ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ο ΤΡΟΠΟΣ ΠΟΥ ὁ ἀρχιτέκτονας τῆς Ἀναγέννησης Donato Bramante (1444-1514) κατασκευάζει τόν μικρό ναό τοῦ Ἅγ. Πέτρου «Il Tempietto» στό Montorio τῆς Ρώμης, τό 1502, εἶναι ἐνδεικτικός τοῦ πνεύματος τῆς ἐποχῆς. Ὁ ναΐσκος εἶναι κυλινδρικός, θυμίζοντας περισσότερο ρωμαϊκό περίπτερο (ἤ τή «Θόλο» τῶν Δελφῶν) παρά παραδοσιακό ναό τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας. Στό ἐξωτερικό του ἔχει περιστύλιο μέ κίονες δωρικοῦ ρυθμοῦ, πού στέφονται ἀπό κυκλική βεράντα μέ κουπαστή καί «ἀνάλαφρο» τροῦλο. Ἐκτός ἀπό τήν κλασική ἁρμονία τῶν ἀναλογιῶν του, ὁ ναός διατηρεῖ τήν ἴδια ὄψη ἀπό ὅποια ὀπτική γωνία καί νά τόν ἀντικρίσεις, ἐνῶ τό βλέμμα ἀπό μέσα πρός τά ἔξω ἀγκαλιάζει τό σύνολο τοῦ πεδίου τῆς ὅρασης, χωρίς νά ἐξαιρεῖ ἀπολύτως τίποτα.
Τό ἔργο τοῦ γεννημένου στό Μπέλφαστ τό 1948 Κίραν Κάρσον, ἑνός ἀπό τούς πιό πρωτότυπους καί ταυτόχρονα λιγότερο γνωστούς Ἰρλανδούς ποιητές, ἔχει κοινά χαρακτηριστικά μέ αὐτό τῶν ἀρχιτεκτόνων τῆς Aναγέννησης. Κάθε νέο βιβλίο του εἶναι διαφορετικό ἀπό τά προηγούμενα: μεταμοντέρνος, γλωσσοκεντρικός –χωρίς νά γίνεται ἑρμητικός– οἱονεί παιγνιώδης, μισεῖ νά ἐπαναλαμβάνεται. Ὁ ποιητικός του κόσμος ἀναλύεται σέ μιά σειρά ἀπό κατηγορίες καί εὑρετήρια, τά ὁποῖα ἀκολουθεῖ μέ τό ἴδιο πνεῦμα οὐμανιστικῆς συμφιλίωσης, δημιουργώντας ἕνα ἀποτέλεσμα ἀναστοχαστικῆς λογοτεχνικῆς εὐφορίας, χωρίς ν’ ἀφήνει τίποτα ἀπ’ ἔξω. «Γράφω στά ἀγγλικά, ἀλλά τό φάντασμα τῆς γαελικῆς πλανᾶται πίσω μου» λέει, θεωρώντας ὅτι ἡ γενέθλια διγλωσσία καί ἡ ἀσυνήθιστη ἕλξη του γιά τή γλώσσα εἶναι αὐτά πού κυρίως καθόρισαν τήν ποιητική του ταυτότητα. Στά ἔργα του, οἱ μεταμοντέρνες τεχνικές ἁρμολογοῦνται μέ ὀνειρική διάθεση, μέ τή δεύτερη νά δίνει συνήθως τόν τόνο.
