μοντέρνα ἀντίληψη εἶναι τά χαρακτηριστικά τῆς πολύ ἰδιόφωνης ποίησης τοῦ Γκόττφρηντ Μπέν, ἐνῶ τό ὀνειρικό στοιχεῖο καί τό θρησκευτικό συναίσθημα εἶναι κυρίαρχα στήν Ἔλζε Λάσκερ-Σύλερ. Ἐκτός ἀπό αὐτούς τούς δέκα βασικούς ἐκπροσώπους τοῦ πρώιμου λυρικοῦ ἐξπρεσιονισμοῦ ὑπάρχει μιά πληθώρα σπουδαίων δημιουργῶν, ὅπως ὁ Μπέρτολντ Μπρέχτ καί ὁ Ὑβάν Γκόλ, πού ἐνῶ ἀρχικά ἀσπάστηκαν τόν ἐνθουσιασμό καί τήν τεχνική τοῦ νέου κινήματος, ἀργότερα, ἀπό τήν ἐποχή τῆς Δημοκρατίας τῆς Βαϊμάρης καί μετά, ἀκολούθησαν διαφορετικούς δρόμους, ὅταν ὁ ἐξπρεσιονισμός, ὥριμος πιά, ἔδινε τή θέση του σέ ἄλλα κινήματα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ μοντερνισμοῦ. Τελικά, ὁ ἐξπρεσιονισμός μοιάζει, πάνω ἀπ’ ὅλα, νά εἶναι ἕνα εἶδος στάσης ἀπέναντι σέ συγκεκριμένα ζητήματα, ὅπως τό παράλογο καί ἡ καθημερινότητα, ἡ ἐξουσία καί ἡ ἀδικία, ἡ ἐλεύθερη ἔκφραση καί ἡ θρησκευτική ἀναζήτηση, τό ἀνθρωπιστικό ἰδανικό καί οἱ καταστροφικές ἀκρότητες, ζητήματα διαχρονικά πού μέχρι σήμερα δέν ἔχουν ἐπιλυθεῖ συλλογικά.
Εὐχαριστῶ τή Μαρία Τοπάλη γιά τήν προθυμία καί τήν ὑπομονή της νά διαβάσει καί νά διορθώσει τό χειρόγραφο.
JOHANNES BECHER [1891-1958]
Ὁ ἄνθρωπος ὀρθώνεται!
Καταραμένε αἰώνα! Χαοτικέ! Ἄμουσε! Τό πιό φτωχό δέλεαρ,
ἄνθρωπε ἐσύ, αἰωρεῖσαι ἀνάμεσα στό βάσανο καί τή
λάμψη τῆς ὁμιχλώδους τρέλας.
Τυφλωμένος. Σκλάβος. Πανικόβλητος. Λέπρα καί ξινίλα.
Μέ πρησμένο μάτι. Λύσσα φαρμάκι. Ἀπ’ τό σφύριγμα
ἑνός καυτοῦ κεράτου.
Ἀλλά
Πάνω ἀπ’ τοῦ λαιμοῦ τό σταυρό πλανιέται ἁπαλά ἀπέραντος
αἰθέρας.
Ἔξω λοιπόν ἀπ’ τούς τάφους, τά γραφεῖα, τά ἱδρύματα,
τούς βόθρους, τά καταγώγια τῆς κόλασης!
Χοροί τοῦ ἥλιου καλοῦν μέ ὕμνους τούς τυφλούς
τῶν σπηλαίων.
Καί
Πάνω ἀπ’ τά ματωμένα βάθη τῆς θάλασσας τοῦ πολέμου
Ἀκτινοβολεῖ αἰώνια τό ἀπαράλλακτα μαγικό ἀστέρι τοῦ Θεοῦ.
Στρατιώτη ἐσύ!
Δήμιε ἐσύ καί ληστή! Τό πιό φοβερό μαστίγιο τοῦ Θεοῦ!
Πότε ἐπιτέλους
–ρωτῶ μέ θλίψη καί ἄγρια ἀνυπομονησία–
Πότε ἐπιτέλους θά γίνεις ἀδερφός μου;;
Ὅταν
Τό φονικό μαχαίρι μέσα σου καρφωθεῖ.
Θά ἐπιστρέψεις ἄοπλος μπροστά σέ τάφους κι ἐχθρούς:
Ἕνας λιποτάκτης! Ἕνας ἥρωας! Εὐγνώμων! Εὐλογημένος!
Ὀργισμένος θά πετάξεις μακριά τά κομμάτια τοῦ ἐγκληματικοῦ ὅπλου.
Χωρίς ἔγνοια θά ἀποσυρθεῖς ἀπό τό «καταραμένο καθῆκον καί τήν ἐνοχή»
Καί θ’ ἀρνηθεῖς τή φτηνή σκυλίσια ὑπηρεσία σου χλευάζοντας ἀνοικτά
ὅλους τούς ἐκμεταλλευτές, τούς τυράννους καί τούς ἐργοδότες.
[…]
Πές μου, ἀδερφέ μου, ποιός εἶσαι;
Τρελός. Δολοφόνος. Θύτης καί θύμα.
Καρτέρι στήνεις στό φτωχό κόκαλο τοῦ διπλανοῦ σου.
Βασιλιάς αὐτοκράτορας στρατηγός
Καταπίνεις χρυσάφι. Πόρνη τῆς Βαβυλώνας καί σαπίλα.
Μίσος ἐκδίκησης. Γεμάτο πορτοφόλι καί διπλωμάτης.
Ἤ μήπως
Τέκνο τοῦ Θεοῦ!!;;
[…]
Ἄκου τί λές! Γίνε συγκεκριμένος!
Γίνε τολμηρός καί σκέψου!
Ἄνθρωπε: ἐσύ ἀπάνθρωπε, μοναχικέ χασομέρη, ἁμαρτωλέ
τελώνη ἀδερφέ καί προδότη: ποιός εἶσαι!!
Γύρνα στόν τάφο! Ἁπλώσου πόθησε!
Ἀνάπνευσε! Ἀποφάσισε ἐπιτέλους! Ἄλλαξε!
Ἀγροικία ἤ ἐξορία μ’ ἀγκάθια.
Ἐπιλεγμένο νησί ἤ βάλτος ληστῶν.
Ἐρειπωμένο κελάρι, λαμπρέ προφήτη καί φλόγες τοῦ Σινᾶ.
Ρυθμός ἁμαξοστοιχίας καί φρένου οὐρλιαχτό.
Ἄνθρωπε ἄνθρωπε ἀδερφέ μου ποιός εἶσαι!;
[…]
Ὑπάρχει ἀκόμη καιρός!
Στή συγκέντρωση! Στό ξεκίνημα! Στήν πορεία!
Στό βῆμα στήν πτήση στό ἅλμα ἀπ’ τή βιβλική νύχτα!!!
Ὑπάρχει ἀκόμη καιρός –
Ἄνθρωπε ἄνθρωπε ἄνθρωπε ὀρθώσου ὀρθώσου!!
Για να διαβάσετε τη συνέχεια, αγοράστε το τεύχος.
Εικόνα: Nollendorfplatz, Ernst Ludwig Kirchner, 1912