Ποιήματα
γιά τήν Ἄννα Ἀχμάτοβα
Ποιήματα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΡΩΣΙΚΑ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ
Ὦ ὀμορφότερη τῶν μουσῶν, ἐσύ τοῦ θρήνου ἡ Μούσα!
Ὦ πλάσμα ἄμυαλο τῆς νύχτας τῆς λευκῆς!
Ἐσύ στή Ρούς ἔστειλες ἀνεμοθύελλα μαύρη,
Τά οὐρλιαχτά σου μέχρι ἐμᾶς πετάγονται σάν βέλη!
Κι ἐμεῖς παραμερίζουμε κι ἕνα πνιχτό: ὤχ!
Ἀπό ἑκατό χιλιάδες στόματα πού ὁρκίζονται σ’ ἐσένα: Ἄννα
Ἀχμάτοβα! Τό ὄνομα αὐτό – ἕνας τεράστιος ἀναστεναγμός
Πού στό ἀπύθμενο βάθος πέφτει.
Εἴμαστε ἐστεμμένοι γιατί στήν ἴδια μ’ ἐσένα
Γῆ περπατᾶμε, γιατί ἔχουμε ἀπό πάνω μας τόν ἴδιο οὐρανό!
Κι ἐκεῖνος πού λαβώθηκε ἀπό τή θανάσιμή σου μοίρα,
Ἀθάνατος πλαγιάζει στῶν θνητῶν τή στοά.
Στήν πυκνοκατοικημένη πόλη μου οἱ τροῦλοι φλέγονται,
Καί τόν φωτεινό Σωτήρα ὑμνεῖ περιπλανώμενος τυφλός…
Σοῦ χαρίζω τήν πόλη τῶν καμπαναριῶν,
Ἀχμάτοβα – καί τήν καρδιά μου ἐπιπλέον σοῦ δίνω.
16 Ἰουνίου 1916
2
Ἔπιασα τό κεφάλι μου καί στέκομαι,
–Τί ἀνθρώπινες σκευωρίες!–
Ἔπιασα τό κεφάλι μου καί τραγουδάω
Στήν ἀργοπορημένη αὐγή.
Ἄχ, κύμα παράφορο
Μέ σήκωσε στήν κορυφή!
Σοῦ τραγουδῶ πώς ἔχουμε
Ἕνα φεγγάρι στόν οὐρανό!
Πώς στήν καρδιά τῆς κουρούνας φωλιάζοντας,
Στά σύννεφα καρφώθηκε.
Ἡ γαμψομύτα, πού ‘χει θανάσιμη ὀργή
Καί θανατηφόρα εὐγένεια.
Πώς τό χρυσαφένιο μου Κρεμλίνο
Ὅλη τή νύχτα ἔτριβα,
Πώς μέ κελαρυστή τρυφερότητα, σάν ἱμάντας
Μοῦ ‘σφιξε τό λαρύγγι.
Ἄχ, εἶμαι εὐτυχισμένη! Ποτέ ἡ αὐγή
Δέν ἦταν πιό καθάρια.
Ἄχ, εἶμαι εὐτυχισμένη, πού χαρίζοντας ἐσένα
Φεύγω – φτωχή,
Πού ἐσύ, μέ τή φωνή τοῦ βάθους καί τοῦ σκότους! –
Μοῦ ‘κοψες τήν ἀνάσα,
Ὅταν γιά πρώτη φορά εἶπα τό ὄνομα
Τῆς μούσας τοῦ Τσάρσκογιε Σελό.
22 Ἰουνίου 1916
3
Ἕνα ἀκόμη πελώριο φτεροκόπημα
Καί κοιμοῦνται οἱ βλεφαρίδες.
Ὦ γλυκό κορμί! Ὦ στάχτη
Ἀνάλαφρου πτηνοῦ!
