Eugenio Montale – Ξένια I, II (1964-1966)

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΣΧΟΛΙΑ: ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΠΑΠΠΑΣ

Ἡ συλλογή Σάτουρα καί τά Ξένια

 

Ἡ συλλογή Σάτουρα, τό τέταρτο ποιητικό βιβλίο τοῦ Ἐουτζένιο Μοντάλε (στό ὁποῖο περιλαμβάνεται ἡ ἑνότητα τῶν Ξένια), συγκεντρώνει καί συστηματοποιεῖ τά ποιήματα πού γράφτηκαν μεταξύ τοῦ 1962 καί τοῦ 1970 καί κυκλοφόρησε τό 1971 ἀπό τόν ἐκδοτικό οἶκο τοῦ Μιλάνου Μονταντόρι. Τό βιβλίο περιλαμβάνει 103 ποιήματα χωρισμένα σέ τέσσερις μεγάλες ἑνότητες.

 

Ἡ πρώτη ἑνότητα εἶναι τά Ξένια Ι,

Ἡ δεύτερη ἑνότητα εἶναι τά Ξένια ΙΙ,

Ἡ τρίτη ἑνότητα εἶναι ἡ Σάτουρα Ι,

Ἡ τέταρτη ἑνότητα εἶναι ἡ Σάτουρα ΙΙ.

 

Τά ὀνόματα τῶν ἑνοτήτων εἶναι ἐνδεικτικά τῶν θεμάτων τά ὁποῖα διαπραγματεύονται τά ποιήματα.

 

Αὐτά τά ποιήματα εἶναι συνθέσεις γενικά σύντομες ἤ καί πολύ σύντομες, πού βρίσκουν τήν ἔμπνευσή τους σέ φαινομενικά τυχαῖα γεγονότα, ἀσήμαντα, σέ φευγαλέες ἀναμνήσεις ἤ στούς διαλόγους ἀνάμεσα στόν ποιητή καί στή γυναίκα του, τούς ὁποίους εἶχαν κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς τους. Ὁ συναισθηματικός τόνος τοῦ ἔργου πηγαίνει ἀπό τήν εἰρωνεία στό θρῆνο γιά τή σύντομη ζωή καί τόν ξαφνικό θάνατο τῆς γυναίκας του. Ἡ μορφή πηγαίνει ἀπό τό διάλογο στό ἐπίγραμμα.

Σ’ αὐτά τά εἰκοσιοκτώ Ξένια ὁ Μοντάλε ξεκινάει τόν μεταφυσικό του λόγο στόν ὁποῖο τά ὅρια μεταξύ τῶν ζωντανῶν καί τῶν νεκρῶν δέν εἶναι σταθερά ἀλλά προσωρινά. Ὁ Μοντάλε, στή συλλογή Σάτουρα, δίνει ἔτσι τήν πρώτη λέξη στή μεταφυσική διάσταση τῆς συλλογῆς, ἡ διαδρομή τῆς ὁποίας θά τερματιστεῖ μέ τό τελευταῖο ποίημα «Ah!» τῆς τελευταίας ποιητικῆς τοῦ συλλογῆς Ἄλλοι στίχοι, πού γράφτηκε τό 1980. Ἡ μεταφυσική διάσταση διαπερνᾶ σχεδόν ὅλη τήν ποιητική παραγωγή τοῦ Μοντάλε καί φανερώνει μιά πλευρά ἡ ὁποία εἶναι πολύ σημαντική σέ ὅλη τήν ποιητική του παραγωγή. Ἡ θέση τοῦ Μοντάλε μπορεῖ νά συνοψιστεῖ μέ αὐτά τά λόγια: οἱ ζωντανοί δέν γνωρίζουν ὅτι εἶναι ζωντανοί ἤ ἴσως εἶναι μόνο σκιές ἑνός ἀληθινοῦ κόσμου γιά τόν ὁποῖο ἔχουν χαθεῖ τά ἴχνη καί γιά τόν ὁποῖο δέν γνωρίζουμε οὔτε τήν ὑφή του, οὔτε τή δομή του.