Μαθητής τοῦ Heaney, ὁ Κάρσον σπούδασε στό Queens τοῦ Μπέλφαστ, στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ’60, τήν ἴδια ἐποχή μέ τούς λίγο νεότερους ποιητές Paul Muldoon, Medbh McGuckian καί Frank Ormsby. Στήν πρώτη του ποιητική συλλογή, The New Estate, πού ἐκδίδεται τό 1976, στόν μακροπερίοδο λόγο του διακρίνονται οἱ μορφικές ἐπιδράσεις τοῦ Σαίημους Χήνυ, τοῦ Louis MacNeice καί τῆς ἰρλανδέζικης μπαλάντας. Ἡ συνέχιση τῆς δουλειᾶς του ὅμως, ἀπό τό The Irish for No, δέκα χρόνια ἀργότερα, ὡς σήμερα, χαρακτηρίζεται ἀπό μιά ἐκρηκτική, διασταλτική ἐξερεύνηση τῆς ποιητικῆς γλώσσας καί τῶν ὁρίων της, μέσα ἀπό διαφορετικές φόρμες (ποίηση καί πεζογραφία· πρωτότυπη ποίηση καί ἐλεύθερη μετάφραση/ἀπόδοση ξένων ποιητῶν· πεζόμορφη, ἐλευθερόστιχη καί ὁμοιοκατάληκτη ποίηση κ.ο.κ.).
Οἱ τρεῖς ἀναφορές στή δουλειά του πού περιλαμβάνονται στό σύντομο αὐτό ἀφιέρωμα, χωρίζονται μεταξύ τους ἀπό μία δεκαετία. Τά ποιήματα ἀπό τή συλλογή Ἰρλανδικά γιά τό ὄχι (The Irish for No, 1987), πού ἀποτέλεσαν τήν πρώτη ὕλη καί γιά τήν ἑπόμενη, Κομφετί τοῦ Μπέλφαστ (Belfast Confetti, 1990), ἀναφέρονται στίς ταραχές στή Β. Ἰρλανδία. Μέσα ἀπό τή χρήση ἀκριβοῦς γλώσσας καί διακειμενικῶν ἀναφορῶν (ὅπως στό ὁμότιτλο ποίημα «Κομφετί τοῦ Μπέλφαστ», ὅπου ἀπό τήν ἔκρηξη τῆς βόμβας ἐκτινάσσονται «καρφιά, βίδες, παξιμάδια καί θαυμαστικά»), χωρίς νά ἀμβλύνεται ὁ βίαιος καί κυνικός χαρακτήρας τῶν γεγονότων, τό κέντρο τοῦ νοήματος μετατοπίζεται μέ αἱματηρό χιοῦμορ στήν ἐν γένει καί καθ’ ὅλα σύγχυση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.
Τό Ἔργα καί ἄλλα (Opera Et Cetera), πού ἐκδίδεται δέκα χρόνια μετά, τό 1996, ἀποτελεῖται ἀπό ποιήματα πού ἀρχίζουν ἀπό κάθε ἕνα γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου (‛‛Alphabet’’), ποιήματα πού ἐμπνέονται ἀπό λατινικά ρητά («Et Cetera»), ἐλεύθερες διασκευές ποιημάτων τοῦ Ρουμάνου ποιητῆ Stefan Augustin Doinas («Alibi» –ἐδῶ, τά ποιήματα «Ὁ ποιητής ὡς ἔμπορος χιονιοῦ» καί «Ἐγώ κι ὁ ξάδελφός μου») καί ποιήματα πού ἐπανέρχονται στό ἀλφάβητο, χρησιμοποιώντας, αὐτή τή φορά, μιά λέξη-κλειδί γιά κάθε γράμμα (A ὅπως Alpha, B ὅπως Bravo, H ὅπως Hotel, I ὅπως India, J ὅπως Juliet, κλπ. – πού ἐνεργοποιεῖ κάθε φορά τόν τίτλο τοῦ ποιήματος/«Opera»). Ὁ συμπτωματικός χαρακτήρας τῶν ἐκκινήσεων δέν ἐμποδίζει τόν ποιητή νά ἐπιδοθεῖ μέ βουλιμική διάθεση στήν προσπάθεια ἀνάκτησης τοῦ νοήματος.
