ΕΠΙΛΟΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΡΩΣΙΚΑ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ
ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΜΠΛΟΚ (1880-1921): Ὁ πατέρας τοῦ ρωσικοῦ συμβολισμοῦ, ὁ ποιητής πού μέ τό ἔργο του ἄνοιξε νέους δρόμους στή ρωσική ποίηση.
Ὁ πατέρας του ἦταν καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τῆς Βαρσοβίας, ἡ μητέρα του συγγραφέας. Ὁ νεαρός Ἀλεξάντρ ἀποφοίτησε ἀπό τήν Ἱστορικο-Φιλολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Πετρούπολης. Παντρεύτηκε τήν κόρη τοῦ Ντμίτρι Ι. Μεντελέγιεφ, τή Λιουμπόφ Μεντελέγιεβα, στήν ὁποία καί ἀφιέρωσε τήν ποιητική του συλλογή Ποιήματα γιά τή θαυμάσια Δέσποινα.
Μεγάλη ἐπιρροή στό ἔργο τοῦ Μπλόκ ἄσκησε ἡ προσωπικότητα καί τό ἔργο τοῦ γενάρχη τῆς ρωσικῆς φιλοσοφίας Vladimir Soloviov μέ τή διδασκαλία γιά τήν «αἰώνια θηλύτητα» καί τήν «παγκόσμια ψυχή». Ὁ Μπλόκ γοητεύτηκε πολύ καὶ ἀπό τήν ἀστική θεματολογία καί τίς καρναβαλικές παραδόσεις.
Ἡ ρωσική ἐπανάσταση τοῦ 1905 τόν ἀπομάκρυνε ἀπό τόν ὀρθόδοξο συμβολισμό καί τό μυστικισμό, ὅπως συνέβη καί μέ πολλούς ἄλλους Ρώσους διανοούμενους τήν ἐποχή ἐκείνη. Εἶναι τά χρόνια κατά τά ὁποῖα στρέφεται πρός τή ρωσική μυθολογία, τούς θρύλους καί τίς παραδόσεις τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ. Στά ἔργα αὐτῆς τῆς περιόδου, πολλοί ἐρευνητές τοῦ ἔργου του διακρίνουν τήν ἀναβίωση τοῦ πατριωτικοῦ λυρισμοῦ πού ἕλκει τήν καταγωγή του ἀπό τήν ποίηση τοῦ Nekrasov. Ἡ ρωσική ἐπανάσταση τοῦ 1917 λειτουργεῖ γιά τόν Μπλόκ καταλυτικά καί λυτρωτικά ὥς ἕναν βαθμό καί αὐτό φαίνεται ἀπό τό ποίημα του «Οἱ δώδεκα».
Τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του τά πέρασε μέ ἔντονη κοινωνική δραστηριότητα, ἐργαζόμενος σκληρά στόν ἐκδοτικό οἶκο «Παγκόσμια λογοτεχνία». Γρήγορα ὅμως ἀπογοητεύτηκε ἀπό τήν ἐπανάσταση, ἔπαθε κατάθλιψη καί πέθανε πρόωρα.
Ὁ Μπλόκ ἐπηρέασε ὅλη τή γενιά τῶν Ρώσων ποιητῶν καί διανοουμένων πού σήμερα ἀποτελοῦν τό πάνθεον τοῦ Ἀργυροῦ Αἰώνα τῶν ρωσικῶν γραμμάτων.
Τά ποιήματα πού ἀκολουθοῦν ἔχουν ἐπιλεγεῖ ἀπό τήν ποιητική συλλογή του Ποιήματα γιά τή θαυμάσια Δέσποινα.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἀχρείαστη ἡ ἀνάπαυλα. Ἀπόκρημνος ὁ δρόμος.
Τό βράδυ θαυμάσιο. Στήν πόρτα χτυπῶ.
Ξένη κι αὐστηρή στόν ἐπίμονο χτύπο παραμένεις.
Μαργαριτάρια γύρω σου σκορπίζεις.
Ἡ σοφίτα ψηλή κι ἡ αὐγή παγωμένη.
Στήν εἴσοδο ξαπλωμένο ἕνα κόκκινο μυστικό.
Ποιός τήν αὐγή ἔβαλε φωτιά στή σοφίτα,
Τί ὕψωσε ἡ μονάχη της ἡ Δέσποινα;
Κάθε ἀλογάκι στό σκαλιστό διάκοσμο
Φλόγα πορφυρή πάνω σου ρίχνει.
