ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ
i. Μικρό χρονικό μιᾶς μετάφρασης «πολλῶν χεριῶν»
Τό 2005, ὁ Κωνσταντῖνος Βήτα ἔγραφε τή μουσική γιά τά τραγούδια ἀπό τόν «Καλό ἄνθρωπο τοῦ Σετσουάν» τοῦ Μπρέχτ, πού θά ἀνέβαζε τόν ἑπόμενο χρόνο στό θέατρο «Σφενδόνη» ἡ Ἄννα Κοκκίνου σέ μετάφραση Ἄννυς Κολτσιδοπούλου καί σκηνοθεσία Ἄγγελου Μέντη. Γιά τίς ἀνάγκες τῆς σύνθεσης, χρειαζόταν μιά ρυθμική ἀπόδοση μέ ἰσόρροπο ἀριθμό συλλαβῶν ἀνά στίχο. Χωρίς νά μοῦ τό ζητήσει, προσφέρθηκα νά τόν βοηθήσω. Θά προσπαθήσω εἶπα, ἄν σοῦ ἀρέσει τά κρατᾶς. Εἶχε μαζί του καί μοῦ ἔδωσε κάτι φωτοτυπίες μέ τά τραγούδια στήν ἀγγλική μετάφρασή τους ἀπό τόν John Willett. Ἡ μετάφραση αὐτή ἦταν ἔγκυρη, ἀλλά δέν ἔπαυε νά εἶναι μετάφραση. Ξεκίνησα ἔτσι μία ἀνορθόδοξη, διαμεσολαβημένη σχέση μέ τά κείμενα αὐτά τοῦ Μπρέχτ. Τά παίδεψα γιά μέρες, ὑπῆρχε διορία, παρέδωσα στόν Κωνσταντίνο μιά ἐκδοχή. Οἱ ἐκδοχές μου κάποιων τραγουδιῶν τόν βόλεψαν καί τίς κράτησε. Εἶδα τήν παράσταση τόν ἑπόμενο χρόνο στήν Ἀθήνα. Θυμήθηκα τήν πρώτη φορά πού εἶχα δεῖ τό ἔργο, στά δεκαέξι μου στή Θεσσαλονίκη, σέ μιά παράσταση τῆς Πειραματικῆς Σκηνῆς τῆς Τέχνης, ὅπου εὐτυχῶς ἐδέησε νά μᾶς σύρει τότε τό σχολεῖο.
Οἱ μεταφράσεις αὐτές παρέμεναν καιρό στό συρτάρι μου. Ποῦ καί ποῦ τίς κοιτοῦσα μέ ἕνα εἶδος ἐνοχῆς: μοῦ ἄρεσαν, ἀλλά δέν ἦταν «νόμιμες», τίς εἶχα δουλέψει ἀπό τά ἀγγλικά. Ἔπειτα σχεδόν τίς ξέχασα, ξεχνώντας σχεδόν καί τό ἄλλο: τά γερμανικά μου δέν εἶναι τόσο κακά, θά μποροῦσα ὄντως νά ψάξω τό γερμανικό πρωτότυπο καί νά δῶ τί διαμεσολαβημένα ψάρια εἶχα πιάσει. Ὅμως αὐτό θά σήμαινε πώς θά χαλοῦσα μιά μορφή πού εἶχε ἤδη παγιωθεῖ καί χρησιμοποιηθεῖ. Τό πράγμα θά ἦταν πιά κάτι ἄλλο.
