Ingeborg Bachmann
Τό Συγγραφικό Ἐγώ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΑΛΗΣ
Τό θέμα αὐτοῦ τοῦ δοκιμίου εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Ἐγώ στή λογοτεχνία, δηλαδή τό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου στή λογοτεχνία, στό μέτρο πού αὐτός προβάλλεται μέ κάποιο Ἐγώ, ἤ τό δικό του Ἐγώ, ἤ κρύβεται πίσω ἀπό ἕνα Ἐγώ. Κάποιοι μᾶλλον θά σκέφτονται ἤδη: Πῶς γίνεται νά κρυφτεῖς πίσω ἀπό τό Ἐγώ, ὅταν αὐτό εἶναι τόσο ἐλάχιστα κρυμμένο καί τόσο μονοσήμαντο; Ἀκόμα κι ἐμεῖς θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε γιά τόν ἑαυτό μας, δίχως νά ξαστοχήσουμε.
«Ἐγώ σᾶς λέω»: Ἐάν τό πῶ αὐτό σέ κάποιον, τότε φαίνεται νά εἶναι ἀρκετά ξεκάθαρο ποιό Ἐγώ ἐμπλέκεται ἐδῶ καί ποιό εἶναι τό νόημα τῆς πρότασης, στήν ὁποία ἐμφανίζεται τό Ἐγώ, δηλαδή ποιός εἶναι ἐδῶ αὐτός πού λέει κάτι. Ὅμως ἄν ἀνεβεῖτε ἐδῶ πάνω μόνος σας καί πεῖτε στούς πολλούς ἐκεῖ κάτω: «Ἐγώ σᾶς λέω», τότε αἰφνιδίως τό Ἐγώ μεταβάλλεται, ἀπεκδύεται τόν ὁμιλητή, γίνεται τυπικό καί ρητορικό (rhetorisch). Δέν εἶναι πλέον τόσο βέβαιο, ὅτι αὐτός ὁ ὁποῖος ἐκφέρει τό λόγο, μπορεῖ νά ἐγείρει ἀξιώσεις ἔναντι αὐτοῦ τοῦ «Ἐγώ», στό ὁποῖο ἀναφέρθηκε· ἐάν μπορεῖ νά ταυτιστεῖ μέ αὐτό. Διότι, πῶς εἶναι δυνατό νά προσκομίσει ἀποδείξεις γι’ αὐτό τό «Ἐγώ», ὅταν πλέον μόνο τό στόμα του κινεῖται καί ἐκφέρει φθόγγους, ὅμως κανείς πιά δέν μπορεῖ νά ἐγγυηθεῖ γιά τήν ταυτότητά του. Τό κοινό ἀκούει ἕνα Ἐγώ τό ὁποῖο διαβάζει καί τό προσλαμβάνει ἤδη ἐλαφρῶς συγκεχυμένα. Ὅταν δηλαδή ἐσεῖς, κάνα-δυό ἑκατοντάδες ἄνθρωποι, ἄν καί διακεκριμένοι μεταξύ σας, τώρα ὅμως ὡς μάζα, συλλαμβάνεται ἕνα «Ἐγώ», τό ὁποῖο βρίσκεται σέ ἰλιγγιώδη ἀπόσταση – καί γιά νά γίνει ἡ ἀπόσταση ἰλιγγιώδης ἀρκοῦν δέκα μέτρα, καί γιά τό ἰλιγγιῶδες ἀρκεῖ ἡ φυσική ἐξαφάνιση τοῦ ὁμιλητῆ ἤ ἡ ἀπουσία ὀπτικῆς ἐπαφῆς, ὅταν γιά παράδειγμα αὐτός ἐκφωνεῖ στό ραδιόφωνο, μέσῳ ἑνός μικροφώνου. Τότε πρόκειται πλέον γιά μιά φράση μόνο, ἡ ὁποία μεταδίδεται μέσῳ ἑνός μεγαφώνου, ἤ ἑνός φύλλου χαρτιοῦ, ἑνός βιβλίου, ἤ ἐπί τῆς σκηνῆς, μία φράση περί ἑνός Ἐγώ, γιά τήν ταυτότητα τοῦ ὁποίου δέν παρέχεται καμιά ἐγγύηση.