Ὁ θόλος ὑψώνεται στόν γαλανό οὐρανό.
Τά μπλέ παραθύρια μέ κόκκινο χρῶμα φλέγονται.
Τοῦ καμπαναριοῦ οἱ ἦχοι βροντοῦν.
Κοκκινίζει τήν ἄνοιξη ἡ ἀνέσπερη κομψότητα.
Ἐμένα τά δειλινά περίμενες;
Ἐσύ τή σοφίτα ἔκαψες; Τίς πύλες ἄνοιξες;
28 Δεκεμβρίου 1903
Ἤρεμα τῆς νύχτας οἱ σκιές
στό γαλάζιο χιόνι πέφτουν.
Σύναξη ἄτακτων ὁραμάτων
Τάραξαν τή στάχτη σου.
Κοιμᾶσαι στή μακρινή πεδιάδα,
κοιμᾶσαι στό χιονισμένο πέπλο…
τοῦ κύκνειου ἄσματός σου
τούς ἤχους μοῦ φάνηκε πώς ἄκουσα.
Φωνή, καλοῦσα ἀνήσυχα,
ἠχώ στό παγωμένο χιόνι…
Εἶναι, ἄραγε, δυνατό ν’ ἀναστηθοῦμε;
Δέν εἶναι, ἄραγε, τό παρελθόν μας, στάχτη;
Ὄχι, ἀπό τόν οἶκο τοῦ Κυρίου
τό πλῆρες ἀθανασίας πνεῦμα
βγῆκε μέ τραγούδι οἰκεῖο
καί γνώριμο τήν ἀκοή μου νά ταράξει.
Συνάξεις ταφικῶν ὁραμάτων,
ἦχοι ζωντανῶν φωνῶν…
Ἤρεμα τῆς νύχτας οἱ σκιές
τό γαλάζιο ἄγγιξαν χιόνι.
2 Φεβρουαρίου 1901
Σωπαίνει ἡ ψυχή. Στόν παγωμένο οὐρανό
τά ἴδια καί πάλι λάμπουν ἀστέρια.
Γύρω, γιά τό χρυσό ἤ τό ψωμί
λαοί θορυβώδεις φωνάζουν…
Ἐκείνη σιωπᾶ – καί τίς κραυγές ἀκούει
καί κόσμους μακρινούς θωρεῖ,
ἀλλά στή διπρόσωπη μοναξιά
ἑτοιμάζει δῶρα θαυμαστά,
στούς θεούς της ἑτοιμάζει δῶρα
καί, βυθισμένη, στή σιγαλιά,
μ’ ἀκάματη ἀκοή ἀκούει
τό μακρινό κάλεσμα τῆς ἄλλης ψυχῆς…
Σάν τά λευκά πουλιά πάνω ἀπό τό πέλαγος
οἱ ἀχώριστες καρδιές
ἀπ’ τήν ὁμίχλη πέρα τό κάλεσμα ἀκοῦν
καί εἶναι οἱ μόνες ἄλλωστε πού τό κατανοοῦν.
3 Φεβρουαρίου 1901
Ὅλο τό εἶναι καί τό ὄν ὁμονοοῦν
στήν ἔνδοξη, ἀέναη ἡσυχία.
Κοίταξε ἐκεῖ, μέ ζέση, ἀδιάφορα
– ἔτσι κι ἀλλιῶς, μέσα μου εἶναι ἡ οἰκουμένη ὁλάκερη.
Νιώθω καί πιστεύω καί γνωρίζω,
μέ τή συμπόνια τόν προφήτη δέν ἀποπλανεῖς.
Μέσα μου, ἔχω περισσές
ὅλες ἐκεῖνες τίς φωτιές, μέ τίς ὁποῖες φλέγεσαι.
Δέν ἔχω ὅμως πιά οὔτε ἀδυναμία, μηδέ δύναμη,
περασμένα, μελλούμενα – μέσα μου.
Ὅλο τό εἶναι καί τό ὄν πάγωσαν
στήν ἔνδοξη, ἀναλλοίωτη ἡσυχία.
Ἐγώ ἐδῶ στό τέλος, πλήρης ἐνόρασης,
πέρασα τή μεθόριο.
Περιμένω μόνο τό συνθηματικό ὅραμα
πιά νά πετάξω σέ ἄλλο κενό.
