Ι
Ὅ,τι ξοδεύεται στά λόγια
μένει στό σῶμα σάν πηγή δέ σταματάει
αὐτή ἡ βοή τοῦ σώματος
πρός τό ἄλλο σῶμα
τοῦ εἶπα κι ἔγειρα κοντά του
Τά λόγια του μακριά
καί πέραν τοῦ θανάτου
«… σάρκα μέ σάρκα πάντοτε σαρκώνεται
σάρκα μέ σάρκα πάντοτε σπαράσσεται
σάρκα μέ σάρκα πάντοτε νυχτώνει»
ΙΙ
Ἔτσι ξαφνικά
ἕνα κερί ἀνάβοντας τόν κόσμο
Στά πόδια του ἡ Παναγία παίζει μέ
τό ἀμίλητο
φῶς τό περνάει
μέσ’ ἀπ’ τά δάχτυλά της ξετυλίγοντας
τή λάμψη του μᾶς κοιτάζει
τυφλή ἀπό τό χρόνο τῶν χρωμάτων ἐπάνω της
κροκί καί γαλανό
Τυφλή ἀπό ἔρωτα γιά ἐκεῖνο τό νήπιο
στίς πτυχές τῶν ρούχων της
Ἀλλά τί ἥσυχα πού σηκώνεται χάνεται
στή μέση ἑνός ψαλμοῦ
σάν παιδούλα
ΙΙΙ
Ἐγκαταλειφθείσα στά δάκρυα
σοῦ κρατοῦσα τό χέρι καί σοῦ μιλοῦσα δέ
σοῦ μιλοῦσα
παρά ἁπλωνόταν γύρω μας μιά ἔρημος ἀπό λόγια
πάνω ἀπό ἄλλα λόγια σάν ταφόπλακα Καί εἴπαμε
φτάνει πιά μ’ αὐτό τό χωρισμό ἀπό θραύσματα καί
ἀποκαΐδια λέξεων
Ἄν εἶναι κάποιος νά μιλήσει
ἄς μιλήσει τώρα –
«… φύγετε παρηγορητές, οἱ τεχνοκρίτες καί
οἱ συντηρητές
καί μήν παιδεύεστε μέ ἀνόσιες πράξεις
παίζοντας πάζλ μέ τά κομμάτια τῆς ψυχῆς μας…»
Ἔγερνε μέσα τό τοπίο ἄδειαζε οὐρανό
τό πεῦκο ἀπέναντί σου
ἀλλά ἐσύ ψιθυρίζοντας
«οὐ δύναμαι πλέον…»
Οἱ μέρες μας τζάμια ραϊσμένα καί μόνο ἐκεῖνο
τό ἄ λ λ ο τ ε
σοῦ ‘δινε πίσω τή ζωή
στό δρόμο οἱ περαστικοί
χειρόγραφα σκισμένα
V
Εἰκόνες πού σέρνονται στά χέρια μου
τί νά τίς κάνω
στό μικρό καφενεῖο τό φλιτζάνι μου
τρέμει ἡ ψυχή μου…
– Ἦρθες;… Διάβαζα
ἀκόμη ἐκεῖνο τό ποίημα
Ξαφνικά
πῆρε στά χέρια του φωτιά
καί ἀνελήφθη
στό μετά θάνατον μέλλον
V
Τώρα μιλᾶς ἐσύ
Τό μόλις διαγραφόμενο
ἀεράκι τῆς μορφῆς σου
σάν μή μέλλον
ἄν καί ὑπάρχεις βαθύτερα ἀπό μένα
σχεδόν διαρρηγνύεις τά περασμένα
κάνοντας τίς κυλιόμενες κλίμακες τοῦ χρόνου
νά περιστρέφονται στόν ἑαυτό τους
ἐκτροχιάζοντας τό παρελθόν
VΙ
τοῦ Γιάννη
Περπατοῦσα στό χλιαρό σκοτάδι μιᾶς ἄχρονης νύχτας
ἀποζητώντας συνομιλίες πού δέν –
ὑπῆρξαν ποτέ;
Στρόφιγγες πάγου ἀνοιγόκλειναν λέξεις
πού σέρναν τίς ἁλυσίδες τους
Σώματα ξεχασμένα ἀπ’ τό σῶμα τους
Χειραψίες – ρεύματα ὑπόγεια