Ἕνα Ἐγώ ἀφερέγγυο! Διότι τί εἶναι λοιπόν τό Ἐγώ, τί θά μποροῦσε νά εἶναι; – Ἕνα οὐράνιο σῶμα, ἡ θέση καί ἡ τροχιά τοῦ ὁποίου δέν ἔχουν ποτέ καθοριστεῖ ἐπακριβῶς, καί ἡ σύνθεση τοῦ πυρήνα του παραμένει ἄγνωστη. Τό Ἐγώ θά μποροῦσε νά εἶναι οἱ μυριάδες τῶν θραυσμάτων πού τό ἀποτελοῦν, καί ταυτόχρονα φαίνεται σάν ἕνα τίποτα, ἡ ἀντικειμενοποίηση (Hypostasierung) μιᾶς καθαρῆς μορφῆς, κάτι σάν ὀνειρική ὑπόσταση, κάτι πού θά μπορούσαμε νά τό χαρακτηρίσουμε ὡς ὀνειρική ταυτότητα, ἕνα σύμβολο, ἔναντι κάποιου ἄλλου πράγματος, ἡ ἑρμηνεία τοῦ ὁποίου θά ἀπαιτοῦσε περισσότερο μόχθο ἀπό ὅ,τι ἐκείνη τοῦ πλέον μυστικοῦ κώδικα. Ὅμως ὑπάρχουν οἱ ἐρευνητές καί οἱ ποιητές πού δέν τό βάζουν κάτω, πού θέλουν νά τό προσεγγίσουν, νά τό ἐξετάσουν, νά τό ἐξιχνιάσουν, νά τό θεμελιώσουν· καί αὐτό τούς τρελαίνει. Ἔγινε τό ἐρευνητικό τους πεδίο, ἤ μᾶλλον ὁ ἴδιος τους ὁ ἑαυτός ἔγινε τό ἐρευνητικό πεδίο γιά τό Ἐγώ, καί διερωτήθηκαν γιά ὅλα αὐτά τά Ἐγώ, τῶν νεκρῶν, τῶν ζωντανῶν καί τῶν φασματικῶν μορφῶν, γιά τό Ἐγώ τῶν ἀνθρώπων τῆς διπλανῆς πόρτας καί γιά τό Ἐγώ τοῦ Καίσαρα καί τό Ἐγώ τοῦ Ἄμλετ κι αὐτό δέν εἶναι ἀκόμα τίποτα, καθώς αὐτά δέν εἶναι ἀρκετά γιά νά ὁρίσουμε τή γενική ἔννοια τοῦ Ἐγώ. Γιά τόν λόγο αὐτόν πρέπει ἀκόμα νά στοχαστοῦμε πάνω στό Ἐγώ τῶν ψυχολόγων, τῶν ψυχαναλυτῶν, πάνω στό Ἐγώ τῶν φιλοσόφων· ὡς μονάδα καί ἐν σχέσει, ὡς κομβική ἔννοια τοῦ ἐμπειρισμοῦ ἤ ὡς μεταφυσικό μέγεθος. Ὅλοι αὐτοί οἱ εἰδήμονες ἐγγυῶνται γιά τό δικό τους Ἐγώ, τό φωτίζουν, τό ψηλαφοῦν, τό ἀκρωτηριάζουν, τό διαμελίζουν, τό ἀξιολογοῦν, τό ταξινομοῦν, τό καταμετροῦν.
Μιά φορά εἶδα ἕνα μικρό παιδί, πού ἡ μητέρα του τό πίεζε νά παραδεχτεῖ κάτι πού εἶχε κάνει. Στήν ἀρχή εἶχε πεισμώσει καί ἐνδεχομένως δέν εἶχε ἰδέα τί ζητοῦσαν ἀπό αὐτό. «Πές, ὅτι ἐσύ τό ἔκανες» τοῦ ἐπαναλάμβανε ἡ γυναίκα συνεχῶς. «Πές: Ἐγώ τό ἔκανα!» Καί ξαφνικά, σάν νά ἄστραψε μέσα του ἕνα φῶς, ἤ σάν νά εἶχε βαρεθεῖ νά σιωπᾶ καί νά ἀντιστέκεται, τό παιδί εἶπε: «Ἐγώ τό ἔκανα», καί στή συνέχεια ξανά, καί φανερά εὐχαριστημένο γιά τή φράση ἤ, πολύ περισσότερο, γιά τήν κρίσιμη λέξη: «Ἐγώ τό ἔκανα, ἐγώ, ἐγώ, ἐγώ!» Δέν μποροῦσε πιά νά σταματήσει καί οὔρλιαζε καί στρίγγλιζε, ἕως ὅτου, ξεκαρδισμένο στά γέλια, ρίχτηκε στήν ἀγκαλιά τῆς γυναίκας σάν ἐπιληπτικό. «Ἐγώ, ἐγώ, τό ἔκανα, ἐγώ!» Ἡ σκηνή ἦταν παράξενη, διότι ἐδῶ ἀνακαλύφτηκε καί συγχρόνως ἀποκαλύφτηκε ἕνα Ἐγώ, ἡ σημασία του καί ἡ μή-σημασία του (Nichtbedeutung), καί γενικῶς διότι προκλήθηκε μιά τόσο παράφορη εὐχαρίστηση, στά ὅρια τῆς τρέλας, ἀπό αὐτήν τήν ἀνακάλυψη τοῦ Ἐγώ, τέτοια πού ποτέ στό μέλλον δέν πρόκειται νά προκληθεῖ ποτέ, ἐάν κάποιος ἐξαναγκαστεῖ νά πεῖ Ἐγώ, ὅταν αὐτή ἡ λέξη θά ἔχει γίνει ἀπό πολλοῦ κοινότοπη, φθαρμένη· μιά λέξη καθημερινή, ἡ ὁποία εὐτελίζει ὅλα ἐκεῖνα πού καλεῖται, κατά περίπτωση, νά χαρακτηρίσει.
Ἄν ὅμως πάλι κάποια μέρα, σέ μιά ἐξαιρετική στιγμή, ποῦμε Ἐγώ, θά αἰσθανθοῦμε, περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι στό πρωταρχικό συμβάν: ἀνησυχία, ἔκπληξη, φόβο, ἀμφιβολία, ἀβεβαιότητα.
Δέν γνωρίζω ἄν ὑπάρχει κάποια ἔρευνα γιά τό Ἐγώ καί τά πολλαπλά Ἐγώ στή λογοτεχνία· γνωστή δέν μοῦ εἶναι καμία καί ἐπιπροσθέτως, ἄν καί δέν νιώθω σέ θέση νά διεξαγάγω μιά κανονική καί ἐξαντλητική ἔρευνα, θεωρῶ ὅτι ἐδῶ ὑπάρχουν πολλά Ἐγώ καί ὅτι σχετικά μέ τό πρόβλημα τοῦ Ἐγώ, ὅπως καί μέ τό πρόβλημα τοῦ Ἀνθρώπου, δέν ὑπάρχει καμιά συμφωνία, ἀλλά μόνο νέες κάθε φορά ὑποθέσεις. Τό θέμα αὐτό ἔρχεται πολύ νωρίς στό προσκήνιο, καί στή λογοτεχνία τῶν τελευταίων δεκαετιῶν φουντώνει, γίνεται ὅλο καί πιό συναρπαστικό. Σάν νά ὑπῆρχε ἕνα καρναβάλι τοῦ Ἐγώ, ὅπου αὐτό μπορεῖ νά ἀναγνωρίζεται καί νά ἐξαπατᾶ, νά μεταμορφώνεται καί νά ἐκτίθεται· αὐτό τό Ἐγώ, αὐτό τό κάτι καί τίποτα, μέσα στά ροῦχα τοῦ παλιάτσου.
