Hans Thill – Ἀπό τά δάση

ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΑΡΙΝΑ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Ο ΧΑΝΣ ΤΙΛ, ἕνας ἀπό τούς σημαντικούς σύγχρονους Γερμανούς ποιητές, μέ πλούσιο μεταφραστικό ἔργο, γεννήθηκε τό 1954, στήν ἐπαρχιακή πόλη Μπάντεν-Μπάντεν, στή Νοτιοδυτική Γερμανία. Σήμερα ζεῖ στή Χαϊδελβέργη. Διακρίθηκε ἀπό νωρίς ὡς μεταφραστής, ἀποδίδοντας στά γερμανικά ἔργα τῶν Ivan Goll, Guillaume Apollinaire, Raymond Queneau, Philippe Soupault κ.ἄ. Ἡ πρώτη του ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε τό 1985 μέ τίτλο Γέλια Σειρῆνες [Gelächter Sirenen], ἀπό τόν ἐκδοτικό οἶκο Wunderhorn, τόν ὁποῖον εἶχε ἱδρύσει ὁ ἴδιος τό 1978, μαζί μέ τούς Angelika Andruchowicz, Manfred Metzner, Ulla Tripp καί Dorothea Lang. Μέχρι σήμερα ἔχει ἐκδώσει ἑπτά δικά του βιβλία ποίησης καί πρόζας, μέ τελευταῖο τό Βιβλίο τῶν χωριῶν [Buch der Dörfer, 2014, ἐκδ. Matthes & Seitz]. Ἔχει ἐπιμεληθεῖ ἐπίσης, ἀπό κοινοῦ μέ τόν Michael Braun τρεῖς ἀνθολογίες σύγχρονων Γερμανῶν ποιητῶν.

Ἀπό τό 2004 ὁ Χάνς Τίλ διευθύνει τό πρόγραμμα «Ποίηση τῶν γειτόνων – Ποιητές μεταφράζουν ποιητές» [Poesie der Nachbarn – Dichter übersetzen Dichter], πού στεγάζεται στό Künstlerhaus Edenkoben καί εἶναι ἀφιερωμένο κάθε χρόνο σέ μιά διαφορετική εὐρωπαϊκή χώρα καί γλώσσα. Ποιητές ἀπό τήν ἑκάστοτε τιμώμενη χώρα προσκαλοῦνται καί φιλοξενοῦνται γιά λίγες μέρες στό Ἔντενκομπεν καί συνεργάζονται μέ Γερμανούς ποιητές, μέ τή βοήθεια μεταφραστῶν-διερμηνέων, γιά τή μετάφραση τῶν ποιημάτων τους στά γερμανικά. Ὁ καρπός αὐτῆς τῆς συνεργασίας ἀποτυπώνεται στή συνέχεια στήν ἔκδοση ἑνός βιβλίου. Ἀπό τό 2010 ὁ Χάνς Τίλ ἔχει ἀναλάβει καί τή γενική καλλιτεχνική διεύθυνση τοῦ Künstlerhaus Edenkoben.

 

Ἡ ποιητική σύνθεση «Ἀπό τά δάση» [«Von den Wäldern»], πού παρουσιάζεται ἐδῶ, ἀποτελεῖ ἕνα τμῆμα ἀπό τό καινούργιο βιβλίο τοῦ Χάνς Τίλ, πού ἀναμένεται νά κυκλοφορήσει ἐντός τοῦ 2015 ἀπό τόν καινούργιο ἐκδοτικό οἶκο Brueterich Press τοῦ ποιητῆ Ulf Stolterfoht. Τό «Ἀπό τά δάση», ἕνα μεγάλο ποίημα διαρθρωμένο σέ δώδεκα ἐπιμέρους ποιήματα, ὅλα τους ἄτιτλα, εἶναι ἡ περιπλάνηση σέ μιά γεωγραφία ἐξίσου ὑπαρκτή καί φανταστική. Ὁ Τίλ συνεχίζει ἐδῶ τό εἶδος τῆς περιήγησης –ἡ ὁποία συνιστᾶ συγχρόνως καί ἀναψηλάφηση τοῦ βίου, διαρκή ἐπιστροφή σέ βιώματα καί διαβάσματα πού τόν σημάδεψαν– τό ὁποῖο εἶχε ἐγκαινιάσει στό προηγούμενο βιβλίο του, τό Βιβλίο τῶν χωριῶν.