17 Μαΐου 1901
τοῦ Σ. Σολοβιόφ
Μεγάλωσε πέρα στά μακρινά βουνά
τῆς ἐρήμου ἡ ἐσχατιά –πατρίδα της ἦταν
κανείς ἀπό μᾶς μέ μάτια φλεγόμενα
ἐκείνη δέν εἶδε– μόνη της μεγάλωσε.
Καί μόνο ἡ μορφή τοῦ ἀθάνατου ἀστεριοῦ
–τή μέρα πού– κοίταξε στήν παρθενική αὐγή,
καί, τό ὑγρό στάρι, ἐκείνη ἀνέτειλε πρός αὐτόν,
κρατώντας μέσα της τό μυστικό ἴχνος.
Καί πέθανε, ἐπιθυμώντας καί νοσταλγώντας.
Κανείς ἀπό ἐμᾶς δέν εἶδε τούτη τή στάχτη…
ἄξαφνα ἄνθισε, θριαμβεύοντας στό γαλάζιο,
σ’ ἄλλη ἐσχατιά καί στά ἐξωγήινα βουνά.
Καί τώρα εἶναι τυλιγμένη στά χιόνια.
Ποιός τόν λευκό ναό, ἄφρονες, ἐπισκέφτηκε;
Ἐκείνη ἄνθιζε στά μακρινά βουνά,
ἐκείνη ρέει μαζί μέ ἄλλα ἀστέρια.
26 Ἰουνίου 1901
ΜΑΓΓΑΝΕΙΑ
Εἶμαι μεγάλος καί τρανός μέ τή μαγγανεία
μά νά σ’ ἀκολουθήσω δέν μπορῶ.
Θά πετάξω, ἄραγε, μαζί σου στά οὐράνια
– ἐσύ ἀνθίζεις σέ καταπράσινη ἀκτή.
Κατεβαίνω σέ στέπες ἀνθισμένες
– μά ἐσύ ἀναχωρεῖς τό δείλι
καί μένα πανίσχυρα δεσμά
στή γῆ ἁλυσοδένουν μοναχό.
Δέν εἶναι ἁπλή ἡ δική μου μαγγανεία:
ἄς εἶναι τό «χθές» μελαγχολικό καί τρομερό.
Σήμερα ὅμως, κρυφά καί τρομερά
κοκκίνισε ἀπ’ τό πρωί ὁ μισός οὐρανός.
Προβλέπω στῆς ἐσχατιᾶς τήν ἄκρη
φλεγόμενα σύννεφα – ἐσένα
κοιτάζεις, χαμογελᾶς καί ξέρεις
θά ἔρθεις, τρέμοντας καί ἀγαπώντας.
5 Δεκεμβρίου 1901
Τοῦ δειλινοῦ τό λυκόφως, πίστεψέ με,
μοῦ θύμισε μι’ ἀόριστη ἀπάντηση.
Περιμένω ἄξαφνα ἡ πόρτα ν’ ἀνοίξει,
τό φῶς πού χάνεται νά ὁρμήσει.
Χλομά σάν παρελθόντος ὄνειρα
τοῦ προσώπου θυμᾶμαι τά χαρακτηριστικά
καί ἄγνωστων λέξεων ἀποσπάσματα,
σάν κόσμων παλιῶν καλέσματα,
ἐκεῖ πού ζοῦσες καί χλομή περπατοῦσες,
λιώνοντας τό δειλινό κάτω ἀπ’ τίς βλεφαρίδες,
γιά σένα ἦρθε τό λάλων ὕδωρ,
σάν κύκνος λευκός, ἔπλευσε,
μετά ὕδατα –φλεγόμενα ρεύματα–
τά τραγούδια μου ἀνήσυχα…
σκεπτική τά ἄκουγες,
τοῦ προσώπου σώθηκαν τά χαρακτηριστικά,
καί στή μνήμη χαράχτηκε τό χλομό ὕψος
ὅπου τά τελευταῖα ὄνειρα σάρωσαν.
Σέ τοῦτο τό ὕψος, πίστεψέ με,
μέ μνήμη θολή τῶν σκοτεινῶν χρόνων,
θολά θυμᾶμαι τήν πόρτα ν’ ἀνοίγει
τό φῶς πού χάνεται νά ὁρμάει.
20 Δεκεμβρίου 1901
Ὁμίχλη ἔπεσε πυκνή,
καῖνε οἱ κόκκινες φωτιές.
Ἡ ψυχή τῆς παγωμένης Σβετλάνα
μυστηριώδη παιχνίδια ὀνειροπολεῖ.