Καθόλου τυχαῖα, ξαναθυμήθηκα τά τραγούδια ὅταν ἡ πολιτική καί οἰκονομική κρίση τοῦ καιροῦ μας ἄρχισε νά μοῦ τά φέρνει συνεχῶς μπροστά καί μέσα μου: σπαράγματα στίχων πού ταίριαζαν γάντι σέ ὅ,τι περνοῦμε. Παρακάλεσα τή Μαρία Τοπάλη νά μέ βοηθήσει. Ἔλεγξε πρόθυμα τό γερμανικό πρωτότυπο σέ σχέση μέ τήν ἀπόδοσή μου, ἔκανε τίς πολύτιμες παρατηρήσεις της, μέ διόρθωσε, μέ ἐνθάρρυνε. Τήν εὐχαριστῶ πραγματικά γι’ αὐτό. Πῆρα τότε θάρρος καί κοίταξα κι ἐγώ μέ τή σειρά μου τό κείμενο στά γερμανικά. Διαπίστωσα παραδόξως ὅτι μέσω μιᾶς τρομερά τεθλασμένης ὁδοῦ δέν εἶχα καί πολύ προδώσει τόν Μπρέχτ. Ἔκανα ξανά ἀλλαγές, μικροτροποποιήσεις. Φαίνεται πώς ἡ μεταφραστική διαδικασία εἶναι ἕνας λαβύρινθος πολλῶν διαδρομῶν. Καμιά φορά ξεκινᾶς ἀπό τήν ἔξοδο καί φτάνεις στήν εἴσοδο. Ἕνα σπασμένο καί ἐπανασυναρμολογημένο τηλέφωνο. Αὐτό μοῦ ἔδειξε καί κάτι ἄλλο: ὅπως ἕνα κείμενο εἶναι παλίμψηστο προσλήψεων, ἔτσι καί μία μετάφραση μπορεῖ κατά περίπτωση νά γίνει συμμετοχική διαδικασία. Στή μετάφραση αὐτή ἑνωθήκαμε πρός μία κατεύθυνση τρεῖς φωνές: ὁ Willet, ἐγώ καί ἡ Μαρία. Ἡ συναίρεσή μας πλησιάζει τόν Μπρέχτ, καί αὐτή ἡ συγκατοίκηση, ὅσο ἀνορθόδοξη ἤ ἐπισφαλής, ὑπό μία ἔννοια μέ συγκινεῖ.
ii. Δυό λόγια γιά τό ἔργο (πού λένε καί στά θεατρικά προγράμματα)
Ὁ Καλός ἄνθρωπος τοῦ Σετσουάν, ἔργο παραβολικό, τυπικό παράδειγμα μή ἀριστοτελικοῦ, ἐπικοῦ θεάτρου, ἀπασχολεῖ τόν Μπέρτολτ Μπρέχτ (1898-1956) ἤδη ἀπό τό 1926, ἀλλά ὁλοκληρώνεται τό 1941 μέσα στόν πόλεμο, ἔχοντας περάσει πλεῖστα στάδια ἀναίρεσης στοιχείων, οἰκοδόμησης, ἀργῆς μορφοποίησης. Τό 1930 ὁ Μπρέχτ ἀποφασίζει νά δώσει ἔμφαση στόν παράγοντα τῆς οἰκονομίας καί τῆς ἐκμετάλλευσης, καθώς καί στήν ἀνάλυση τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς μέσα σέ ἕναν χαοτικό κόσμο.
Στό ἔργο, οἱ Θεοί κατεβαίνουν στή γῆ, στήν ἐπαρχία Σετσουάν τῆς Κίνας, ἀναζητώντας ἀγωνιωδῶς ἕναν καλό ἄνθρωπο. Ἡ Κίνα εἶναι προσχηματική καί ἀπό μέσα της ξεπηδᾶ μιά ἀποστασιοποιημένη εἰκόνα τῆς Εὐρώπης. Ἀλλά μπορεῖ νά ὑπάρχει καλός ἄνθρωπος σέ ἕναν κακό κόσμο; Γιατί ἡ καλή Σέν Τέ νά πρέπει νά μεταμφιεστεῖ σέ κακό Σουί Τά γιά νά μπορέσει νά ἐπιβιώσει; Ὁ Μπρέχτ βασίζεται ἀρχικά στίς γραφές τῶν Κινέζων φιλοσόφων, πού ἐν μέρει τοῦ ἐπιβεβαιώνουν τά συμπεράσματα στά ὁποῖα εἶχε καταλήξει μέσω τῆς μελέτης τοῦ μαρξισμοῦ: ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀπό τή φύση του καλός, ἀλλά οἱ κοινωνικές συνθῆκες δέν τοῦ ἐπιτρέπουν νά παραμείνει καλός – τό «κακό» ἔχει αἰτίες κοινωνικές. Ὡστόσο, κατόπιν προχωρᾶ ἀκόμη παραπέρα. Φτάνοντας στούς ἀντίποδες τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς, ὁ Μπρέχτ λέει πώς ἀκόμη καί ὁ καλός μέσα σέ ἕναν φαῦλο κόσμο δέν μπορεῖ νά εἶναι καλός. Πρέπει, λοιπόν, νά καλυτερέψει ὁ κόσμος, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νά ἀναγκαστοῦν, νά μήν μποροῦν παρά νά εἶναι καλοί.