Τί ἔκανα στῶν ἡμερῶν τήν ὁμίχλη;
Περίμενα καί τραγουδοῦσα…
Τόσο μεγάλη ἐκπνοή εἶχε αὐτή,
Τόσο μικρό κορμί.
Ἀπόκοσμα ἦταν τρυφερός
Ὁ νυσταγμός της.
Ἀπ’ ἄγγελο κι ἀπ’ ἀετό
Κάτι εἶχε τό πρόσωπό της.
Κοιμᾶται, μά ἡ χορωδία γνέφει
Στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ.
Θαρρεῖς δέν ἔχει μέ τραγούδια χορτάσει
Ὁ κοιμισμένος Δαίμονας!
Ὧρες, χρόνοι, αἰῶνες. – Οὔτε ἐμᾶς,
Οὔτε τά δώματά μας,
Μά τό μνημεῖο, ριζώνοντας
Ἔχει λησμονήσει.
Ἀπό καιρό τό σάρωθρο σχολάζει,
Τῆς τσουκνίδας τό φύλλωμα γέρνει
Πάνω ἀπό τῆς Μούσας
Τοῦ Τσάρσκογιε Σελό τό σταυρό.
23 Ἰουνίου 1916
4
Λέων τοῦ μωροῦ τό ὄνομα
Καί τῆς μητέρας – Ἄννα.
Στό ὄνομά του – ἡ ὀργή,
Μά στῆς μητέρας – ἡ ἠρεμία.
Τά μαλλιά του πυρρόξανθα
Τό κεφάλι τῆς τουλίπας! –
Ἐμπρός λοιπόν, ὡσαννά,
Στόν μικρό αὐτοκράτορα.
Νά τοῦ δώσει ὁ Θεός – ἀναστεναγμός,
Τό χαμόγελο τῆς μητέρας,
Τό βλέμμα τοῦ κυνηγοῦ
Τῶν μαργαριταριῶν.
Θεέ μου, νά τούς προσέχεις
Σέ παρακαλῶ πολύ:
Τοῦ τσάρου ὁ γιός –
Ἀπό τούς ἄλλους γιούς
Εἶναι πιό μυστηριώδης.
Πυρρόξανθο τῆς λέαινας παιδί
Μέ τά πράσινα μάτια
Βαριά εἶναι ἡ κληρονομιά πού φέρεις.
Ὁ Βόρειος κι ὁ Νότιος Ὠκεανός,
Τό νῆμα τοῦ μαργαριταρένιου
Ροζαρίου στή χούφτα σου εἶναι.
24 Ἰουνίου 1916
5
Τόσοι φίλοι καί συνοδοιπόροι!
Δέν μοιάζεις μέ κανέναν.
Τήν τρυφερή τούτη νιότη κυβερνάει –
Ἡ περηφάνια καί ἡ πίκρα.
Θυμᾶσαι τήν ἀλλοπαρμένη μέρα στό λιμάνι,
Τῶν νότιων ἀνέμων τήν ἀπειλή,
Τό οὐρλιαχτό τῆς Κασπίας – καί στό στόμα
Τοῦ ρόδου τό φυλλαράκι.
Ὅταν ἡ Τσιγγάνα σοῦ ‘δωσε
Πέτρα σέ σκαλιστό δέσιμο,
Ὅταν ἡ Τσιγγάνα σοῦ ‘πε
Ψέματα γιά τή δόξα…
Καί στά πανιά ψηλά –
Ἔφηβος μέ γαλάζια μπλούζα.
Τό βουητό τῆς θάλασσας καί τό ἀπειλητικό κάλεσμα
Τῆς τραυματισμένης μούσας.
25 Ἰουνίου 1916
6
Μή μείνω πίσω ἀπό ἐσέ! Ἐγώ εἶμαι κατάδικος,
Κι ἐσύ φρουρός. Ἡ μοίρα μας κοινή.
Καί μόνο ἀπ’ τή μαύρη ἐρημιά
Μᾶς δόθηκε διέλευσης ἄδεια.