Τά γερμανικά δάση καλύπτουν τό 1/3 τῆς συνολικῆς ἔκτασης τῆς Γερμανίας καί ἀποτελοῦν σήμερα ἕνα πολύμορφο οἰκοσύστημα καί δημοφιλή προορισμό διακοπῶν καί, ὡς ἐκ τούτου, ἕνα πεδίο τουριστικῆς ἀνάπτυξης, οἰκονομικῆς ἀξιοποίησης καί οἰκολογικῆς διεκδίκησης. Συγχρόνως, τό δάσος ἀποτελεῖ ἐθνικό σύμβολο τῶν Γερμανῶν καί ἔχει ἀποτυπωθεῖ στή λογοτεχνία, στή ζωγραφική, στήν ὄπερα, ἀλλά καί στή λαϊκή κουλτούρα καί στά παραμύθια. Εἰδικά στό πεδίο τῆς ποίησης, τό δάσος λειτούργησε διαχρονικά ὡς ἰσχυρό θεματικό μοτίβο, συνδεόμενο συχνά μέ ζητήματα ποιητικῆς – ἀπό τόν Paul Flemming (1609-1640), κορυφαία φυσιογνωμία τοῦ γερμανικοῦ Μπαρόκ, ὁ ὁποῖος κατέταξε τά γερμανικά ποιήματά του (ἔγραψε καί στά λατινικά) σέ τέσσερις ἑνότητες, «Ποιητικά Δάση», «Ἐπιγραφές», «Ὠδές» καί «Σονέτα», μέσῳ τοῦ Heinrich Heine καί τοῦ Berthold Brecht, (βλ. τό γνωστό «Γιά τόν φτωχό Μπ. Μπ.», πού ξεκινᾶ μέ τό στίχο «Ἐγώ, ὁ Μπέρτολτ Μπρέχτ, εἶμαι ἀπό τά Μαῦρα Δάση»), στόν σύγχρονο ποιητή Steffen Popp (γεν. 1978), σημαντικό ἐκπρόσωπο τῆς νεότερης γενιᾶς Γερμανῶν ποιητῶν [βλ. τό τελευταῖο του βιβλίο Λόχμη μέ ὁμιλίες καί μάτια (Dickicht mit Reden und Augen), 2013].

Τό κίνημα τοῦ Ρομαντισμοῦ ἦταν αὐτό πού ἀνήγαγε τό δάσος σέ καταγωγικό τόπο τοῦ γερμανικοῦ πολιτισμοῦ, ταυτίζοντάς το μέ τήν καθαρή ἀνόθευτη φύση, τό ἀρχέγονο, τό ὡραῖο, τό ἄγριο καί τό ἀνεξιχνίαστο, καί ἀντιπαραβάλλοντάς το –ὡς ἰδανικό, ἐπιθυμητό τόπο διαφυγῆς– μέ τόν ἀσφυκτικό ὀργανωμένο πολιτισμό τοῦ ἄστεως. Κατά τή διάρκεια τῶν «Ἀπελευθερωτικῶν Πολέμων» (1813-1815) ἐνάντια στή Γαλλία τοῦ Ναπολέοντα, τό γερμανικό ἐθνικό κίνημα ἀνύψωσε τό δάσος σέ σύμβολο τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας, σέ ἀναφορά μέ τήν ἱστορική Μάχη τοῦ Τευτοβούργιου Δρυμοῦ, ὅπου τό 9 μ.Χ. τά γερμανικά φύλα κατατρόπωσαν τόν ρωμαϊκό στρατό. Οἱ νοηματοδοτήσεις καί οἱ ἀναφορές αὐτές, ὅπως καί ἡ χρήση τοῦ δάσους ὡς συμβόλου, υἱοθετήθηκαν ἀπό τόν ἐθνικοσοσιαλισμό καί ὑπέστησαν περαιτέρω ἰδεολογικοποίηση («τό δάσος ὡς πατρίδα» καί «οἱ Γερμανοί ὡς ἀρχέγονος λαός τοῦ δάσους»). Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ ρομαντική εἰκόνα γιά τό δάσος διατηρήθηκε καί μετά τήν πτώση τοῦ ναζισμοῦ καί ἐπέδειξε ἔτσι ἀξιοσημείωτη ἀντοχή μές στό χρόνο, λειτουργώντας μάλιστα κατά τή μεταπολεμική περίοδο –πού σηματοδότησε τήν ἀρχή μιᾶς ἐντατικῆς ἀξιοποίησης, ἄρα καί ἐπιβάρυνσης γιά τά δάση– ὡς κίνητρο οἰκολογικῆς ἐπαγρύπνησης καί κινητοποίησης: τό δάσος, ὡς ἐθνική ὑπόθεση, ὡς ἐνσάρκωση τῆς φύσης καί τῆς ὀμορφιᾶς, ὡς τόπος ἠρεμίας καί μοναξιᾶς (ἐξ οὗ καί ἡ περίφημη γερμανική λέξη «Waldeinsamkeit», ἡ «μοναξιά τοῦ δάσους»), θά πρέπει νά προστατευθεῖ.