 

Ὁ τίτλος τῆς ἑνότητας ἐπαναλαμβάνει τόν τίτλο τοῦ βιβλίου XIII τῶν ἐπιγραμμάτων τοῦ Λατίνου ποιητῆ Μαρτιάλη: «Ξένια» σημαίνει δῶρα πού στέλνουμε στούς φίλους. Ἦταν στή μόδα νά συνοδεύουμε τό δῶρο μέ ἕνα μπιλιετάκι, πού μποροῦσε κάποιες φορές νά ἀντικαταστήσει τό ἴδιο τό δῶρο. Ὁ Μαρτιάλης προτείνει ἕνα ρεπερτόριο ἀπό ὄμορφα δίστιχα, τά ὁποῖα σχετίζονται, σχεδόν ὅλα, μέ τρόφιμα, μέλι καί κρασιά. Αὐτή ἡ σύντομη συλλογή συνδέεται μέ τό ἑορταστικό κλίμα τῶν Σατουρναλίων, ὅταν ἦταν συνηθισμένη ἡ ἀνταλλαγή μικρῶν δώρων. Ἐξάλλου σέ μιά τηλεοπτική συνέντευξη, ὁ Μοντάλε παίρνει σαφεῖς ἀποστάσεις ἀπό τόν Λατίνο ποιητή: «Ἔγραψα εἴκοσι ὀκτώ σύντομα ποιήματα σέ ἀνάμνηση τῆς γυναίκας μου, πού χάθηκε πρίν ἀπό τέσσερα χρόνια. Ὁ τίτλος Ξένια πρέπει ἀκριβῶς νά κατανοηθεῖ μέ τήν ἔννοια τῆς ‛‛προσφορᾶς δώρου’’ καί δέν πρέπει νά μᾶς κάνει νά σκεφτοῦμε τό σαρκασμό τοῦ Μαρτιάλη, ὅσο κι ἄν αὐτά τά ποιήματα ἔχουν ἕναν χαρακτήρα συχνά ἐπιγραμματικό, ἀλλά ἀκριβῶς ὅτι ἔχουν μόνο τήν ἔννοια τοῦ δώρου καί τῆς ἀνάμνησης».

Τά Ξένια λοιπόν εἶναι τά δῶρα πού στέλνει ὁ ποιητής στή γυναίκα πού ἦταν φιλοξενούμενη στή ζωή του. Σάτουρα εἶναι λατινικός ὅρος πού παραπέμπει σέ πιάτο γεμάτο μέ διάφορα φροῦτα προσφορά στούς Θεούς (Satura Lanx). Ὅμως Σάτουρα εἶναι ἐπίσης ἕνα λογοτεχνικό εἶδος πού σχηματίζεται ἀπό διάφορα θέματα σαρκαστικοῦ ἤ σατιρικοῦ τόνου. Ἡ λέξη Σάτουρα τονίζει ἐπίσης τήν ἀνοικτή φύση τῆς συλλογῆς, τό χαρακτήρα της ὡς ἕνα μεῖγμα θεμάτων, στύλ, διαφορετικῶν γλωσσῶν τόν σατιρικό της ἀλλά καί ἐπιθετικό, πένθιμο καί φιλικό χαρακτήρα.

Τά Ξένια τοῦ Μοντάλε ἔχουν λίγους ἐλεγειακούς τόνους, ἀλλά εἰσάγουν πολυάριθμους χιουμοριστικούς τόνους πού ἀφοροῦν τή θέαση τοῦ κόσμου τῆς Μύγας, τῆς γυναίκας τοῦ ποιητῆ.

Αὐτά εἶναι ὡς ἐπί τό πλεῖστον ξεχωριστά ἤ παράξενα ἐπεισόδια, ἀλλά καί θέματα πού ἀφοροῦν τό θάνατο, τή μετά θάνατον ζωή, τόν Θεό πού θά ἔρθει ὡς ἕνα εἶδος συμβιβασμοῦ μεταξύ τῆς εἰρωνείας καί τῆς μαγείας καί τῆς καλῆς τύχης.

 

ΞΕΝΙΑ Ι

 

1

Τό ἀγαπημένο μικρό ἔντομο τοῦ τίτλου εἶναι ἡ «Μύγα». Ὁ ποιητής ἀναφέρεται στή γυναίκα του Ντρουσίλλα Τάντσι (ὡς γνωστόν ἡ προσωνυμία της ἦταν Μύγα, λόγῳ τῆς μεγάλης της μυωπίας), ἡ ὁποία πέθανε τό 1963.