Τό 1941 ὁ Μπρέχτ δίνει στό ἔργο τήν τελική του μορφή. Καθώς ἔχει βγεῖ πολύ μεγάλο, γράφει τά τραγούδια καί τά ἰντερμέδια, γιά νά γίνει κατά τι πιό ἐλαφρύ, διασκεδαστικό, εὔληπτο, ἄμεσο, διδακτικό. Στό πρῶτο ἀνέβασμα, τά τραγούδια μελοποιήθηκαν ἀπό τόν Ἑλβετό συνθέτη Χούλντραϊχ Γκέοργκ Φρύχ (Huldreich Georg Früh), γνωστότερη ὅμως παραμένει ἡ μελοποίησή τους τό 1947-48 ἀπό τόν Πάουλ Ντεσσάου (Paul Dessau).
Τό ἔργο περιέχει καί ἄλλα ἐπιμέρους σημεῖα σέ ποιητική μορφή. Ὡστόσο, πέντε εἶναι τά βασικά τραγούδια τοῦ ἔργου, ἐκεῖνα πού ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας τους ὀνόμασε «τραγούδια». Τό ἔργο, λίγο πρίν τόν τελικό ἐπίλογό του, ὁλοκληρώνεται ἤδη μέ τό «Τερτσέτο τῶν Θεῶν πού ἐξαφανίζονται πάνω στό σύννεφο». Δέν ἄντεξα νά μεταφράσω μιά τέτοια ἄδοξη ἀποχώρηση. Τήν παραδίδω λοιπόν ἐδῶ, σέ ὡραία μετάφραση τῆς Ἄννυς Κολτσιδοπούλου:
Ἄλλο νά μείνουμε ἐδῶ ἀτυχῶς δέν μποροῦμε,
Ὁ χρόνος μας τελείωσε, πρέπει ν’ ἀναχωροῦμε.
Ὅλα ὅσα ζήσαμε κι οἱ τρεῖς, κακό νά περιγράψουμε,
Θά ὑπῆρχε ἔτσι κίνδυνος τό εὕρημα νά κάψουμε.
Οἱ ἴσκιοι τῶν σωμάτων σας πήρανε νά μακραίνουν,
Θάλασσα, ὁρίζοντας, βουνά ἄρχισαν νά σκουραίνουν.
Ν’ ἀποσυρόμαστε κι ἐμεῖς πάνω στά σύννεφά μας.
Ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἤρθαμε, ἤγουν, στό πουθενά μας.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ
Ὁ παππούς:
Πίστευα παλιά πώς τό μυαλό θά μ’ ὠφελήσει
Εἶχα ὄρεξη, χαρά κι ὁρμή τά χρόνια ἐκεῖνα
Μά γέρασα καί εἶδα πώς δέ μ’ ἔχει ἀνταμείψει:
Πῶς νά παραβγεῖ ἡ ἐξυπνάδα μέ τήν πείνα;
Καί εἶπα: δέν ὑπάρχει λύση!
Σάν τόν γκρίζο τόν καπνό, πού ἀνεβαίνει καί σκορπᾶ
μές στήν παγωνιά τῆς δύσης,
κι ἐσύ μιά μέρα θά σκορπίσεις.
Ὁ ἄντρας:
Εἶδα ἔντιμους στή φτώχεια καί καλούς στή δυστυχία
Γιά νά σωθῶ, εἶπα νά πάρω τό μονοπάτι τό στραβό
Μά οὔτε καί τό ἀνέντιμο χαρίζει εὐτυχία.
Μπρός μου πιά δέ βλέπω οὔτε φῶς οὔτε ὁδό.
Γι’ αὐτό καί λέω: δέν ὑπάρχει λύση!
Σάν τόν γκρίζο τόν καπνό, πού ἀνεβαίνει καί σκορπᾶ
μές στήν παγωνιά τῆς δύσης,
κι ἐσύ μιά μέρα θά σκορπίσεις.
Ἡ ἀνιψιά:
Οἱ γέροι, λένε, βρίσκουν πάντα τίς ἐλπίδες περιττές.
Χρόνο μόνο θέλουν, μά αὐτός στενεύει ἀνείπωτα.
Ἀλλά γιά μᾶς τούς νέους λέν πώς εἶν’ οἱ πόρτες ἀνοιχτές.
Μόνο πού ἀνοίγουν πάντα πρός τό τίποτα.
Γι’ αὐτό κι ἐγώ θά πῶ: ναί, δέν ὑπάρχει λύση!
Σάν τόν γκρίζο τόν καπνό, πού ἀνεβαίνει καί σκορπᾶ
μές στήν παγωνιά τῆς δύσης,
κι ἐσύ μιά μέρα θά σκορπίσεις.
Για να διαβάσετε τη συνέχεια, αγοράστε το τεύχος.