Στό ποίημα τοῦ Χάνς Τίλ, τά δάση μέ τήν ποικιλομορφία τους, μέ τήν πυκνή βλάστησή τους, μέ τήν αἴσθηση μυστηριώδους ἀπειλῆς καί σκοτεινῆς ὑπόσχεσης πού ἐκπέμπουν, καθορίζουν τό εἶδος τῆς διαδρομῆς πού ἀκολουθεῖται, σέ διπλό χρόνο: εἴσοδος/ἔξοδος, εἰσχώρηση/ἀποδέσμευση. Ἐντυπωμένες, μεγεθυσμένες αἰσθήσεις, ἀποσπασματικές εἰκόνες τόπων, ἀνθρώπων, φυτῶν, ἐντόμων, ἀντηχήσεις ὁμιλιῶν καί σιωπῶν, ἱστορικά ἴχνη, μνῆμες πολέμων καί μνῆμες ἀναγνωσμάτων συνταιριάζονται μεταξύ τους σάν τά πλάνα μιᾶς ταινίας.

Βιωμένη ξανά ὡς ἀνάμνηση ἤ ἐπινοημένη, ἡ περιπλάνηση μπλέκεται ἀδιαχώριστα μέ τή γραφή. Ἡ τελευταία γίνεται τό μέσο γιά νά διερευνηθεῖ αὐτό πού ἀπομένει καί ἐπενεργεῖ («Ἀπό τά δάση ἔχουμε ἀκόμα…» εἶναι μιά φράση πού διατρέχει καί συνέχει τό ποίημα), ἤ αὐτό πού, ἐνῶ φαινόταν πώς ἔχει χαθεῖ, ἐπανέρχεται, ἔχοντας ἐνδιάμεσα μετατραπεῖ σέ κάτι ἄλλο. Ἔτσι ἡ περιπλάνηση γράφεται ἀλλά δέν καταγράφεται, δέν παγιώνεται: διατηρεῖ ἐντός της τή διακινδύνευση, τήν ἀμφιβολία, τήν ἀπώλεια τοῦ προσανατολισμοῦ, τό «ἄναυδο ποῦ;», ὅπως λέει ἕνας στίχος τοῦ Χάνς Τίλ.

 

 

ΑΠΟ ΤΑ ΔΑΣΗ

Ἀπό τά δάση ἔχουμε ἀκόμα

τά γράμματα. Τό ἀργό βῆμα μιᾶς βελανιδιᾶς,

φρύγανα, πού ἀνοίγουν καί κλείνουν σάν καρδιά,

μιά γυάλινη πόρτα στό ἀεροδρόμιο.

 

Ἀγοράζεις μιά ἐφημερίδα, τά φτερά μιᾶς

πιτσιλωτῆς πεταλούδας.

Ἔξω ἀπ’ τήν πόλη ἀκούγεται τό τραύλισμα τῶν δασῶν.

 

Θόρυβος τοῦ ἀλφάβητου, ὅπως καί στίς

μεθορίους οἱ ὁμιλίες τῶν γυναικῶν, πού ἐπιδεικνύουν

τά λεξικά τους, σάν νά θέλουν νά τά ξεπλύνουν ὅλα

σέ μιά σκοτεινή λιμνούλα. Ὁ καιρός εἶναι

κολλώδης καί διαυγής.

 

Σέ φέραν ἀπ’ τό πυκνό

ἀφρικάνικο δάσος. Σημύδα καί διπλή βελανιδιά,

προστατευμένες ἤ καταφαγωμένες ἀπ’ τά ζῶα.

Τή γραφή τήν ἔχεις ἀφήσει πρό πολλοῦ πίσω σου,

ἕνας στύλος

 

σέ σῶμα κιμωλίας ἤ τό

ἴχνος τῆς ἐξάντλησης. Βατράχια τῆς ἐξάντλησης.