Ἀντίθετα, στή συλλογή Στή νυχτερινή βάρδια (On the Night Watch, 2009), ἡ δύναμη τῆς ἔκφρασης βασίζεται στίς ἀποσιωπήσεις καί στό εἰδικό βάρος τῶν λέξεων πού ἀπομένουν στό χαρτί. Ἡ ἐλλειπτική μορφή τοῦ λόγου βρίσκεται σέ ἀντίθεση μέ τό μῆκος κάθε ποιήματος πού ἀποτελεῖται ἀπό δεκατέσσσερις στίχους, ὅσους ἀκριβῶς καί ἕνα σονέτο. Τό κλιμακωτό ἀποτέλεσμα πού προκύπτει, ἀποτελεῖ τήν ἰδανική μορφή μιᾶς σειρᾶς λυρικῶν, φιλοσοφικῶν, ρεαλιστικῶν ἤ μνημοτεχνικῶν/στοχαστικῶν μικρο-ἀφηγήσεων.
Ἀνάμεσα στίς τρεῖς αὐτές συλλογές, ὁ Κάρσον τιμήθηκε μέ τό Βραβεῖο T.S.Eliot Prize γιά τή συλλογή First Language (1993), ἡ ὁποία περιελάμβανε καί μεταφράσεις ποιημάτων τοῦ Ὀβίδιου, τοῦ Rimbaud καί τοῦ Baudelaire, μέ τά βραβεῖα Forward Prize καί Cholmondeley Award γιά τή συλλογή Breaking News (2003), ἐνῶ ἡ συλλογή του For All We Know (2008) ἦταν Poetry Book Society Choice. Στόν τομέα τῆς πεζογραφίας ἐξέδωσε τό ἀφήγημα The Star Factory: A Memoir of Belfast (1997) καί τά μυθιστορήματα Fishing for Amber (1999), Shamrock Tea (2001, ἑλλ. τίτλος Τσάι τοῦ τριφυλλιοῦ, μτφρ. Ἄρης Μπερλής, ἐκδ. Ἀλεξάνδρεια, 2003, ὑποψήφιο γιά τό Βραβεῖο Booker, βιβλίο μέ τό ὁποῖο τόν γνώρισε τό ἑλληνικό κοινό· τά κεφάλαιά του βασίζονται σέ λεπτομέρειες ἀπό τόν αἰνιγματικό πίνακα τοῦ Jan van Eyck, «Τό πορτρέτο τῶν Ἀρνολφίνι», τοῦ 1434), The Pen Friend (2009) καί Exchange Place (2012). Μετέφρασε, ἐπίσης, στά ἀγγλικά τήν Κόλαση τοῦ Δάντη (2005), καί ἀπό τά γαελικά τό Cúirt an Mheán Oíche [The Midnight Court] τοῦ Brian Merriman (2007) καί τό παραδοσιακό ἔπος Táin Bó Cúailnge (2009). Τό 2012, ἀνταποκρινόμενος στήν παραγγελία μιᾶς γκαλερί νά μεταφράσει δώδεκα πεζοποιήματα ἀπό τίς Ἐκλάμψεις τοῦ Ρεμπώ, τά διασκεύασε σέ ἀλεξανδρινό δωδεκασύλλαβο στίχο, συνθέτοντας τήν τελευταία του συλλογή In The Light Of (After Illuminations).
Ἐκτός ἀπό ποιητής, ὁ Κάρσον εἶναι μουσικός, ἀρθρογράφος καί συγγραφέας βιβλίων γιά τήν ἰρλανδική μουσική. Μεταξύ 1975-1998 ἐργάστηκε ὡς στέλεχος τοῦ Arts Council τῆς Β. Ἰρλανδίας. Τό 1998 ἐκλέχτηκε καθηγητής ἀγγλικῆς λογοτεχνίας στό Πανεπιστήμιο Queens, ὅπου τό 2003 ἵδρυσε καί ἔκτοτε διευθύνει τό The Seamus Heaney Centre for Poetry, πού φιλοξενεῖ σεμινάρια καί σπουδές δημιουργικῆς γραφῆς. Τό 2011 ἔγινε ἐπίτιμος διδάκτορας τοῦ University College στό Δουβλίνο. Εἶναι μέλος τῆς Ἕνωσης Ἰρλανδῶν Καλλιτεχνῶν, Aosdána. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2014 διοργάνωσε, μέσῳ τοῦ The Seamus Heaney Centre, διεθνές συνέδριο στή μνήμη τοῦ ἐκλιπόντος νομπελίστα καί φίλου του.