Ἤρεμος ὁ χαρακτήρας μου εἶναι πιά!
Καθάριο τό βλέμμα εἶναι πιά!
Ἄφησέ με φρουρέ
Μέχρι ἐκεῖνο τό πεῦκο νά πάω!
26 Ἰουνίου 1916
7
Ἐσύ πού τίς σκέπες χαλᾶς
Ἀπό τίς νεκροφόρες καί τίς κούνιες,
Ἐσύ πού τούς ἀνέμους διαλύεις,
Ἐσύ πού θύελλες στέλνεις,
Πυρετῶν, ποιημάτων καί πολέμων,
Μαυριδερή ! – Δουλοκτήτη! –
Σοῦ ἔστειλα τῶν λεόντων τήν ἀπειλητική
Πού ἀναγγέλλουν τ’ ἅρμα, τήν κραυγή.
Ἀκούω παράξενες φωνές –
Μά ἕνας σωπαίνει ἐπίμονα.
Βλέπω κόκκινα πανιά –
Κι ἕνα –ἀνάμεσά τους– μαῦρο.
Πορεία χαράσσεις στόν ὠκεανό,
Ἤ πάνω στόν ἀγέρα – τό στῆθος μου
Τόν ἥλιο περιμένοντας προσφέρω
Στή θανατηφόρα κρίση σου.
26 Ἰουνίου 1916
8
Στό παζάρι οὔρλιαζε ὁ λαός
Ἀπό τό φοῦρνο ἔβγαινε ἀτμός.
Θυμήθηκα τό πορφυρό τό στόμα
Τῆς τραγουδίστριας τοῦ δρόμου
μέ τό μακρόστενο πρόσωπο.
Φορώντας σκοῦρο μαντίλι λουλουδάτο,
– Ἔλεος νά ἀξιωθεῖς
Ἐσύ, χαμένη, στό πλῆθος
Τῶν προσκυνητῶν τῆς Λάβρας τῆς Ἁγίας Τριάδας,
Προσευχήσου καί γιά μένα, ὄμορφη
Θλιμμένη καί δαιμονική,
Ὅταν θά σέ δέσουν στό σταυρό
Τῆς μαστιγωμένης Θεομήτορος.
27 Ἰουνίου 1916
9
Τῆς Ἄννας τῆς χρυσόστομης πασῶν τῶν Ρωσιῶν
Λόγος ἐξιλαστήριος –
Ἄνεμε, τή φωνή μου πήγαινε
Καί νά ἐτούτη τή βαριά μου ἀναπνοή.
Μίλησέ μας, καμένε οὐρανέ,
Γιά τά μάτια πού ἀπ’ τόν πόνο εἶναι μαῦρα,
Γιά τήν ἤρεμη βαθιά ὑπόκλιση
Στή μέση τοῦ χρυσαφένιου χωραφιοῦ.
Σέ ἀνεμοδαρμένα ὕψη,
Βρίσκεσαι ξανά!
Ἐσύ! Ἀνώνυμε,
Πήγαινε τήν ἀγάπη μου
Στήν Ἄννα τή χρυσόστομη πασῶν τῶν Ρωσιῶν.
27 Ἰουνίου 1916
10
Στό λεπτό συρματόπλεγμα πάνω ἀπό τήν ἐλεύθερη βρόμη
Σά χιλιάδες φωνές σήμερα ἡ φωνή!
Καί τά περαστικά κάρα – ἅγια, ἅγια, ἅγια –
Μά μ’ ὄχι ἐκείνη τή φωνή, Κύριε, ψάλλουν.
Στέκομαι, ἀκούω καί τρίβω τό στάχυ,
Καί σάν θόλος σκοτεινός ἡ φωνή μέ περιβάλλει.
Καί δέν εἶναι τῆς ἰτιᾶς τά πλουμιστά κλαδιά πού ἀγγίζω
Μά τά δικά σου χέρια μέ πόθο βαθύ.