Τό Ἐγώ δέν παρουσιάζει δυσχέρειες γιά μᾶς, ὅταν ἐμφανίζεται στά ἀπομνημονεύματα μιᾶς ἱστορικῆς προσωπικότητας, ἑνός πολιτικοῦ ἄς ποῦμε, ἑνός κυβερνητικοῦ ἀξιωματούχου ἤ ἑνός στρατιωτικοῦ. Ὅταν ὁ Τσώρτσιλ ἤ ὁ Ντέ Γκώλ ἐκθέτουν μιά κατάσταση ἤ μᾶς μεταφέρουν τίς κρίσεις τους, τότε ἀπαιτοῦμε ἀπό ἐκείνους ἕνα «Ἐγώ» αὐτοῦ τοῦ εἴδους καί ἐγείρουμε τήν ἀξίωση αὐτό τό Ἐγώ νά ταυτίζεται μέ τόν συγγραφέα· μᾶς ἐνδιαφέρει ἐπίσης αὐτό τό Ἐγώ μόνο σέ σχέση μέ αὐτόν, τόν Τσώρτσιλ, ἐν ἐνεργείᾳ ἀξιωματοῦχο ἀπό-ἕως, ὁ ἀντικατοπτρισμός τοῦ δρῶντος Ἐγώ, ὁ ἀντικατοπτρισμός τῶν πράξεών του, οἱ ὁποῖες προϋποτίθενται ὡς γνωστές. Καί, ὅσον ἀφορᾶ ἐμένα, ἡ ἐξέλιξη τῆς σταδιοδρομίας του καί ἡ ἰδιωτική του ζωή μποροῦν νά μποῦν στό περιθώριο, ὅμως ἀκριβῶς διότι ὁ ἱστορικός ρόλος τοῦ Τσώρτσιλ ἐκβιάζει μιά ἀφελή θεώρηση τοῦ Ἐγώ του. Καί ὅταν λέμε «ἀφελή» δέν ἀναφερόμαστε στή συγγραφική δεινότητα αὐτοῦ ἤ ἑνός παρόμοιου συγγραφέα, ἀλλά στόν ἀφελή χειρισμό τοῦ Ἐγώ, ὁ ὁποῖος προσγράφεται σέ αὐτόν. Ὁ ρόλος τοῦ τσωρτσίλειου Ἐγώ στά βιβλία του, εἶναι αὐτός τοῦ Τσώρτσιλ ὡς κυβερνητικοῦ ἀξιωματούχου.
Ὁ ρόλος τοῦ Ἐγώ, ὅπως μόλις ἀποπειράθηκα νά τόν περιγράψω, ἰσχύει γιά τό σύνολο τῆς λογοτεχνίας αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ἀπό τήν ἀρχαιότητα ἕως σήμερα, καί ἰσχύει γιά ὅσους ἐκτιμοῦν τή λογοτεχνία, ἀπό τήν ὑψηλότερη ἔκφραση ἕως τή χαμερπέστερη ἀθλιότητά της. Ὁ κριτικός καί ἀπαιτητικός ἀναγνώστης ἀποδέχεται αὐτό τό αὐτάρεσκο καί ἀδιάσπαστο Ἐγώ στά ἀπομνημονεύματα διασήμων, τό ἴδιο αὐτονόητα, ὅπως καί τό ἀποβλακωμένο, ἀποπροσανατολισμένο σύγχρονο ἀναγνωστικό κοινό, πού καταβροχθίζει κατά ἑκατοντάδες τά κατακάθια τῆς λογοτεχνίας αὐτοῦ τοῦ εἴδους καί ἐντυπωσιάζεται ἀπό τό Ἐγώ στρατηγῶν τῶν SS, γκάνγκστερ καί κατασκόπων. Διότι τό Ἐγώ τῶν δρώντων, στήν ἁπλούστατη ἐκδοχή του (ἐντός τῆς Ἱστορίας καί τῆς σύγχρονης ἐπικαιρότητας) εἶναι τό πλέον πειστικό καί πλέον προσιτό, δέν ἔχει τήν ἀνάγκη περαιτέρω ἀπόδειξης, θεωρεῖται ἀξιόπιστο καί τοῦ ἀποδίδεται ἡ δέουσα προσοχή, καθώς οἱ πράξεις ἤ τά ἐγκλήματα τοῦ συγγραφέα ἔχουν συνέπειες γιά τήν κοινωνία.