ΚΟΜΦΕΤΙ ΤΟΥ ΜΠΕΛΦΑΣΤ
Ξαφνικά μπαίνοντας ἡ μονάδα ἀποκατάστασης τῆς τάξης, ἄρχισε νά βρέχει θαυμαστικά,
παξιμάδια, βίδες, καρφιά, κλειδιά αὐτοκινήτων. Πηγή ἀσύνδετου τύπου. Καί ἡ ἔκρηξη
Ἡ ἴδια – μιά ὑποσημείωση στό χάρτη. Φράση μέ ἑνωτικά, τό ξέσπασμα βίαιης φωτιᾶς…
Προσπαθοῦσα ν’ ἀποτελειώσω μιά πρόταση στό μυαλό μου, ἀλλά τά παντζούρια της χτυποῦσαν,
ὅλα τά δρομάκια καί οἱ παρακάμψεις φραγμένα μέ ἄνω καί κάτω τελεῖες.
Γνωρίζω τόσο καλά αὐτό τόν λαβύρινθο –Μπαλάκλαβα, Ράγκλαν, Ἴνκερμαν, Ὀντέσα Στρήτ–
Γιατί δέν μπορῶ νά ξεφύγω; Κάθε κίνηση σημειωμένη μέ σημεῖα στίξης. Ὁδός Κριμαίας. Πάλι ἀδιέξοδο.
Μεῖγμα γραμματοσειρᾶς Σάρακεν καί Κρέμλιν-2. Προστατευτικά προσώπου ἀπό ὑλικό μάκρολον. Γουόκι-τόκι. Πῶς εἶναι
τ’ ὄνομά μου; Ἀπό ποῦ ἔρχομαι; Ποῦ πηγαίνω; Μιά
ὁμοβροντία ἐρωτηματικῶν.
ΤΟ ΣΤΟΜΑ
Ὑπῆρχε τό κεφάλι μέ τό στόμα πού αὐτός συνέχιζε νά πυροβολεῖ.
Δυστυχῶς.
Θά μποροῦσε νά εἶναι χειρότερα γιά μᾶς ἀπ’ ὅ,τι γιά κεῖνον.
Προσώρας.
Ἀλλά καθώς τίποτα σ’ αὐτό τόν κόσμο δέν εἶναι σίγουρο καί δέν ξέρεις
ποιός ἄκουσε τί
Σκεφτήκαμε ὅτι ἦταν καιρός νά δαγκώσει πιό πολύ ἀπ’ ὅσο μποροῦσε νά μασήσει.
Κυριολεκτικά.
Ὅταν τόν βροῦν δέν θά ‘χουν μείνει πολλά νά ποῦν
ποιός ἦταν.
Φυσικά, ὅμως, ἕνας ἔξυπνος μπάτσος ἀπό τό «Ἰατροδικαστικό»
τόν ξαναφτιάχνει, αὐτό πού ἦταν –ὄχι ἀπό τά ἴδια τά δόντια, ὄχι ἀπό τά ἀποτυπώματά του,
ἀλλά ἀπό τόν πυρήνα– ἀπό τά σημάδια τῶν δοντιῶν του στήν πρώτη καί τελευταία δαγκωματιά σ’ αὐτό
τό ξινόμηλο. Οὕτως ἤ ἄλλως, ὅμως, θά μπορούσαμε νά τούς τό ποῦμε.
Δημοσιότητα.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ
Τόν εἶχαν ἀνακρίνει γιά ὧρες. Ποιός ἀκριβῶς ἦταν;
Καί ὅταν τούς εἶπε,
τόν ἀνέκριναν πάλι. Ὅταν δέχτηκαν
ποιός ἦταν, ὡς
κάποιος πού δέν εἶχε σχέση, τοῦ ἔβγαλαν τά νύχια τῶν χεριῶν.
Ἔπειτα τόν πῆγαν σ’ ἕναν σκουπιδότοπο κάπου κοντά στό
Χόρς Σού Μπέντ, καί τοῦ εἶπαν
τί ἦταν. Τοῦ ἔριξαν ἐννιά φορές.