Λέει ὁ ποιητής: «Τό 1963 πέθανε ἡ γυναίκα μου. Μοῦ ἦρθε ἡ ἐπιθυμία νά γράψω κάποιες ἀναμνήσεις ἀπό τή ζωή μου μαζί της. Εἶναι οἱ στίχοι τῶν Ξένια» (ἀπό συνέντευξη στόν Ραφαέλο Μπαλντίνι, 1971).

Μέ ἡμερομηνία 10 Ἀπριλίου 1964 εἶναι τό πρῶτο κείμενο τῶν Ξένια, καί εἶναι ἐπίσης αὐτό πού σημειώνει τήν ἐπιστροφή τοῦ Μοντάλε στήν ποίηση μετά ἀπό δεκαπέντε χρόνια σιωπῆς (Ἡ Μπόρα καί ἄλλα κυκλοφόρησε τό 1956), ἡ ὁποία διακόπηκε ἀποκλειστικά ἀπό τή δημοσίευση, σέ περιορισμένα ἀντίτυπα, τῆς συλλογῆς Σάτουρα τό 1963.

Ἡ ἀφορμή ἦταν ὁ θάνατος τῆς γυναίκας του, πρώην συζύγους τοῦ κριτικοῦ τέχνης Ματτέο Μαρανγκόνι, τήν ὁποία γνώρισε στή Φλωρεντία τό 1927.

 

Μικρό ἀγαπημένο ἔντομο

πού σέ φωνάζαν Μύγα, ποιός ξέρει τό γιατί,

ἀπόψε στό σκοτάδι σχεδόν

ἐνῶ διάβαζα τό Δευτερονόμιο

φάνηκες καί πάλι δίπλα μου,

μά χωρίς τά γυαλιά σου

καί δέν μποροῦσες νά μέ δεῖς

οὔτε ἐγώ μποροῦσα δίχως τή λάμψη τους

νά σέ γνωρίσω μέσα στή σκοτεινιά.

 

2

Ἐπαναλαμβάνεται καί δῶ τό χαρακτηριστικό ἀντικείμενο τῆς Μύγας, τά γυαλιά. Ὁ Μοντάλε ὑπογραμμίζει ἀμέσως τήν ἀπουσία τους. Τό ἔντομο πιά δέν ἔχει φτερά παρά μόνο στή φαντασία, μέ ἀποτέλεσμα νά πετάει μόνο σ’ αὐτή.

 

Ἡμερομηνία σύνθεσης 10 Ἀπριλίου 1964.

 

Δίχως τά γυαλιά οὔτε κεραῖες[1],

φτωχό ἔντομο πού τά φτερά σου[2]

τά εἶχες μόνο στή φαντασία,

μιά στραπατσαρισμένη Βίβλο[3] πολύ λίγο

ἀξιόπιστη, τό μαῦρο τῆς νύχτας,

μιά λάμψη, ἕνα μπουμπουνητό καί μετά

στό τέλος οὔτε καταιγίδα. Μά πῶς γίνεται

νά ‘φυγες τόσο ξαφνικά χωρίς

νά πεῖς μιά λέξη; Ὅμως εἶναι γελοία ἡ σκέψη

πώς ἀκόμα εἶχες χείλη.

 

11

Τό 1945 ὁ Μοντάλε γράφει τό ποίημα «Μπαλάντα γραμμένη σέ μιά κλινική» (ἀπό τή συλλογή Μπόρα) στό ὁποῖο διαβάζουμε, στούς στ. 14-15, «στήν κοιλότητα τῶν ματιῶν σου / λάμπουν ἀργά τά δάκρυά σου»· εἴκοσι χρόνια μετά, στίς 10 Δεκεμβρίου 1965, ὁ ποιητής ξαναπιάνει τό θέμα τοῦ κλάματος τῆς Μύγας στό ποίημα πού διαβάζουμε. Ὑπάρχει κι ἐδῶ ἡ διάσταση τῆς μνήμης πού χαρακτηρίζει ὁλόκληρη τή συλλογή. Ἐπίσης γιά μιά ἀκόμη φορά, φανερώνεται ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στίς δύο μορφές, ἐκείνης τοῦ ἀνθρώπου-ποιητῆ καί ἐκείνης τῆς Μύγας: ἐνῶ ὁ ἕνας εἶναι πάντοτε τυλιγμένος ἀπό τή θλίψη, ἀπό τόν πόνο (καί πράγματι τό κλάμα τοῦ ποιητῆ ἦταν διπλό σέ σχέση μέ κεῖνο τῆς γυναίκας του), ἡ ἄλλη προορισμένη νά ὑποφέρει, εἶναι πολύ πιό δυνατή, ἀνεξάρτητη, συχνά ἀσεβής.