Αὐτή ἡ ἁπλούστατη ἐκδοχή, ὡστόσο, δέν υἱοθετεῖται ἀπό τήν πλειονότητα τῶν συγγραφέων, καί γι’ αὐτούς προτίθεμαι κατά κύριο λόγο νά μιλήσω· γιά τά Ἐγώ τους, τά ὁποῖα μόνο ὅταν εἴμαστε πολύ νέοι μᾶς φαίνονται ἀδιαμφισβήτητα καί συνεκτικά. Ποιός δεκαεξάχρονος δέν ἦρθε, μέσῳ ἑνός βιβλίου, ἑνός ποιήματος, σέ ἐπαφή μέ ἕνα Ἐγώ, αὐτό τοῦ συγγραφέα δῆθεν, καί δέν ταυτίστηκε σχεδόν μ’ αὐτό; Διότι τό Ἐγώ ἦταν Ἐσύ καί αὐτό τό Ἐσύ Ἐγώ, τόσο συγκεχυμένα ἦταν τά ὅρια τήν ἐποχή τῆς πρώιμης σαγήνης καί εὐπιστίας: δέν ἐπρόκειτο κάν γιά ἀντιμετάθεση ρόλων, διότι δέν ὑπῆρχε ρόλος. Ἐκεῖ ὑπῆρχε μόνο ἕνα «Ἐγώ» καί φαινόταν ἀρκετά ἁπλό. Αὐτό τό Ἐγώ, ἄς ποῦμε, πεινοῦσε, ὑπέφερε, σκεφτόταν, αἰσθανόταν καί ὅλα αὐτά τά ἔκανες κι ἐσύ, ἦταν ἰσχυρό ἤ ἀδύναμο, καταπληκτικό ἤ ἀξιολύπητο, ἤ ὅλα αὐτά ἀνακατεμένα, καί αὐτή ἡ συνταγή σοῦ ἔβγαινε καί σένα, γιά λίγες ὧρες ἤ κανένα μήνα, καί ἔπειτα ἀκολουθοῦσαν ἄλλα βιβλία καί ἄλλα ποιήματα, δηλαδή ἄλλα Ἐγώ, πού ἔκαναν ξανά τό ἴδιο πράγμα, ἀποίκιζαν ἀκατάπαυτα τό δικό μας Ἐγώ. Ὅμως αὐτές οἱ εἰσβολές δέν μᾶς ἐμπόδισαν νά γίνουμε ἐντελῶς διαφορετικοί χαρακτῆρες καί, σύντομα, νά κρατήσουμε ἀπόσταση ἀπό τούς χαρακτῆρες τῶν βιβλίων καί νά τούς ἀντιμετωπίσουμε μέ κριτικό μάτι. Ἡ κατάλυση τῆς ἑνότητας τοῦ Ἐγώ μᾶς ὁδήγησε σέ μιά νέα ἐμπειρία· παρατηρήσαμε τίς ἀλληλοεπικαλύψεις ἀνάμεσα στόν συγγραφέα καί στό Ἐγώ καί τελικά μάθαμε γιά ὅλα τά δυνατά Ἐγώ στήν ποίηση· γιά τό ἐπινοημένο, τό κεκαλυμμένο, τό μετριασμένο, τό ἀπόλυτα λυρικό, γιά τό Ἐγώ ὡς σκεπτόμενο ὑποκείμενο, ὡς δρῶν ὑποκείμενο, γιά ἕνα Ἐγώ ἄυλο ἤ ἐντός τῆς ὕλης.
Παρ’ ὅλ’ αὐτά θά ἤθελα νά ξεκινήσω μέ τό ἁπλούστερο, καί γιά τόν λόγο αὐτόν ἐντυπωσιακότερο ταυτόχρονα Ἐγώ, καί γιά τό γεγονός ὅτι ἕνας συγγραφέας, μολονότι αὐτό φαίνεται ἐλάχιστα πιθανό ὕστερα ἀπό ὅσα ἐλέχθησαν προηγουμένως (στό μέτρο πού δέν εἶναι κάποια ἱστορική προσωπικότητα), μᾶς παρουσιάζει τό Ἐγώ του, προικισμένο μέ τό δικό του ὄνομα καί ὅλα τά προσωπικά του στοιχεῖα. Σάν νά ἐθεωρεῖτο ἡ ἀξιοπιστία του δεδομένη, σάν νά ἔπρεπε ἀναγκαστικά νά παρουσιάζει ἡ πραγματική του ζωή γιά μᾶς κάποιο ἐνδιαφέρον, σάν νά μποροῦσε κάποιος νά μεταφέρει, δίχως διαμεσολάβηση, τό ἴδιο του τό ἄτομο, τήν ἴδια του τή ζωή, σέ ἕνα βιβλίο. Ἕνα Ἐγώ αὐτοῦ τοῦ εἴδους –δηλαδή, μιά τόσο βάναυση καί ριψοκίνδυνη ἀπόπειρα νά ξεμπερδεύει κανείς μέ τή σύλληψη τοῦ Ἐγώ (Ich-Konzeption)– μποροῦμε νά ἀπολαύσουμε στά βιβλία τοῦ Henry Miller. Ἀκόμα καλύτερα σέ ἐκεῖνα τοῦ περιθωριακοῦ τῆς μοντέρνας γαλλικῆς λογοτεχνίας Loui Ferdinand Céline. Δέν ἔχει σημασία, καί ἐξάλλου δέν εἶναι ἐπιδεκτικό διερεύνησης, ἄν τά βιβλία τοῦ Χένρυ Μίλλερ ἤ τοῦ Σελίν εἶναι καθαρά αὐτοβιογραφικά. Αὐτό πού μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι τό ἴδιο τό ἐγχείρημα τῆς παραίτησης ἀπό τήν ἐπινόηση τοῦ Ἐγώ. Ἕνα ἐγχείρημα πού ἀποπνέει ἐρασιτεχνισμό καί θά εἶχε ὀλέθριες συνέπειες γιά κάθε λιγότερο προικισμένο συγγραφέα, πράγμα ὅμως πού, ἐν μέρει, δέν ἀπέφυγαν, ὁ Σελίν καί ὁ Μίλλερ, ἰδιαίτερα ὁ δεύτερος.