Ἕνα μαῦρος ἀφαλός καπνοῦ ἀνέβαινε ἀπό ἕναν σωρό ἀπό λάστιχα
πού καίγονταν.
Ἡ ἄσκημη μυρωδιά πού μύριζε ἦταν ἡ δική του. Σπασμένα γυαλιά
καί Ντοῦρεξ μέ κουκκίδες.
Οἱ κλειδώσεις προσώπου σέ νάυλον κάλτσα. Τόν ἔβλεπα συνήθως στό
Γκλάντστοουν Μπάρ,
νά ἑτοιμάζει πίντες μπίρας γιά ξένους, τά σχεδόν τέλεια δάκτυλά του λερωμένα μέ ἀφρό.
ΤΟ ΓΟΝΑΤΟ
Ἡ πρώτη του σφαίρα εἶναι δῶρο, σημεῖο εὐφυΐας πού θά
καταλήξει στό χαντάκι πίσω ἀπ’ τό Κλόκ Μπάρ, ἀφοῦ συνεχίζει
νά κάνει ὅ,τι
δέν θά ‘πρεπε νά κάνει. Ἡ ἑπόμενη εἶναι ἀληθινή, αὐτό πού λέγαμε.
Φαίνεται ὅτι ἦταν σάν προκάλυμμα, ἤ κάτι τέτοιο, ἤ ὅτι οἱ τύποι ἦταν ἁπλῶς προσεκτικοί.
Τό δύο καί τό δύο προστέθηκαν· τό ἄθροισμα δέν ἦταν πέντε.
Ἐπισκεπτήριο: βάζει τόν δεκατριῶν μηνῶν γιό του στό ἄλλο γόνατο.
Μαθαίνοντας νά περπατάει, ἐκεῖνος ξαφνικά ρίχνει τόν ἑαυτό του στήν ἀβέβαιη
ἀπόσταση ἀνάμεσα στόν πατέρα καί στόν πατέρα τοῦ πατέρα του, μέ τά χέρια
τεντωμένα ψηλά,
τά πόδια του σάν δεῖκτες ρολογιοῦ, ὁ ἕνας νά προσπαθεῖ νά προλάβει τόν ἄλλο.
(Ἀπό τή συλλογή The Irish for No, 1987)
GRAECUM EST: NON LEGITUR
Ἡ μύγα ἔκανε μιά ἠχηρή συζυγία βουτώντας
– βομβαρδίζοντας
μέσα ἀπ’ τό φεγγίτη
Κι ἔδωσε τό ραντεβού της μ’ αὐτό, μέ τή σελίδα πού
γράφω. Ἦταν κάρμα.
Αὐτή ἡ τσέ τσέ ἦταν Ἕλληνας γιά μένα, κάνοντας ἄβουλες
χειρονομίες μέ τά χέρια
Καί τά πόδια της. Πῆγα νά τή διώξω μακριά, πρίν πηδήξει
σέ καμιά κατακόρυφη
Γωνιά ταβανιοῦ τοῦ δωματίου. Ἀμφιταλαντεύτηκε ὥς τόν σπαστό
πολυέλαιο
Καί ζουζούνισε γύρω του ἀνάποδα σέ μιά κασκαντέρ ἀεροπλανική
Κάμελ σπείρα.
Ἡ σελίδα τῆς προσγείωσης πλησίασε τό ἔργο μου ἐνῶ ἄρχισα νά σκέφτομαι ξανά. Τό κερί σκαβόταν.
Τό τεράστιο χέρι μου ἔγραφε πάνω στόν τοῖχο. Οἱ λέξεις
ἄρχισαν νά τρέμουν
Καθώς ἡ πένα μου ἄδειαζε. Συζυγία: Ἡ ζαλισμένη μύτη της ἐπέστρεφε. Γέμισα κι ἄλλο μελάνι.