Ὁ Μοντάλε θέλει νά δείξει μ’ αὐτό τό ποίημα τήν ἐσωτερική δύναμη τῆς γυναίκας του καί νά φανερώσει τόν αὐθεντικό χαρακτήρα της πού ξεπερνοῦσε τά σοβαρά προβλήματα ὑγείας πού ἀντιμετώπιζε μέ χιοῦμορ καί μέ ἀπίστευτη ζωντάνια.

 

Νά θυμηθῶ τό κλάμα σου (τό δικό μου ἦταν διπλό)

δέ φτάνει γιά νά σβήσει τά τρανταχτά σου γέλια.

Ἔμοιαζε σάν τήν πρόβλεψη μιᾶς ὁλοδικῆς σου

Δευτέρας Παρουσίας, πού δυστυχῶς δέν ἔγινε ποτέ.

 

12

Ὁ ἐρχομός τῆς ἄνοιξης δέν εἶναι αἰτία χαρᾶς, ἀλλά εὐκαιρία γιά ἕναν πικρό ὑπαρξιακό ἀπολογισμό. Ἡ ἀπουσία τῆς Μύγας κάνει πιό ὀδυνηρή τήν ἀνάμνησή της. Ὁ ποιητής θυμᾶται μικρά ἁπλά περιστατικά τῆς καθημερινῆς ζωῆς τους πού συνέβησαν ἄλλες, περασμένες ἄνοιξες, ὅταν ἡ γυναίκα του ἦταν στή ζωή. Ὁ ποιητής παρομοιάζει τόν ἐρχομό τῆς ἄνοιξης μέ τόν τυφλοπόντικα, ἕνα ἄλλο ζῶο τό ὁποῖο παρουσιάζεται στήν ποιητική μυθολογία τοῦ Μοντάλε. Ὁ τυφλοπόντικας, ὅπως ἡ μύγα καί ἡ νυχτερίδα, εἶναι ἀπό τά ἀγαπημένα ζῶα τοῦ ποιητῆ. Ὁ τυφλοπόντικας εἶναι κι αὐτό ἕνα ζῶο ἀρνητικό, μιά μεταφορά τῆς συγκεκριμένης ἐποχῆς τοῦ χρόνου ἡ ὁποία προκαλεῖ στόν ποιητή ἀρκετό πόνο.

Θυμᾶται τίς συζητήσεις πού ἔκανε μέ τή «Μύγα» ὅταν αὐτή ταλαιπωροῦνταν ἀπό τήν ἀρρώστια (πολύ ὡραῖο εἶναι τό ὀξύμωρο ἀνάμεσα στή λέξη ἀντιβιοτικά τά ὁποία θεραπεύουν καί στή λέξη πικρά).

 

Ἡ ἄνοιξη ξεπροβάλλει μέ βῆμα τυφλοπόντικα.[4]

Δέν θά σέ ἀκούσω πιά νά μιλᾶς γιά πικρά ἀντιβιοτικά,

γιά τό καρφί στό μηρό σου[5],

γιά τήν περιουσία σου πού ἕνας ἀκατονόμαστος «ἔξυπνος»

σοῦ τήν ἔφαγε.

 

Ἡ ἄνοιξη προχωράει μέ τίς πυκνές ὁμίχλες της,

μέ τίς μέρες πού μεγαλώνουν, τίς ἀνυπόφορες ὧρες της.

Δέν θά σέ ἀκούσω πιά νά παλεύεις μέ ὅσα ξαναγυρίζουν

μέ τόν καιρό, μέ τά φαντάσματα, μέ τά λογιστικά προβλήματα

τοῦ Καλοκαιριοῦ.