Ἀπ’ τήν ἀρχή τί ζητοῦσα; Τί ζοῦσα ἐκτός
ἀπό ἐκείνη τή φεγγαρόλουστη μοναξιά πού μᾶς ταξίδευε
χωρίς βεβαιότητες
στήν πιό ἄπλετη ἐλευθερία Αὐτό ζητοῦσα
Καί πώς ἡ μόνη ποίηση μές στό δωμάτιο,
ἐκεῖνο τό πουκάμισο
σάν καταγάλανο παρατημένο…
VΙΙ
θλιβόμουν ὅσο πιό πολύ
ματαίωνα χειρονομίες ὑπερέβαλλα
ἔξω ἀπ’ τό μαντίλι τό κλάμα
Φυσοῦσε ὁ ἀέρας
στά μαλλιά μας καιγόντουσαν τά σύννεφα
στή δύση μά ὁλομόναχο
ἕνα κυπαρίσσι κάτι ἐσάλευε
γιά τά μελλούμενά μας
Στά μάτια σου ἀνέβαινε
τό ἄυλο ἀλλότριου κόσμου
κι ἄς ἔλεγες πώς ἤσουν – δέν κανενός
δέν ἤσουν
Κι ἄς ἔπλεες ἐντός μου…
Ἄν καί ποτέ δέ μάθαμε
τό «σ’ ἔχω» καί «δέ μ’ ἔχεις»
Μά πόσο συμφωνούσαμε
στό ἄχρηστο… τῆς τέχνης
ΙΙΧ
REGINA
στιχομυθία
Παρακαλῶ ἐξηγῆστε μου αὐτή τήν εὐγενέστατη σιωπή σας
Γιατί δέ σᾶς βλέπω καθόλου ἐνῶ σᾶς ἀγγίζω
ἀγγίζω τήν ἀπόσταση
Εἶναι γιατί ἤσασταν μαζί μου ἐ μ π α θ ή ς
καθόλου ἐλαστική
καί δίχως ἐπιείκεια ἐπίσης κάθε φορά
στό Ἔστεργκάιδ, ἔξω ἀπ’ τό Ἀβαεῖο
ἄν καί μέ μιά ἐλάχιστη ἀπόκλιση τῆς κεφαλῆς…
Καί ὑπήρξατε καί ἀγοραφοβική
Ἄχ ναί, αὐτό τό αἴσθημα ἰλίγγου μέ περιέλουζε
πάντα μέ τρόπο
καί ἡδονή
Γι’ αὐτό τά χάσατε ὅλα Ὅμως κερδίσατε τόν ἔρωτά μου
Ἀλήθεια; Ἀλλά ἐγώ εἶμαι νεκρή
ἀπό τό χίλια ὀκτακόσια πενήντα πέντε…
ΙΧ
Ποίηση, μέ τά μαλλιά χυμένα στά σκοτάδια
συμβούλεψέ με…
Ἀπό βεβαιότητα σέ βεβαιότητα
φυλλορροοῦν τά ὄνειρα κι οἱ ἐπαναστάσεις
κι ἡ ποίηση
ἕνα πολύ παλιό ἁμάρτημα μιά νεότητα
πού κλαίει σκυμμένη μές στά χέρια της
κάθε στιγμή
νά πρέπει νά τή συγχωρεῖς
Γιατί σέ συνεχίζω ποίηση,
πανάρχαιο κορδόνι τῶν λυγμῶν μου
καί σάν τή μόνη ἄχρηστη λύση
μέ τά χέρια σταυρωμένα
καί χωρίς λύση
Ἐπειδή λούζεσαι μές στό σῶμα ὑπάρχεις
τόσο βαθιά στό σῶμα τό διανύεις
γιατί ‘σαι ὁ χαιρετισμός
καί ὁ ἀποχαιρετισμός σου
Ἐξόριστη κατέναντί σου μένεις
μ’ αὐτό τό ἐκ βαθέων μυστικό
καί ἀργά ξετυλίγεται ἐπάνω σου ἕνα παιδιόθεν
δύστροπο κλάμα
μές στό δριμύ ψύχος τῆς γραφῆς
ἀνεβοκατεβάζοντας
τό θάνατό σου
Χ
Νυστάζω τόσο πολύ
ὥστε θά ἦταν καλύτερα
νά κοιμηθῶ ὄρθια
πάνω ἀπ’ τή σκάλα
τοῦ κατακρημνισμένου
Τα ποιήματα δημοσιεύτηκαν σε αυτό το τεύχος.