Τρίζει τό χιόνι –σφίγγονται οἱ καρδιές–
ἤρεμο πάλι τό φεγγάρι.
Γελοῦν ἔξω ἀπ’ τήν πόρτα
εἶναι ὁ δρόμος σκοτεινός πιό πέρα.
Ἄσε με νά κοιτάξω στοῦ γέλιου τή γιορτή,
κάτω θά ἔρθω, μέ πρόσωπο κρυμμένο!
Οἱ κόκκινες κορδέλες εἶναι ἐμπόδιο,
ὁ καλός μου κοιτάζει στό ξώστεγο…
Μά ἡ ὁμίχλη δέν διαλύεται,
τό μεσονύχτι περιμένω.
Κάποιος ψιθυρίζει καί γελᾶ,
καί καῖνε, καῖνε οἱ φωτιές…
Τρίζει τό χιόνι, στήν παγωμένη ἐσχατιά
ἤρεμο, ἀδιάκοπο τό φῶς.
Κάποιος τό ἕλκηθρο πέρασε…
«Τό ὄνομά σας;» – Γέλιο ἀντί γιά ἀπάντηση.
Νά σηκώθηκε ἀνεμοθύελλα,
κατάλευκο ἔγινε τό ξώστεγο…
Ὁ γελαστός καί τρυφερός
τό πρόσωπό μου σκεπάζει…
Ὁμίχλη ἔπεσε πυκνή,
χλομό φωτίζει τό φεγγάρι.
Ἡ ψυχή τῆς σκεπτικῆς Σβετλάνα
μ’ ὄνειρο θαυμαστό στεναχωριέται.
31 Δεκεμβρίου 1901
Λατρεύω τοῦτα τά τρεμάμενα, τά παγωμένα χέρια·
θολώνει ἡ γνώριμη μορφή στό λυκόφως!..
Δική μου εἶσαι, ὅλη δική μου – μέχρι νά ἔρθει αὔριο ὁ χωρισμός,
μά ἔτσι κι ἀλλιῶς, μαζί μου θά ‘σαι μέχρι νά ‘ρθει τό πρωινό.
Τά τελευταῖα λόγια ἀποκαμωμένη
ἀδιάκοπα ψιθυρίζεις, μέσα στόν ἄφατό σου ὕπνο.
Χλομό κερί, ἀδύναμα φωτίζει,
μέσα στό σκοτάδι μᾶς βυθίζει, εἶσαι μαζί μου, εἶσαι μέσα μου.
Τά χρόνια πέρασαν, κι ἐσύ εἶσαι δική μου, τό ξέρω,
ἁρπάζω τήν εὐλογημένη τή στιγμή, τό πρόσωπό σου τό κοιτάζω.
Λόγια θερμά ἄναρθρα ἐπαναλαμβάνω…
μέχρι αὔριο δική μου εἶσαι… μέχρι τό πρωί.
Μάρτιος 1902
Ἀγαπῶ ναούς ψηλοτάβανους,
μέ γαλήνια ψυχή νά ἐπισκέπτομαι,
σέ μισοσκότεινους ἐξῶστες νά εἰσέρχομαι,
στό πλῆθος μέσα τῶν ψαλτάδων νά χάνομαι.
Φοβᾶμαι τή διπρόσωπη ψυχή μου
καί θάβω πολύ προσεκτικά
τήν ἄγρια καί διαβολική μορφή
σέ τούτη τήν πανοπλία τήν ἱερή.
Στή δεισιδαίμονά μου προσευχή
ζητῶ προστασία ἀπ’ τόν Χριστό.
Μά κάτω ἀπό τῆς ὑποκρισίας τή μάσκα
τοῦ ψεύδους γελοῦν τά χείλη.
Ἤρεμα, μέ ἀλλαγμένο πρόσωπο,
στῶν κεριῶν τό νεκρικό φῶς,
ξυπνῶ τή θύμηση γιά τόν Ὑποκριτή
στίς καρδιές ἐκείνων πού προσεύχονται.
Νά, ταράχτηκε, σώπασε ἡ χορωδία,
ἄρχισαν νά τρέχουν ταραγμένοι.
Ἀγαπῶ τούς ψηλοτάβανους ναούς
μέ γαλήνια ψυχή νά ἐπισκέπτομαι.
8 Ἀπριλίου 1902
Τα ποιήματα δημοσιεύτηκαν σε αυτό το τεύχος.