 

ΞΕΝΙΑ ΙΙ

 

13.

Ὁ ποιητής, μετά τό θάνατο τῆς γυναίκας του, βρῆκε καί κρέμασε στόν τοῖχο μιά φωτογραφία τοῦ πατέρα της· ἡ φωτογραφία ἦταν πάνω ἀπό ἑκατό χρόνων καί ἦταν πολύτιμη, ὄχι μόνο γιά τήν παλαιότητά της, ἀλλά καί γιατί, τώρα πού ἡ γυναίκα του δέν ὑπῆρχε πιά, ὅλα ὅσα τήν ἀφοροῦσαν καθίσταντο πολύ σημαντικά· αὐτός ἀπευθύνεται στή νεκρή γυναίκα του ὡς τόν ποιητικό του συνομιλητή γιά νά ἀποκαλύψει καί στή συνέχεια νά ἀνασχηματίσει τό γενεαλογικό δέντρο τῶν προγόνων του –κάθε ἄλλο παρά διάσημοι–, γιά τό ὁποῖο δέν ὑπάρχουν παρά σκόρπιες καί συγκεχυμένες πληροφορίες. Προσπαθεῖ τουλάχιστον νά ἀνασυνθέσει τήν ἱστορία τῆς πιό φημισμένης οἰκογένειας τῆς γυναίκας του, ὅμως ἡ ἔρευνα ἀποδεικνύεται δύσκολη. Πράγματι, μέ τά πρόσωπα –φίλοι ἤ συγγενεῖς– πού θά μποροῦσαν νά ξέρουν κάτι, δέν εἶναι δυνατόν νά ἔχουν μιά ἐπαφή: μέ αὐτούς τό ζευγάρι, ἤδη ἀπό τότε πού ἡ γυναίκα του ἦταν ἀκόμη ζωντανή, δέν εἶχε καμία οὐσιαστική σχέση καί ἡ ἀμοιβαία ἀδιαφορία ἦταν τέτοια πού θά μποροῦσε νά εἰπωθεῖ ὅτι σχεδόν δέν ὑπήρχανε γι’ αὐτούς, καί ἀντίστροφα.

 

Κρέμασα στό δωμάτιό μου τήν νταγκεροτυπία[6]

τοῦ πατέρα σου[7] ὅταν ἦταν παιδί: εἶναι πάνω ἀπό ἑκατό χρόνων.

Στήν ἀπουσία τοῦ δικοῦ μου[8], τόσο μπερδεμένου,

προσπαθῶ νά ἀνασυγκροτήσω, ἀλλά μάταια, τό δικό σου Πεντιγκρί.[9]

Δέν εἴμαστε ἄλογα, οἱ προγονοί μας

δέν ἐμφανίζονται στά ἀλμανάκ. Ἐκεῖνοι πού ὑποτίθεται ὅτι γνώριζαν τά γεγονότα δέν ὑπῆρχαν οἱ ἴδιοι

οὔτε ἐμεῖς γι’ αὐτούς. Καί λοιπόν; Κι ὡστόσο, γεγονός εἶναι πώς κάτι συνέβη, ἴσως ἕνα τίποτα πού εἶναι τά πάντα.

 

14

Ὁ μελετητής τοῦ Μοντάλε Romano Luperini λέει γιά τό ποίημα: «Αὐτό τό ποίημα φέρει ἡμερομηνία 27 Νοεμβρίου 1966, εἶναι ἕνα ἀξιοσημείωτο παράδειγμα τῆς μονταλιανῆς δομῆς ὕστερα ἀπό τήν κρίση καί τή σιωπή ἀνάμεσα στά μισά τοῦ ’50 καί τοῦ ’60: κυριαρχεῖ ἕνας τόνος φτωχός, καθημερινῆς ὁμιλίας, στά ὅρια τῆς πρόζας. Τό τέλος ὁποιασδήποτε ψευδαίσθησης γιά τήν ἀξία τοῦ πολιτισμοῦ μας καί τῆς ἱστορίας περιέχει μιά ὀδυνηρή ἤ εἰρωνική ἐπιστροφή τῶν περασμένων μύθων μας, ἀπό τούς ὁποίους ὁ ἴδιος ὁ Μοντάλε ἀφαιρεῖ τό μυστήριο καί τούς ἀπαρνεῖται. Τό κουράγιο πού παίρνει ὁ ποιητής ἀπό τή γυναίκα του εἶναι ἡ μοναδική δυνατή ἀξία – ἐννοούμενη ὡς κουράγιο νά ἀναγνωρίσει τή μηδαμινότητα τῆς ζωῆς καί τήν ἀπόλυτη ἔλλειψη τῶν ἀξιῶν.