Γιά ὅλους ἐκείνους πού στή θλίψη δόξασαν τόν ἐρχομό σου –
Γήινη γυναίκα, γιά μένα οὐράνιος σταυρός!
Σ’ ἐσένα μόνο τίς νύχτες ὑποκλίνομαι
Καί μέ τά μάτια τά δικά σου μέ βλέπουν οἱ εἰκόνες!
1 Ἰουνίου 1916
11
Ἥλιε ἔλα καί σκέπασέ με στήν κορυφή
Μέ τά ἀστέρια ὅλα στήν παλάμη σου!
Ἄχ, νά ‘ταν ἡ ἐξώθυρα ἀνοιχτή
Σάν ἄνεμος κοντά σου νά ‘ρθω!
Μιά νά τραυλίζω καί μιά ν’ ἀνάβω
Ἐπιδέξια τό βλέμμα μου νά χαμηλώνω
Μιά νά κλαίω, μιά νά σωπαίνω,
Ὅπως τά μικρά παιδιά ζητοῦνε κάτι.
3 Ἰουλίου 1916
12
Τά χέρια μου τά δώσανε – νά τά ἁπλώνω στόν καθένα καί τά δυό,
Νά μήν κρατάω κανένα, τά χείλη γιά νά δίνουνε ὀνόματα,
Τά μάτια γιά νά μή βλέπουν, φρύδια ψηλά πάνω ἀπ’ αὐτά –
Τόν ἔρωτα νά θαυμάζουν τρυφερά – κι ἀκόμη πιό τρυφερά τοῦ ἔρωτα τήν ἀπουσία.
Κι ἐκείνη ἡ καμπάνα ἐκεῖ πέρα, κι ἀπό ἐκεῖνες τοῦ Κρεμλίνου πιό βαριά,
Ἀδιάκοπα στά στήθη χτυπᾶ καί χτυπᾶ –
Αὐτό – ποιός ξέρει; – δέν ξέρω, – ἴσως –
Θά ‘πρεπε –
Μή δώσει καί καθυστερήσω στή γῆ τή ρωσική!
2 Ἰουλίου 1916
13
Κι ἄν τούς βοστρύχους κάτω ἀπό τό μαντίλι
Κρύψω – νά μήν ἀνεμίζουν
Καί μές στή γαλάζια νυχτερινή παγωνιά
Σέ σένα τρέξω…
– Γιά ποῦ τό ἔβαλες, ὀμορφονιά
Μήπως στή μονή τραβᾶς;
– Ὄχι, γλυκέ μου, στήν Πετρούπολη πηγαίνω
τήν τσαρίνα πάω νά δῶ μέ τό πριγκιπόπουλο.
Εἴθε νά δώσει ὁ Θεός! Εἴθε νά σ’ ἀξιώσει!
Τό βλέμμα χαμηλώνουμε σέ στάση προσοχῆς.
Στό Νέβα δῶσε τά σέβη μου, ὅταν τό θυμηθεῖς,
Καί στήν τσαρίνα μέ τό πριγκιπόπουλο.
Νά ὅμως πού ἀνάμεσα στά ξώστεγα ἕνα ξώστεγο
Φλέγεται μέ τῆς αὐγῆς τή σκόνη,
Νά ὅμως πού ἀνάμεσα στά πρόσωπα, ἕνα πρόσωπο
Μέ μύτη γαμψή καί μαλλιά σάν φτεροῦγες.
Ἀπό τή σκάλα δέν θά ἀνέβουμε
Ἴχνη στά σκαλοπάτια δέν θά ἀφήσουμε.
Κι ἀπό κάτω – κοιτάζοντας κατάματα:
Μήπως θά ‘θελε ἡ Κυρία φροῦτα;
28 Ἰουνίου 1916
Τα ποιήματα δημοσιεύθηκαν σε αυτό το τεύχος.