Στό μυθιστόρημα Ταξίδι στήν ἄκρη τῆς νύχτας τοῦ Σελίν, παρουσιάζονται συμβάντα, βιώματα καί ἐμπειρίες τοῦ Ἐγώ, ὡς ἀνήκοντος στόν συγγραφέα. Ὁ συγγραφέας καί γιατρός ἀπόρων Σελίν, συστήνεται ὡς γιατρός ἀπόρων, ὀνομάζεται Φερντινάν, πολέμησε στό μέτωπο, μετά πῆγε στίς ἀποικίες, κατόπιν στή Νέα Ὑόρκη καί τέλος ἀνοίγει τό ἰατρεῖο του σέ ἕνα προάστιο τοῦ Παρισιοῦ. Ὁ ἥρωας, τό Ἐγώ, ἔχει τό ἴδιο ὄνομα, τοῦ συμβαίνουν τά ἴδια πράγματα. Ὁ Σελίν ἐμμένει στό πραγματικό καί δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά τραβήξουμε μιά διαχωριστική γραμμή ἀνάμεσα στόν συγγραφέα καί στό Ἐγώ. Στό μέτρο πού ὁ συγγραφέας Σελίν ταυτίζεται μέ τόν μυθιστορηματικό ἥρωα Σελίν (ὅπως ταυτίζεται ὁ συγγραφέας Μίλλερ μέ τόν μυθιστορηματικό ἥρωα Μίλλερ), ἡ διαχείριση τοῦ μυθιστορηματικοῦ Ἐγώ γίνεται προβληματική, ἡ διαχείριση τοῦ ἴδιου τοῦ ὑλικοῦ γίνεται προβληματική. Ὅλα τά βιώματα εἶναι στό ἔπακρο συμπτωματικά, ἀφοῦ ἡ ζωή τοῦ καθενός, ὅσο ἐνδιαφέρουσα καί μεστή ἤ καί πλήρης νοήματος νά φαίνεται στόν ἴδιο, ἤ μερικές φορές καί σέ κάποιους ἄλλους, ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει ἐπιλογή, ἐκεῖ ὅπου ἡ ἐπινοημένη ζωή ὑποτάσσεται στούς περιορισμούς τοῦ ἀκατέργαστου πρωτογενοῦς ὑλικοῦ, γίνεται ἀπολύτως ἀδιάφορη, ἄχρηστη γιά τόν ἀναγνώστη. Τό γεγονός ὅτι τό μυθιστορηματικό Ἐγώ τοῦ Μίλλερ καί τοῦ Σελίν ἀντέχει ὀφείλεται μόνο στή γλώσσα μέ τήν ὁποία αὐτό εἶναι προικισμένο, καί ἡ ὁποία παροξύνει ἐπαναληπτικά τό χάος, μιλάει, μιλάει καί μιλάει, ἕως ὅτου ἡ ζωή του ἀναδύεται ὡς γλώσσα. Ὁ Σελίν οὐρλιάζει, ἐπικρίνει καί ὀργίζεται στήν ἀργκό του, ἕως ὅτου οἱ θλιβερές ἱστορίες του, πού σέ ἄλλη περίπτωση δέν θά ἀφοροῦσαν κανέναν, καταλήγουν, μέσα σέ αὐτό τό ὁρμητικό γλωσσικό ρεῦμα, νά ἐκπροσωποῦν τήν ἐξαθλίωση ὅλων τῶν φτωχῶν.
Σκεφτόμουν κι ἐγώ τό μέλλον μου βέβαια, ἀλλά μέ κάτι σάν παραλήρημα, γιατί εἶχα διαρκῶς τόν βουβό τρόμο μή σκοτωθῶ στόν πόλεμο καί τό φόβο ἐπίσης μήν ψοφήσω ἀπ’ τήν πείνα ἄν γινόταν εἰρήνη. Ἤμουν σέ θανατική ἀναστολή κι ἐρωτευμένος. Δέν ἦταν μόνο ἐφιάλτης. Ὄχι πολύ μακριά μας, σέ λιγότερο ἀπό ἑκατό χιλιόμετρα, ἑκατομμύρια ἄντρες, γενναῖοι, καλά ὁπλισμένοι, καλά ἐκπαιδευμένοι, μέ περίμεναν γιά νά μέ λιανίσουν, ἀκόμα καί Γάλλοι μέ περίμεναν γιά νά μ’ ἀπαλλάξουν ἀπό τό τομάρι μου, ἔτσι καί δέν δεχόμουν νά μοῦ τό καταντήσουν ἕνα κουβάρι ματωμένες σάρκες οἱ ἀντικρινοί.
Ὑπάρχουν σ’ αὐτό τόν κόσμο δύο καλοί τρόποι νά ψοφήσει ὁ φτωχός: εἴτε ἀπ’ τήν ἀπόλυτη ἀδιαφορία τῶν ὁμοίων του ἐν καιρῷ εἰρήνης, εἴτε ἀπ’ τό ἀνθρωποκτόνο πάθος τῶν ἰδίων ἐν καιρῷ πολέμου. Ἅμα βαλθοῦν νά σκέφτονται ἐμᾶς οἱ μάγκες εἶναι ἀμέσως γιά νά μᾶς βασανίσουν, καί τίποτε ἄλλο. Μόνο καταματωμένοι παρουσιάζουμε ἐνδιαφέρον γιά τά καθάρματα!
Καί ἕνα ἄλλο ἀπόσπασμα:
Αὐτό πού κάναμε, νά ρίχνουμε ὁ ἕνας στόν ἄλλον, στό ἔτσι χωρίς κάν νά βλεπόμαστε, δέν ἀπαγορευόταν! Οὐδέν λάθος λοιπόν; Ἦταν ἀπ’ τά πράγματα πού μπορεῖ νά κάνει κανείς δίχως νά τοῦ ἀξίζει ἕνα γερό βρισίδι. Τό ἀναγνώριζαν μάλιστα, τό ἐνθάρρυναν σίγουρα ἄνθρωποι σοβαροί, ὅπως τούς λαχνούς, τούς ἀρραβῶνες, τό κυνήγι!.. Τί νά πῶ. Μόλις εἶχα ἀνακαλύψει μεμιᾶς ὁλόκληρο τόν πόλεμο. Εἶχα ξεπαρθενευτεῖ…Ἄ! τί δέν θά ‘δινα ἐκείνη τή στιγμή γιά νά βρεθῶ στή φυλακή ἀντί γιά δῶ, ὁ ἠλίθιος! Ἐπειδή, ὁ προνοητικός ἐγώ, θά ‘χα, γιά παράδειγμα, ὅταν ἦταν τόσο εὔκολο, κλέψει κάτι, κάπου, ὅσο ἦταν ἀκόμη καιρός. Μυαλό κουκούτσι! Ἀπ’ τή φυλακή βγαίνεις ζωντανός, ἀπ’ τόν πόλεμο ὄχι. Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι λόγια.