Τρέκλισε σάν ἄλογο μπροστά στόν μπλέ λεκέ πού
μόλις ἄφησα. Μετά ἄρχισε νά πίνει.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΩΣ ΕΜΠΟΡΟΣ ΧΙΟΝΙΟΥ
(τοῦ Stefan Augustin Doinas)
Ὅταν ἡ ἄνοιξη ἔχει ἀναβλύσει καί τό χιόνι λιώσει,
κι οἱ νεαροί θέλουν νά προκαλέσουν τούς μεγάλους,
ἀλλά πέφτουν πάνω –ἀντί γιά νιφάδες χιονιοῦ– σέ ἀδέλφια,
καί γονεῖς (ἕτοιμο ὑλικό), τότε ἐμφανίζεται
ὁ κλόουν, ἕνας τρελός πού πουλάει χιόνι. Ἰέρνιος[1] χειμώνας
παγώνει τήν ψυχή του.
Τριγυρίζει σάν τρελός μέ γυμνά δέντρα,
παγωμένα πουλιά καί παγόβουνα
νά τρίζουν, σάν Ἀνταρκτική πού νυστάζει. Μιλάει
γιά σπόρους – ἀτομικές βόμβες
πού δέν ἔσκασαν. Οἱ κύκνοι ἕνα καραβανσεράι κατά μῆκος
τοῦ κωδικοποιημένου
μπλέ πάγου τοῦ ἑνός του ματιοῦ· θά μποροῦσες νά πιάσεις λοῦτσο
στή μαύρη τρύπα ἀπό σφαίρα
πού ἀνοίγεται στό ἄλλο. Κυνηγάει τό ἐμπόρευμά του
ἀκατάπαυστα, καί καθώς εἶναι χιόνι
ὁ ἴδιος, σκορπίζει τόν ἑαυτό του: ἕνα διάχυτο
«μετά» μαξιλαριοῦ χήνας
– φτερά σημειώνουν τήν πρόοδο τοῦ ἀόρατου στρατοῦ του,
μέσα του ὅλοι οἱ ὡραῖοι τύποι
κρατοῦν σκοῦπες ἀντί γιά λοφία στρουθοκαμήλου· τό ἄγαλμα τοῦ δημάρχου
ἀποκηρύσσουν
σάν κούφιο.
ΕΓΩ ΚΙ Ο ΞΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ
(τοῦ Stefan Augustin Doinas)
«Ὅσο γιά τόν Ἀρχαιοπτέρυγα –γιατί κάτι τέτοιο σκέφτηκα
ὅτι θά ἦταν– πήδηξα στό λαιμό του.
Ἀποδείχθηκε ὅτι εἶχε ἀλαβάστρινο μπλέ χρῶμα. Τό πραγματικό του ὄνομα ἦταν Ρόκ.
Συλλαβές νυχτερινῶν ἄστρων πού μεταμορφώνονταν σέ Λούσιφερ
ἔπεφταν ἀπ’ τό ράμφος του·
Τρεῖς βαθιές κολάσεις, σέ γκρί τοῦ μπουριοῦ, γεννιόνταν στό
τρομερό του βλέμμα.
Πάνω καί πέρα ἀπ’ τή στρατόσφαιρα πετοῦσα· ἀπ’ τό μεσημέρι
ὥς τό ξημέρωμα τῆς πάχνης στριφογύριζα,
Ὥσπου κοίταξα κάτω καί κατάλαβα ὅτι εἶχε γεννήσει ἕνα αὐγό.
Τό αὐγό λεγόταν Ὁ Κόσμος».
«Ναί», εἶπε ὁ ξάδελφός μου, «ἀλλά πρόσεξε, αὐτό τό Ντόντο –Ρόκ ἤ
Ἀρχαιοπτέρυγας– δέν ὑπάρχει»
«Ὄχι, δέν ὑπάρχει», ἀπάντησα ἐνῶ πάλευα μέ τό λαιμό του, «τό
ξέρω δέν ὑπάρχει»
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ
Κούνησα τό ταχυδακτυλουργικό κλειδί στήν κλειδαριά τοῦ Δωματίου Διακόσια Ἑπτά.
Τό κρεβάτι ἦταν ξέστρωτο. Ἕξι γόπες Silk Cut στό σταχτοδοχεῖο.