Ἡ ἀπρόβλεπτη ἀφορμή γιά τή γένεση αὐτοῦ τοῦ κειμένου εἶναι ἡ πλημμύρα πού ἔπληξε τή Φλωρεντία, μέ τήν ὑπερχείλιση τοῦ ποταμοῦ Ἄρνο, τόν Νοέμβριο τοῦ 1966. Ἡ καταστροφή, ἡ ὁποία ἔγινε ἀπό τά λασπόνερα πάνω στά ἀντικείμενα πού διατηροῦσε ὁ ποιητής στό ὑπόγειο τοῦ σπιτιοῦ του, καθίσταται ἡ ἀλληγορία τοῦ τέλους τῶν προσωπικῶν του μύθων καί τῆς ἀνεπανόρθωτης τώρα πιά κρίσης ταυτότητάς του. Ἡ ἀναφορά σχετίζεται ἰδιαίτερα μέ τήν ἰδεολογία ἐκείνων τῶν χρόνων [δεκαετία τοῦ ’30], δηλαδή μέ τήν τυπική πεποίθηση τῶν ἀντιφασιστῶν διανοουμένων κατά τή διάρκεια τοῦ καθεστῶτος – νά μπορέσουν νά ἐπαναβεβαιώσουν τήν ταυτότητά τους καί νά ὑπερασπιστοῦν τήν ἔννοια τοῦ πολιτισμοῦ μέσῳ τῆς ἀπομόνωσης καί τῆς διατήρησης τῶν ἀξιῶν τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς ποίησης. Τό ὑπόγειο ἀναπαριστᾶ ἐδῶ τό κάστρο τῶν γραμμάτων, μέ τούς εὔθραυστους μύθους του».

 

Ἡ πλημμύρα κατάπιε ὅλα τά ἔπιπλα,

τά χαρτιά, τούς πίνακες πού ἦταν διπλοκλειδωμένοι σ’ ἕνα κλειστό ὑπόγειο.

Ἀναμφίβολα πάλεψαν στά τυφλά τά κόκκινα δέρματα[10],

οἱ ἀτέλειωτες ἀφιερώσεις τοῦ Du Bos,

τό βουλοκέρι μέ τή γενειάδα τοῦ Ἔζρα,

ὁ Βαλερύ τοῦ Ἀλαίν, τό πρωτότυπο

τῶν Ὀρφικῶν Τραγουδιῶν – καί μετά κάποιο πινέλο ξυρίσματος[11], χιλιάδες μπιχλιμπίδια καί ὅλες οἱ μουσικές[12] τοῦ ἀδελφοῦ σου τοῦ Σίλβιο.

Δέκα, δώδεκα μέρες κάτω ἀπό τό φοβερό δάγκωμα[13]

τοῦ πετρελαίου καί τῶν περιττωμάτων.[14] Πόσο ὑπέφεραν πρίν χάσουν τήν ταυτότητά τους.

Καί ‘γώ ἀκόμη εἶμαι μέχρι τό λαιμό στή λάσπη γιατί

ἡ οἰκογενειακή μου κατάσταση ἦταν ἀμφίβολη ἐξαρχῆς.

Δέν μέ κράτησε αἰχμάλωτο τό λασπῶδες κύμα, ἀλλά τά γεγονότα μιᾶς ἀπίστευτης πραγματικότητας, πού δέν πίστεψα ποτέ.

Ἀπέναντί τους τό θάρρος μου ἦταν

τό πρῶτο ἀπό τά δάνειά σου

καί ἴσως ἐν γνώσει σου.

Τα ποιήματα δημοσιεύθηκαν σε αυτό το τεύχος.


[1] Δίχως… κεραῖες: Τό στοιχεῖο τῆς ἀπουσίας εἶναι ἄμεσα παρόν γιά νά ἐπισημάνει ὅτι ἡ «Μύγα» ἔχασε τά στοιχεῖα πού τή χαρακτηρίζουν.