Τό ἔργο μετατρέπεται σέ κραυγή ἀγωνίας καί ἡ ἀγωνία εἶναι αὐτή πού ἀπελευθερώνει τήν κραυγή· στίς ἀποικίες, στήν Ἀμερική, στό παρισινό προάστιο. Ὁ Λόγος ἔχει χρεοκοπήσει γι’ αὐτόν, μιά γιά πάντα.
Ἡ ἀνία μου μεγάλωνε μπροστά σ’ ἐκεῖνες τίς ἐκτάσεις τῶν προσόψεων, σ’ ἐκείνη τήν οἰδαλέα μονοτονία τοῦ λιθόστρωτου, τῶν τούβλων, τῶν ἀτέλειωτων παραθύρων καί τῶν μαγαζιῶν καί δῶσ’ του μαγαζιῶν, τό χτικιό αὐτό τοῦ κόσμου, πού στραφτάλιζαν μέ τίς πολλά ὑποσχόμενες καί πυώδεις ρεκλάμες τους.
Σέ δεινή θέση περιέρχεται ὁ Μίλλερ μέ τόν ἥρωα του, τόν συγγραφέα Μίλλερ, καί μάλιστα ἐκεῖ πάντα, ἀκριβῶς ἐκεῖ, ὅπου ὁ συγγραφέας δέν αὐτοσυστήνεται ὡς τίμιος, σαστισμένος αὐτοδίδακτος, ἀλλά μᾶς μεταφέρει διά μακρῶν, ὅπως λόγου χάριν στό Πλέξους, τόν ἐνθουσιασμό του γιά τόν Gottfried Benn, τόν Ντοστογιέφκι ἤ τόν Splengler. Ὁ Μίλλερ καταφέρνει νά διεγείρει τό ἐνδιαφέρον μας μέ τήν ἀφήγηση τῶν πλέον κοινότοπων συμβάντων τοῦ καθημερινοῦ του βίου, ὄχι ὅμως καί μέ τήν ἀναφορά στήν πνευματική του ἐξέλιξη, στά ἀναγνώσματα, στίς σκέψεις του, διότι ἡ περιττή ἀφήγηση γεγονότων εἶναι μᾶλλον ἀποδεκτή, ὄχι ὅμως καί ἡ ἔκφραση περιττῶν σκέψεων.
Σκέψεις, σημειωμένες σέ ἕνα ἡμερολόγιο, εἶναι ἀποδεκτές, ὅμως ὄχι καί ἡ ἀλόγιστη ἐπιβάρυνση ἑνός μυθιστορηματικοῦ χαρακτήρα μέ αὐτές. Διότι τό Ἐγώ τοῦ συντάκτη ἑνός ἡμερολογίου, ἑνός συγγραφέα, ἔχει διαφορετικές δομικές καί χωρητικές δυνατότητες. Πρόκειται γιά ἕνα Ἐγώ, τό ὁποῖο, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ André Gide, μπορεῖ νά σημειώσει, ὅτι μᾶς ἐπισκέφτηκε ὁ Τζαίημς, ὅτι ἐπίκειται ἕνα ταξίδι, μπορεῖ νά σημειώσει ποιά βιβλία ἔχουν διαβαστεῖ ἤδη καί ποιά θά ἔπρεπε νά διαβαστοῦν. Μιλάει γιά σκέψεις, κεφαλαλγίες, γιά τόν καιρό, καί τήν ἀμέσως ἑπόμενη στιγμή ἐκφράζει μιά ἄποψη γιά τήν πολιτική καί λογοτεχνική συγκυρία. Ἄν καί τό προσωπικό ἡμερολόγιο μοιάζει νά πορεύεται στήν τύχη, εἶναι ἀπό τή φύση του ἐπιλεκτικό. Διότι τό πρόσωπο τοῦ ἡμερολογίου δέν παρουσιάζεται, ἄς ποῦμε, ὡς ὁλόκληρος ὁ Ἀντρέ Ζίντ, ἀλλά ἀπό μία σκοπιά, δίχως μέ αὐτό νά θέλουμε νά ἐκφράσουμε ἀπαξίωση πρός τόν συγγραφέα Ζίντ.
Τό προσωπικό ἡμερολόγιο, ὅπως καί ἡ ἰδιωτική ἐπιστολή, ἔχει ἐπίσης τήν ἰδιαιτερότητα, ὅτι δέν χρειάζεται νά ἐπινοήσει τό σχῆμα τοῦ Ἐγώ. Μόνον ὡς πρωτοπρόσωπο Ἐγώ μπορεῖ νά εἰσχωρήσει στό κείμενο καί μέ ἀπολύτως κανέναν ἄλλον τρόπο. Δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά μετακινηθεῖ ἀπό τή θέση του, δέν ἐπιβαρύνεται μέ συνάφειες, προωθεῖται σημειωτόν ἤ μέ ἅλματα· μπορεῖ νά διακόψει, νά ψηλαφήσει τά πάντα καί πάλι νά τά παρατήσει ὅλα, καθώς αὐτό τό Ἐγώ δέν εἰσδύει ὡς πραγματική ζωή, στήν τρισδιάστατη ἐκδοχή της, μέσα στό κείμενο. Αὐτό ἀκούγεται σάν ἀντίφαση, καθώς ἡ ἡμερολογιακή μορφή θεωρεῖται τό πλέον ὑποκειμενικό καί πιό ἀδιαμεσολάβητο εἶδος γραμματείας. Κι ὅμως, παρ’ ὅλη τήν ὑποκειμενικότητα, παρ’ ὅλη τήν ἔκφραση προσωπικῶν ἀπόψεων καί ἐμπιστευτικῶν πληροφοριῶν, τό ἡμερολόγιο ὑποκρύπτει τό πρόσωπο. Στά ἡμερολόγια ἀκοῦμε διαρκῶς «Ἐγώ» καί «Ἐγώ», κι ὅμως κατά κάποιον ἀνεξήγητο τρόπο ὁ συντάκτης ἀποσύρεται καί βρίσκει καταφύγιο πίσω ἀπό τή μορφή τῆς πρωτοπρόσωπης ἀφήγησης, ἡ ὁποία καί ἀποτελεῖ ἐδῶ τό διακύβευμα.
