Μαρία Κουλούρη – Τρία ποιήματα

               ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΟΔΟΥ

Κυρία

Ἐξακολουθῶ νά μεθῶ πεθαίνοντας ἀργά

Ὅπως προτείνετε πῆρα γραφομηχανή

Ὅμως ποιήματα δέν ἔμαθα νά γράφω

Ἴσως φταῖνε οἱ περαστικοί

Περπατοῦν ἀργά δέν ἔχουν ὕφος οὔτε ρυθμό

Καί ἡ χοντρή γριά ἔχει χρόνια νά ἀκούσει οὐρλιαχτά

Οἱ γείτονες δέν σκαρφαλώνουν πλέον στά κρεβάτια τους

Σκεπάζουν τή σάρκα τους μέ κόκαλα

Καί ἐγώ

Στήν ἀγάπη ἀπέτυχα ὑπέροχα

Πίνω ἀκόμα κάτι ποτά

Καί καθαρίζω τά ἴχνη ἀπό τά ροῦχα μου

 

 

 

               ΚΑΤΟΠΤΡΙΚΟ

Μιά μέρα ἴσως

Μέ πόδια ἀνοιχτά ἀφεθῶ

Ὄχι σάν πόρνη

Ὄχι σάν ἐρωμένη τοῦ ἀπογεύματος

Γυναίκα θά εἶμαι λίγο πρίν τόν ὕπνο

Μέ τό ξεχειλωμένο νυχτικό

Ἐσύ τό χρόνο σου θά ‘χεις σκοτώσει

Ἀπό τό πρωί ἕως τό βράδυ στούς δρόμους

Θά ἔρθεις σπίτι

Τήν ὕστερη φωνή σου στή μήτρα μου θά ρίξεις

Καί ἐγώ δικός σου

Ἄντρας γιά λίγο

Μέ ὀβολούς θά ὑγράνω τήν ὁρμή σου

 

 

 

               ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ

Χέρσος ἀπό τήν κορφή ἕως τίς ρίζες

Σπαρμένος πρωινή τροφή

Μεσημεριοῦ ἀνάγκη

Τίς νύχτες εὔχεσαι νά τελειώσει ὁ κόσμος

Ὅμως ἐγώ δέν εἶμαι ὁ ἔρωτας

Σιωπές δέν ἔμαθα νά φτιάχνω

Δέν χτένισα τά κύματα

Δέν στέγνωσα τούς βράχους

Μαχαίρι στήν ἀνάσα ὄχι

Ὄχι παρέα τοῦ θανάτου

Χωράφι χῶμα εὔκρατο

Βλασταίνω τή φωνή σου

Πάνω μου φυτρώνουν οἱ ἀλήθειες

 

Τα ποιήματα δημοσιεύθηκαν σε αυτό το τεύχος.