Ἀπό τά δάση ἔχουμε ἀκόμα τά βρύα, τό μαλακό κρεβάτι

τῆς γραφῆς πάνω στό βυθό τοῦ ὀφθαλμοῦ,

πράσινο σάν πουλόβερ, μιά δάφνη

μέ βλαστούς φόβου.

 

Ἀπό τά παλαιά δάση ἔχουμα ἀκόμα

τά δάχτυλα, εἴκοσι σέ κάθε συσκευή

γιά νά ἐπιλέξουμε καί τρία σέ ἕνα νυχτερινό ὄργανο.

 

Ἡ γραφή σιγεῖ στόν παρατατικό,

στόν ὕπνο ξεριζώνουμε τά πόδια μας.

Τήν ὥρα πού τό δέντρο ἀγαπάει τό φῶς κι ἐμεῖς

λέμε ἀκόμα προτάσεις ἀπό ἁλάτι, αὐτός βλέπει ἤδη

τή μεγάλη φάλαγγα τῶν τάνκς

 

καί ὅλο τό κολακευμένο

δάσος ἀνοίγει νά περάσει ὁ στρατός. Οἱ στρατιῶτες

ἔχουν σημάδια στό κορμί, πράσινο στά κράνη.

Ἔχουν ὀνόματα στό στῆθος, ἄνθη στό στόμα ἀπό ἕνα

δέντρο πού κόπηκε

 

καί φυσίγγια στό πλευρό. Καί γυναῖκες

εἶναι ἐκεῖ, τραγουδοῦν τά ἴδια τραγούδια. Ἀπό τά σκοτεινά

δάση ἔχουμε ἀκόμα τή σεμνότητα

κι ἕναν λόξυγγα τό πρωί,

καθώς βιαζόμαστε νά

 

συλλαβίσουμε. Πίνουμε τώρα τή γραφή,

ἀφοῦ ξυπνήσαμε κάτω ἀπό χαρτιά μέ φτερά, ὅπου παλιά

ἔβρισκες τίς ἀπαγορευμένες λέξεις

 

αὐτές ἀδειάζονται σάν παλιοπράματα πάνω στόν πάγκο τοῦ τραπεζιοῦ μας.

Μήν ἐμπιστεύεσαι τόν ἄντρα μέ τά γκρίζα παπούτσια.

 

Ἀπό τά νεκρά δάση στό Φρόυντενσταντ

ἔχουμε ἀκόμα τούς κάλους στά πόδια

καί μιά θλίψη πού μᾶς μένει μετά

σάν τά προχθεσινά μας ροῦχα. Ἀπό τά παλαιά

δάση στό Μέτσινγκεν[1] ἔχουμε

ἀκόμα

 

τά γυαλιά τῶν μπουκαλιῶν, μέσα ἀπ’ τά ὁποῖα βαδίζαμε

τό προηγούμενο βράδυ, ἀπό τά ἀποψιλωμένα, καμένα

δάση, πού ‘γιναν τόσο γρήγορα στάχτη, πού ἀξιοποιήθηκαν

πιό γρήγορα ἀπ’ ὅ,τι ἐμεῖς πίνουμε. Καί ψάχνουμε

στόν πάτο τοῦ μπουκαλιοῦ

 

(ἀπό τό Μπορντό) νά διαβάσουμε τήν ἴδια μας τή γραφή, στραβή

σάν νά μεγάλωσε στό Χάουμπεργκ, μιά λόχμη πάνω ἀπ’ τό μαλακό

κολλῶδες ἔδαφος. Εἶναι τόσο μαύρη ἄν κοιτάξεις ἀπό μακριά

πού δέν ξεχωρίζεις

τά ἀρθρόποδα ζῶα

 

ἀπό τό φόντο τους ἤ δέν καταλαβαίνεις

τί θά μποροῦσαν νά λένε. Ἀπό τά ἐπίπεδα δάση τοῦ Χάρντ[2]

ἔχουμε ἀκόμα τήν ὅλο καί μεγαλύτερη διάθεση γιά ἀμφιβολία

πού μᾶς κυριεύει τά μεσημέρια μές στό διυλισμένο

φῶς

 

τῶν κουρτινῶν, μιά σιωπή τῆς Σουηβίας

μές στή μέση τοῦ κεφαλαίου, ἀνάμνηση ἑνός βιβλίου

τῶν ἐνδεχομένων. Ἀπό τά δάση τῶν βετεράνων ἔχουμε ἀκόμα

ροκανισμένους στίχους, μιά θηλιά, πού ἔπεσε κάτω σάν λέξη μέ τέσσερα γράμματα

καί ἕνα ἄχ. Ἀπό τά ἄγρια

δάση

 

ἔχουμε ἀκόμα τό ἀσύμμετρο βλεφάρισμα

ὅταν ἡ γραφή ἤδη ἐμφανίζεται θολή σέ μιά ὀθόνη.