Τό ἡμερολόγιο συντάσσεται κατ’ ἀνάγκην σέ αὐστηρά πρωτοπρόσωπη μορφή. Ὄχι ὅμως ἀπαραίτητα τό ποίημα καί τό μυθιστόρημα· καί, στό μέτρο πού καί στό ποίημα καί στό μυθιστόρημα ὑπάρχει ἡ δυνατότητα ἐπιλογῆς ἀνάμεσα σέ διαφορετικές ἐκδοχές ἀφήγησης, ἀνακύπτουν περισσότερα προβλήματα καθορισμοῦ τοῦ Ἐγώ. Μόνο σέ αὐτά τά δύο γραμματειακά εἴδη παρουσιάζεται ἡ ἀνάγκη τῆς καταστροφῆς, τῆς ἀναίρεσης ἤ τῆς καινοφανοῦς σύλληψης τοῦ Ἐγώ. Τείνω νά ἰσχυριστῶ ὅτι δέν ὑπάρχει μυθιστορηματικό-Ἐγώ ἤ ποιητικό-Ἐγώ πού νά μήν ἀντλεῖ ζωτική δύναμη ἀπό τό ἀξίωμα: Ἐγώ ὁμιλῶ, ἄρα εἶμαι ἐγώ. Αὐτό τό ἀξίωμα ὀφείλει νά ἐξουδετερώσει τό ἐρώτημα τό ὁποῖο τίθεται συχνά στούς συγγραφεῖς, ὅταν τό κείμενο δέν εἶναι γραμμένο σέ πρῶτο πρόσωπο: Ποιός τελικά μιλάει ἐδῶ; Ποιός γνωρίζει αὐτό κι ἐκεῖνο γιά τούς χαρακτῆρες, ποιός τούς κατευθύνει, ποιός τούς κινεῖ καί μέ ποιό δικαίωμα καί ποιός ἐπιλέγει τό ὑλικό τῆς ἀφήγησης; Ἐρώτημα εὐνόητο, μέ τό ὁποῖο, ὁ συνεπής νατουραλισμός, πού εἶχε περιέλθει σέ ἀδιέξοδο, μισόν αἰώνα πρίν, ἀξίωνε περισσότερη καί ἀκριβέστερη ἀντικειμενικότητα, καί, διά τοῦ ὁποίου, μερικοί νέοι μυθιστοριογράφοι στή Γαλλία παράγουν μιά «μπηχεϊβιοριστική» πρόζα, ἕνα εἶδος πρόζας, τό ὁποῖο ἐξαντλεῖται σέ περιγραφές συμπεριφορῶν καί ἀντικειμένων, γιά νά μήν προκαλέσει ὑποψίες.
Ὅμως, ἄς ἐπιστρέψουμε στό Ἐγώ. Ὑπάρχει ἕνα παλαιότερο βιβλίο, τό ὁποῖο ἀρχίζει μέ μιά σκηνή μεταξύ συνταξιδιωτῶν σέ ἕνα βαγόνι τρένου· ὁ ἀφηγητής εἶναι ἕνα Ἐγώ, περί τοῦ ὁποίου δέν μᾶς δίνεται καμιά περαιτέρω πληροφορία – δέν γνωρίζουμε: πρόκειται γιά τόν συγγραφέα ἤ γιά ἕνα Ἐγώ ἐπινοημένο ἀπό τόν συγγραφέα; Αὐτό τό Ἐγώ λοιπόν, ἀφηγεῖται μιά συζήτηση τῶν συνταξιδιωτῶν μέ θέμα τό γάμο, ἡ ὁποία ξαφνικά μετατρέπεται σέ δυσάρεστη, καθώς λέγεται, λογομαχία, ἐξαιτίας τῆς παρέμβασης ἑνός ἡλικιωμένου γκριζομάλλη κυρίου.
Ἄν δέν κάνω λάθος, θά μάθατε ποιός εἶμαι, εἶπε ἤρεμα καί σάν ἀδιάφορα ὁ γκριζομάλλης κύριος.
Ὄχι, δέν ἔχω τήν εὐχαρίστηση.
Δέν εἶναι δά καί μεγάλη ἡ εὐχαρίστηση. Εἶμαι ὁ Ποζντνίσιεφ, ἐκεῖνος μέ τό κρίσιμο ἐπεισόδιο, πού λέτε, τό ἐπεισόδιο ἐκεῖνο ὅπου αὐτός σκότωσε τή γυναίκα του, δηλαδή ἐγώ, εἶπε κι ἔριξε μιά γρήγορη ματιά στόν καθένα μας.
Καί δύο σελίδες πιό κάτω, ὅταν ὁ ἀφηγητής μένει μόνος μέ τόν γκριζομάλλη, αὐτός συνεχίζει:
Τότε λοιπόν, θά σᾶς διηγηθῶ τήν ἱστορία μου… Θέλετε νά τήν ἀκούσετε, ἔτσι;
Ξαναεῖπα πώς πολύ θέλω. Σώπασε γιά λίγο, σκούπισε μέ τά χέρια τό πρόσωπο κι ἄρχισε:…
Ἡ ἐξομολόγηση πού ἀκολουθεῖ μᾶς εἶναι γνωστή μέ τόν τίτλο Ἡ Σονάτα τοῦ Κρόιτσερ, ὑπό Λέοντος Τολστόι.