Ἕβδομος Οὐρανός
δέν ἦταν. Ἀλλά ἔπεσα ξερός. Στή νάυλον κουρτίνα
ἡ αὔρα τοῦ καθρέφτη τοῦ προκατόχου μου μέ τύλιγε στήν τορινέζικη ὁμίχλη της. Ὅλα
ἔδειχναν νά ἀναδίνουν ἔντονο ἄρωμα Μπρί.
Κοιμήθηκα ὥς τόν εὐαγγελισμό τῆς καμαριέρας. Ἐπειγόταν
νά «τακτοποιήσει»
τό δωμάτιό μου. Χρειαζόταν ἁπλῶς ν’ ἀλλάξει τίς ἀχρησιμοποίητες
πετσέτες. Ξύπνησα γιά τά καλά μ’ ἕνα ντούς
καί κύλησα πρός τό μπάρ μέσα ἀπ’ τήν τοῖχο ὥς τοῖχο,
ψυχρά διηθημένη περιρρέουσα μουσική.
Ἦταν ἀσφυκτικά γεμάτο μ’ ἐπιχειρηματίες, πού χειρονομοῦσαν στό
τίκ τάκ τῶν μπουκμέηκερς.
Πολύ ἀργότερα –μέ σχεδόν ἕξι μινιατοῦρες νυχτερινῶν ἀχθοφόρων
κάτω ἀπ’ τή ζώνη μου– ξανανέβηκα
πάνω. Ξεκλείδωσα μιά πόρτα. Ἕνα κοστούμι ἦταν στρωμένο στό κρεβάτι.
Ὄχι δικό μου. Τίνος ἦταν τό δωμάτιο;
ΙΝΔΙΑ
Μεγαλοπρεπής, ἡ Αὐτοκράτειρα τῶν Ἰνδιῶν καθόταν ἐνθρονισμένη
στό πέτρινο φουαγιέ
τοῦ Νοσοκομείου Ρόγιαλ Βικτόρια. Ἀναζητοῦσα τό
ἀκτινολογικό
καί ἡ Αὐτοκράτειρα δέν μποροῦσε νά μοῦ πεῖ ποῦ ἦταν,
παρόλο πού ἦταν ἄνετη
μέ τή σφαίρα καί τό σκῆπτρο της. Τό πράσινο μπρούντζινο βλέμμα της
δέν περιελάμβανε τόν Μαχάτμα Γκάντι.
Ἔσβησα τό ἀποτσίγαρο στή βάση τοῦ ἀγάλματός της καί πέρασα
μέσα ἀπό τίς ἀεικίνητες
περιστρεφόμενες πλαστικές πόρτες ἀπό πολυαιθυλένιο. Ἐκεῖ καθόταν
ὁ Μαχάτμα φορώντας
νυχτερινό μανδύα,
κρατώντας τά χέρια του χωριστά σέ ἀπόσταση ἑνός βραχίονα, λές καί ἡ μητέρα του θά τύλιγε ἕνα κουβάρι
γύρω τους. Θές νά μιλήσουμε; Ἀπάντησα, Μπορεῖς νά
μέ πᾶς στό Σίν Φέιν;
Ὁ ἐθελοντής ξάπλωσε στό κρεβάτι του. Φορώντας σκοῦρα γυαλιά,
μέ τό αὐτόματο δίπλα του.
Μόλις πού διέκρινα τό σκελετό του. Προσπάθησα νά ἀντλήσω
λίγη εἰρήνη ἀπ’ αὐτόν. Ὕστερα πέθανε.
(Ἀπό τή συλλογή Opera et Cetera, 1996)
Τα ποιήματα δημοσιεύθηκαν σε αυτό το τεύχος.
[1] Ἀπό τό ἀρχαϊκό ὄνομα τῆς Ἰρλανδίας: Ἰέρνη κατά τόν Πυθέα (320 π.Χ.), Ἰουερνία κατά τόν Πτολεμαῖο (150 μ.Χ.), (λατ.) Hibernia κατά τόν Τάκιτο (98 μ.Χ.). (Σ.τ.μ.)