Εἶναι τό ξεθωριαμένο φῶς τή νύχτα

στούς δρόμους, πού πέφτει

ἀπ’ τά παράθυρα

 

ἥσυχο σάν τό θήραμα τέτοια ὥρα. Ἀπό τά παιγμένα

δάση ἀπό τή Fly Over Country[3] ἔχουμε ἀκόμα

τούς ὁμιλητικούς ταξιτζῆδες, φοβισμένους

στά δερμάτινα καθίσματά τους. Ἀπό τά

γυμνά

 

δάση ἔχουμε ἀκόμα τό σήκωμα

τῶν χεριῶν, ὅταν στεκόμαστε σέ μιά χαρακτηριζόμενη περιοχή πρασίνου

ὅπου σέ λίγο καταφθάνουν τά ἑλικόπτερα.

Ἤ ὅταν ἡ μπάλα

μπαίνει

 

στό καλάθι, ἐκεῖ πάνω στό Κένιγκστουλ[4],

κάτω στό Φινιστέρε.[5] Ἀπό τά πυκνά δάση τοῦ Βορρᾶ

ἔχουμε ἀκόμα τόν ραβδωτό κώδικα, πού σοῦ

ἀποσπᾶ ἕνα χαμόγελο. Τώρα χιόνι

σκεπάζει

 

τό Πίζ Παλύ[6] καί τίς πατοῦρες[7] τῶν γραμματοσειρῶν,

βυθιζόμαστε ὥς τά γόνατα, ὥς τό φύλο. Ἀπό τά θορυβώδη

δάση στό Χόκενχαϊμ[8]

ἔχουμε ἀκόμα τό στόμα,

πού μασάει

 

τό δέρμα τοῦ ζώου, πρίν νά γίνει περγαμηνή

μιά μεμβράνη γιά τόν Ὄσκαρ, στό δρόμο του πρός τόν Κλάους, πρός τήν

Κλαούντια, μέ τή μυρωδιά τοῦ λάπαθου,

πού φύτρωνε πολύ καιρό μές στό χορτάρι,

 

στό Χάγκεν, τόν ἴδιο ἐκεῖνον πού ἔκανε τατουάζ στόν Ζίγκφριντ.[9]

Ἀπό τά ἥσυχα δάση στό Βόρμς[10]

ἔχουμε ἀκόμα τά σκουλήκια ὡς ντροπαλούς ρούνους[11],

 

ἕνα κουδούνισμα στό χαστουκισμένο στόμα. Ἀπό τά

θυμωμένα δάση τοῦ Ντόνερσμπεργκ[12]

(mont tonnere)[13],

 

ἀπό τά σαββατιάτικα δάση στό

Βόρμς ἔχουμε ἀκόμα τό φλοιό πάνω ἀπ’ τά σκουλήκια καί

ἕνα ἐκχύλισμα μανιταριοῦ, πού κάνει τίς λέξεις

νά λάμπουν στή μήτρα ἑνός δέντρου, πού ψάχνει

τή σκιά

 

καί ψάχνοντας πεθαίνει. Ἀπό τά φωτεινά δάση

ἔχουμε ἀκόμα τίς πυραμίδες τοῦ Παρισιοῦ, τά καρύδια, μαῦρα

μές στά τσόφλια καί τίς μέλισσες, πού ἐδῶ καί

μυριάδες χρόνια τούς κλέβουμε τήν τροφή. Ἀπό τά

κόκκινα

 

πορφυρά δάση ἔχουμε ἀκόμα τά φίδια,

ἀκίνητα πάνω στήν ἀνθεκτική ἄσφαλτο. Ἀπό τά ἀκανθώδη δάση

ἔχουμε ἀκόμα λίγες σταγόνες ἀπό ἕνα πράσινο σιρόπι

μέ παραπλανητική γεύση, λές καί πρόκειται

νά μᾶς φυτρώσουν

 

παντοῦ τρίχες. Ἀπό τά πυκνά δάση

τοῦ Νότου ἔχουμε ἀκόμα τό σλάλομ στά μπράτσα, ὅταν

ὁδηγοῦμε τούς τέσσερις τροχούς μας μέσα στήν ἔκταση

πού ἁπλώνεται. Ἀπό τά λευκά δάση τῆς Τάιγκα[14]