[2] φτερά: Δέν εἶναι πιά αὐτά μιᾶς ἀέρινης ὕπαρξης (Ἄγγελος-Πουλί), ἀλλά εἶναι ἁπλῶς φτερά ἑνός ἐντόμου.

[3] Βίβλος: Γιά τόν Φόρτι 1983, σ. 362, εἶναι «τό γενεσιουργό στοιχεῖο τοῦ πόνου».

[4] Ἡ ἄνοιξη… τυφλοπόντικα: Βγαίνει ἀπό τό λήθαργο τοῦ χειμώνα ὅπως ὁ τυφλοπόντικας.

[5] γιά τό καρφί στό μηρό σου: Ἀποτέλεσμα μιᾶς πτώσης της τόν Αὔγουστο τοῦ 1963· ἕξι μῆνες μετά τή χειρουργική ἐπέμβαση στήν ὁποία ὑποβλήθηκε, ἡ «Μύγα» πέθανε στήν Πολυκλινική τοῦ Μιλάνου.

[6] νταγκεροτυπία: Ἡ νταγκεροτυπία ἤ δαγκεροτυπία ὑπῆρξε ἡ πρώτη πρακτική καί ἐμπορική φωτογραφική διαδικασία καί παρουσιάστηκε ἐπίσημα ἀπό τόν Γάλλο ἐφευρέτη Λουί Νταγκέρ, τό 1839.

[7] ὁ πατέρας σου: Ὁ πατέρας τῆς γυναίκας τοῦ Μοντάλε ἦταν ὁ Κάρλο Τάντσι, σοσιαλιστής δικηγόρος.

[8] Στήν ἀπουσία τοῦ δικοῦ μου… πεντιγκρί: Ἐδῶ ὁ ποιητής ὑπαινίσσεται κρυφά μιά διαφορά στήν κοινωνική προέλευση ἀνάμεσα στή δική του οἰκογένεια, πού ἀνῆκε σέ μιά εὔπορη, ἀστική, ἐμπορική τάξη, καί σέ κείνη τῆς γυναίκας του, πού ἀνῆκε ἀντίθετα στήν ὑψηλή ἀστική τάξη.

[9] Πεντιγκρί: Ὁ Πεντιγκρί εἶναι ὁ ἀναλυτικός γενεαλογικός χάρτης τοῦ σκύλου ἀλλά καί τῶν ἀλόγων.

[10] Κόκκινα δέρματα: Πολύτιμες βιβλιοδεσίες ἀπό δέρμα ζώων (κυρίως κατσίκας) πού καθιστοῦσε τά βιβλία μαλακά καί τούς ἔδινε λαμπερό χρῶμα.

[11] πινέλο ξυρίσματος, χιλιάδες μπιχλιμπίδια: Ἀρχίζει ἡ λίστα μέ προσωπικά ἀντικείμενα, πράγματα πού δέν ἔχουν καμιά συλλεκτική ἀξία καί παραπέμπουν στή σφαίρα τῆς προσωπικῆς ταυτότητας· τά πινέλα ξυρίσματος φέρνουν στή μνήμη μέ εἰρωνικό τρόπο «τά γένια τοῦ Ἔζρα» τοῦ στ. 6.

[12] ὅλες οἱ μουσικές… Σίλβιο: Τά ἔργα τοῦ μουσικοῦ ἀδελφοῦ τῆς Μύγας (δές Ξένια Ι, 13). Ἡ τέχνη δέν εἶναι πιά σέ θέση νά ἐγγυηθεῖ ἀκόμη καί τή μεταφορική ἀθανασία, δεδομένου ὅτι ὅλα εἶναι προορισμένα νά ἀνακατευτοῦν στή λάσπη τῆς πλημμύρας.

[13] δάγκωμα: Εἶναι κυρίως ἡ διαβρωτική ἐνέργεια μιᾶς ὄξινης οὐσίας (καί τεχνικός ὅρος τῆς χαρακτικῆς τέχνης).

[14] περιττωμάτων: Ἡ μόνη βεβαιότητα εἶναι ὅτι τά πράγματα ἔχουν καταστραφεῖ καί ἔχασαν τή φυσιογνωμία τους.