ἔχουμε

 

ἀκόμα τήν κατειλημμένη γλώσσα, τό ἄναυδο ποῦ;

τά πρωινά ὅταν ξυπνᾶμε, καί ἀπό τά ὑποθαλάσσια δάση ἔχουμε

ἀκόμα τό χειροκρότημα μετά. Ἀπό τά

ἀπολιθωμένα δάση μας μένει μιά ὑγρασία

γύρω ἀπ’ τά μάτια

 

ἤ ὅταν εἴμαστε κουρασμένοι μᾶς διαπερνᾶ ἕνα ψύχος

ἀπό τά ζωγραφιστά δάση σ’ ἕνα πανδοχεῖο, πού ὁ ἀέρας του

εἶναι πολύ στενός γιά τό στῆθος μας. Ἀπό τά

κουραστικά δάση τοῦ Μαρόκο

ἔχουμε

 

ἀκόμα τό βήχα καί τή νύστα. Ἀπό τά

πολυπληθῆ δάση ἔχουμε ἀκόμα τά νοσοκομεῖα

κάποιο κυριακάτικο ἀπόγευμα καί νά μυρίζουν

οἱ φλοῦδες τοῦ πορτοκαλιοῦ σ’ ἕνα τοπικό τρένο.

Ἀπό τά ἀλγερινά

 

δάση ἔχουμε ἀκόμα δυό-τρεῖς φράσεις

τοῦ Αὐγουστίνου καί τόν πόνο στό πλευρό μέ τό γρήγορο βάδισμα.

 

Ἀπό τά παλαιά δάση πετρελαίου τῆς Ἀραβίας

ἔχουμε ἀκόμα τούς τέσσερις φθόγγους

τοῦ γενετικοῦ μορίου

cradle to cradle[15]

 

Ἀπό τά ἀφρικανικά δάση ἔχουμε

ἀκόμα τό ἔνστικτο τῆς φυγῆς καί τά ἁπλά

μηχανήματα

 

μιᾶς παιδικῆς ἡλικίας ἀνάμεσα σέ ἀνεμοδαρμένους ἀγρούς

καί ἀνεβασμένη πάνω σέ βράχο στό ποτάμι

χτενίζει τά ξανθά της μαλλιά[16]

Siyaya e Pitoli[17]

 

 

Τα ποιήματα δημοσιεύθηκαν σε αυτό το τεύχος.

 



[1] Φρόυντενσταντ [Freudenstadt], Μέτσινγκεν [Metzingen]: Πόλεις πού ἀνήκουν στό κρατίδιο τῆς Βάδης-Βυτεμβέργης, στή Νοτιοδυτική Γερμανία. Τό Φρόυντενσταντ τοποθετεῖται στή βόρεια πλευρά τοῦ Μέλανα Δρυμοῦ [Schwarzwald], ἐνῶ γύρω ἀπό τό Μέτσινγκεν ὑπάρχουν ἐπίσης μεγάλες δασικές ἐκτάσεις. (Σ.τ.μ.)

[2] Χάουμπεργκ [Hauberg], Χάρντ [Hardt]: Δασικές ἐκτάσεις στήν Κεντρική καί στή Νότια Γερμανία, ἀντίστοιχα. Τό πρῶτο ἐντάσσεται σέ ἕνα εἰδικό συνεταιριστικό πρόγραμμα δασοκομικῆς προστασίας καί διαχείρισης, τό δεύτερο ἀποτελεῖ τόν «πράσινο πνεύμονα» τῆς πόλης τῆς Καρλσρούης. (Σ.τ.μ.)

[3] Τό Fly-over country (ἤ Fly-over state) εἶναι ἔκφραση πού ἀναφέρεται σέ κάποια ἀπό τίς πολιτεῖες τῶν ΗΠΑ (ὅπως, π.χ., τή Νεμπράσκα, τήν Ὀκλαχόμα, τό Ἀρκάνσας ἤ τό New Mexico) πού δέν ἀποτελεῖ δημοφιλή προορισμό καί ἔτσι οἱ ταξιδιῶτες συνήθως περνοῦν ἁπλῶς ἀπό πάνω της μέ τό ἀεροπλάνο, καθώς πετοῦν ἀπό τή μιά ἀκτή τῶν ΗΠΑ στήν ἄλλη. (Σ.τ.μ.)

[4] Τό Κέινγκστουλ [Königstuhl] εἶναι τό ψηλότερο βουνό (ἡ κορυφή του βρίσκεται στά 567,8 μέτρα ὑψόμετρο) στήν περιοχή τοῦ Μικροῦ Ὄντενβαλντ [Kleiner Odenwald], κοντά στή Χαϊδελβέργη. (Σ.τ.μ.)

[5] Τό Φινιστέρε [Finisterre] εἶναι χερσόνησος στή δυτική ἀκτή τῆς Γαλικίας, στήν Ἱσπανία. (Σ.τ.μ.)

[6] Piz Palü: Βουνό στίς Ἄλπεις, μεταξύ Ἑλβετίας καί Ἰταλίας. (Σ.τ.μ.)

[7] Τυπογραφικός ὅρος, πού δηλώνει τό τμῆμα τοῦ γράμματος πού προεξέχει ἀπό τό κυρίως σῶμα τοῦ γράμματος καί χρησιμεύει στό νά κρατάει ἀπόσταση ἀπό τά γύρω τυπογραφικά στοιχεῖα. Οἱ πατοῦρες (ἤ ἀκρέμονες) εἶναι λοιπόν οἱ μικρές γραμμοῦλες στήν ἄκρη τῶν γραμμάτων. Ὑπάρχουν γραμματοσειρές μέ πατοῦρες, ὅπως ἡ Times New Roman, καί γραμματοσειρές χωρίς πατοῦρες (sans serif), ὅπως Arial καί ἡ Verdana. (Σ.τ.μ.)

[8] Τό Χόκενχαϊμ [Hockenheim] εἶναι πόλη στό βορειοδυτικό τμῆμα τοῦ κρατιδίου τῆς Βάδης-Βυτεμβέργης, στή Γερμανία. (Σ.τ.μ.)

[9] Διπλή ἀναφορά: Τό Χάγκεν [Hagen] εἶναι πόλη τῆς Δυτικῆς Γερμανίας, στό κρατίδιο τῆς Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Στό Τραγούδι τῶν Νιμπελοῦνγκεν, τό περίφημο γερμανικό μεσαιωνικό ἐπικό ποίημα ἀγνώστου συγγραφέως, πού χρονολογεῖται γύρω στά 1200 μ.Χ., ὁ Χάγκεν ἦταν αὐτός πού σκότωσε τόν ἄτρωτο μυθικό ἥρωα Ζίγκφριντ, ἀφοῦ πρῶτα ἀπέσπασε μέ δόλο ἀπό τή γυναίκα τοῦ Ζίγκφριντ, Κρίμχιλντ, τό μυστικό γιά τό μοναδικό τρωτό σημεῖο τοῦ Ζίγκφριντ: ἕνα σημεῖο ἀνάμεσα στίς ὠμοπλάτες. (Σ.τ.μ.)

[10] Ἡ Βόρμς [Worms], πού βρίσκεται στό κρατίδιο Ρηνανίας-Παλατινάτου, εἶναι μιά ἀπό τίς παλαιότερες πόλεις τῆς Γερμανίας. Ἕδρα τῶν βασιλιάδων τῆς Βουργουνδίας, συνιστᾶ κύριο χῶρο δράσης στό πρῶτο μέρος τοῦ ἔπους τῶν Νιμπελοῦνγκεν.

[11] Ροῦνοι (ἤ ροῦνες) ὀνομάζονται τά γράμματα διαφόρων, συγγενῶν μεταξύ τους, ἀλφαβήτων πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ γερμανικοί λαοί πρίν ἀπό τήν υἱοθέτηση τοῦ λατινικοῦ ἀλφάβητου. Ἡ λέξη ῤοῦνος» [rune], προερχόμενη ἀπό τήν ἰνδοευρωπαϊκή ρίζα «ru», σημαίνει «ψίθυρος, μυστικό». (Σ.τ.μ.)

[12] Τό Ντόνερσμπεργκ [Donnersberg] εἶναι ὁ ὑψηλότερος ὀρεινός ὄγκος στήν περιοχή τοῦ Παλατινάτου, στή Νοτιοδυτική Γερμανία. (Σ.τ.μ.)

[13] Ἀπό τό Ντόνερσμπεργκ, πού σημαίνει «Βουνό τοῦ κεραυνοῦ», πῆρε τήν ὀνομασία της καί ἕνα διοικητικό τμῆμα τῆς Πρώτης Γαλλικῆς Δημοκρατίας καί κατόπιν τῆς Πρώτης Γαλλικῆς Αὐτοκρατορίας, στά σημερινά ἐδάφη τῆς Γερμανίας, πού ὀνομάστηκε ἔτσι Mont-Tonnerre. (Σ.τ.μ.)

[14] Ἡ Τάιγκα, γνωστή ἐπίσης καί ὡς Βόρειο Δάσος, εἶναι ἕνα οἰκοσύστημα κωνοφόρων, κυρίως, δασῶν, τό μεγαλύτερο χερσαῖο οἰκοσύστημα τοῦ πλανήτη. Ἀποτελεῖ τό 29% τῶν συνολικῶν δασικῶν ἐκτάσεων τῆς Γῆς καί καλύπτει τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ Καναδᾶ καί τῆς Ἀλάσκας, τή Βόρεια Σκανδιναβία, ἕνα μεγάλο μέρος τῆς Ρωσίας (κυρίως τή Σιβηρία), τό Βόρειο Καζακστάν, τή Βόρεια Μογγολία καί τή Βόρεια Ἰαπωνία. (Σ.τ.μ.)

[15] Τό «cradle to cradle» (πού μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ ὡς «ἀπό λίκνο σέ λίκνο» ἤ ἀπό «κούνια σέ κούνια»), εἶναι ἕνα οἰκολογικό καί συγχρόνως ἐπιχειρηματικό μοντέλο, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὁ σχεδιασμός προϊόντων, συστημάτων, κτιρίων, πόλεων κ.ο.κ πρέπει νά μιμεῖται φυσικές διαδικασίες καί τά ὑλικά νά χρησιμοποιοῦνται ὡς θρεπτικές οὐσίες καί ἄρα νά μετέχουν σέ «καθαρές», ἀσφαλεῖς διεργασίες «τεχνικοῦ μεταβολισμοῦ». (Σ.τ.μ.)

[16] Ἀναφορά στή Λορελάι [Lorelei], ἕνα μυθικό πλάσμα ἐξαιρετικῆς ὀμορφιᾶς, κάτι σάν σειρήνα, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τίς λαϊκές δοξασίες τοῦ 19ου αἰώνα, καθόταν σέ ἕναν βράχο στήν ἀνατολική ὄχθη τοῦ Ρήνου, στό πιό στενό πέρασμα, χτένιζε τά μακριά, ξανθά μαλλιά της καί τραγουδοῦσε. Τό τραγούδι της μάγευε τούς ναυτικούς πού περνοῦσαν μέ τά πλοῖα τους ἀπό ἐκεῖνο τό σημεῖο καί ἔτσι ἔπεφταν πάνω στά βράχια καί σκοτώνονταν. Τό σημεῖο, πού βρίσκεται ἀνάμεσα στήν Ἑλβετία καί στή Βόρεια Θάλασσα, ἔχει πάρει τό ὄνομά της. (Σ.τ.μ.)

[17] Τό «Siyaya e Pitoli» («Πορεία πρός τήν Πρετόρια») εἶναι παραδοσιακό ἀφρικανικό τραγούδι, ἀπό τήν περίοδο τοῦ Δεύτερου Πολέμου τῶν Μπόερς (1901), τῆς πολεμικῆς σύρραξης πού διεξήχθη στή Νότια Ἀφρική μεταξύ τῶν Ἄγγλων καί τῶν Ὁλλανδῶν ἀποίκων τῆς περιοχῆς, γνωστῶν ὡς Μπόερς. Ὁ πόλεμος ἔληξε τό 1902 μέ τήν προσάρτηση τῶν ὁλλανδικῶν δημοκρατιῶν τῆς Ὀράγγης καί τοῦ Τράνσβααλ στή Βρετανική Αὐτοκρατορία. Σύμφωνα μέ πηγές, τό τραγούδι φαίνεται πώς τό τραγουδοῦσαν στρατιῶτες καί τῶν δύο πλευρῶν. Ὁ Joseph Marais, τραγουδιστής ἀπό τή Νότια Ἀφρική, πού μετανάστευσε στίς ΗΠΑ καί γνώρισε ἐπιτυχία μέσα ἀπό τό ντουέτο τοῦ Marais and Miranda, ἔγραψε ἀγγλικούς στίχους (ὁ τίτλος στά ἀγγλικά: ‛‛Marching to Pretoria’’) καί συμπεριέλαβε τό τραγούδι στή συλλογή τοῦ ‛‛World Folk Songs’’ (1964). (Σ.τ.μ.)