Παρουσίασα τήν ἀρχή τῆς νουβέλας, καθώς ἐδῶ ἔχουμε νά κάνουμε μέ μιά χαρακτηριστική περίπτωση πρωτοπρόσωπης ἀφήγησης, πού ἔγινε κλασική γιά τόν λογοτεχνικό μοντερνισμό, αὐτή τοῦ διπλοῦ ἀφηγητῆ: Ἀπό τό περιθώριο τῆς δράσης, προωθεῖται ἕνα Ἐγώ, τό ὁποῖο ἀκούει ἕνα ἄλλο, τόν κύριο χαρακτήρα, ὥστε νά μπορέσει νά μᾶς μεταφέρει ἐμπιστευτικά τήν ἐξομολόγησή του.
Ὑπάρχει μιά ἀκόμα πιό ἐνδιαφέρουσα παραλλαγή τῆς πρωτοπρόσωπης ἀφήγησης: ἐκείνη τοῦ ἀφηγητῆ-ἐκδότη, ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται στό προσκήνιο, μέ σκοπό τήν ἀπόκρυψη καί ἀποστασιοποίηση τοῦ ἀποφασιστικοῦ Ἐγώ τοῦ βιβλίου. Ὁ Ντοστογιέφσκι χρησιμοποίησε αὐτήν τήν παραλλαγή ἀπό φόβο πρός τή λογοκρισία. Ἐμφανίζεται μέ διπλή ἰδιότητα στό Ἀναμνήσεις ἀπ’ τό σπίτι τῶν Πεθαμένων: παρουσιάζεται ὡς ἐκδότης, ὁ ὁποῖος ἔχει γνωρίσει κάποιον Ἀλέξαντρο Πετρόβιτς Γοριάντσικοβ, πού εἶχε ἐκτίσει ποινή δέκα χρόνων σέ καταναγκαστικά ἔργα στή Σιβηρία γιά τό φόνο τῆς γυναίκας του. Ὕστερα ἀπό τό θάνατό του, ἀνακαλύπτει ἕνα τετράδιο, ὅπου αὐτός ἐξιστορεῖ τή ζωή του στό κάτεργο. Σήμερα ὅμως γνωρίζουμε, φυσικά, ὅτι πίσω ἀπό αὐτά κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ Ντοστογιέφσκι, ὁ ὁποῖος βρέθηκε στή Σιβηρία ὡς κατάδικος, ἀλλά γιά ἄλλους λόγους. Ὡς ἐκδότης, ὁ Ντοστογιέφσκι, γράφει μέ ἐπιφύλαξη στήν εἰσαγωγή:
Ἦταν ἡ περιγραφή –μιά περιγραφή χωρίς σταθερή συνέχεια– τῆς δεκάχρονης ζωῆς τοῦ Ἀλέξαντρου Πετρόβιτς στό κάτεργο […]. Διάβασα ἀρκετές φορές αὐτά τά ἀποσπάσματα καί πείστηκα σχεδόν πώς γράφτηκαν σέ στιγμές τρέλας. Μά οἱ σημειώσεις ἀπ’ τό κάτεργο –«Σκηνές ἀπ’ τό σπίτι τῶν πεθαμένων», ὅπως τίς λέει ὁ ἴδιος κάπου στό χειρόγραφο– μοῦ φάνηκαν πώς ἔχουν ἐνδιαφέρον. Ὁ ἐντελῶς καινούργιος κόσμος πού ὥς τώρα δέν τόν ξέραμε, μερικά παράξενα γεγονότα, μερικές σημειώσεις γιά τούς ἀνθρώπους πού καταστράφηκαν, μέ τραβήξανε καί τά διάβασα μέ περιέργεια. Φυσικά, μπορεῖ νά κάνω καί λάθος. Γιά δοκιμή διαλέγω ἀπ’ τήν ἀρχή δυό-τρία κεφάλαια. Ἄς κρίνουν οἱ ἀναγνῶστες.
Ὁ ἐπιβεβλημένος, στήν περίπτωση τοῦ Ντοστογιέφσκι, ἑλιγμός, παρήγαγε ἕνα καλλιτεχνικό τέχνασμα, τό ὁποῖο παραμένει ἐνδιαφέρον, ἀκόμη κι ἄν οἱ συνθῆκες οἱ ὁποῖες τό ἐπέβαλαν ἔχουν πρό πολλοῦ ἐκλείψει. Αὐτή ἡ προφανής σκηνοθεσία, αὐτό τό «φυσικά μπορεῖ νά κάνω καί λάθος» καί «γιά δοκιμή διαλέγω δυό-τρία κεφάλαια» – πόσες φορές δέν τό ἔχουμε συναντήσει ἔκτοτε στό μυθιστόρημα. Ἡ ἐπίδρασή του πάνω μας δέν ἔχει ξεθωριάσει, μᾶς ἐξάπτει τήν περιέργεια· ἀπολαμβάνουμε αὐτό τό κρυφτούλι μέ τό Ἐγώ, τό ὁποῖο συγκαλύπτεται, ὥστε νά ἀποκαλυφθεῖ μέ ἕναν πιό θεαματικό τρόπο.
Ἡ μέθοδος πού ἀκολουθεῖ ὁ Italo Svevo, στό μυθιστόρημά του La concienza di Zeno, δέν εἶναι πολύ διαφορετική. Ἕνας γιατρός, ψυχαναλυτής, ἀπό κακία δημοσιεύει τίς αὐτοβιογραφικές σημειώσεις τοῦ ἀσθενῆ του Zeno Cosini, ἑνός ἐμπόρου ἀπό τήν Τεργέστη. Οἱ σημειώσεις προέκυψαν ὅταν ὁ ἀσθενής, ὁ ὁποῖος δέν ἔπαιρνε τήν ψυχανάλυση στά σοβαρά καί δέν εἶχε καμιά ὄρεξη νά ξαπλώνει στό ντιβάνι τοῦ ψυχαναλυτῆ, θέλησε νά πάρει τήν κατάσταση στά χέρια του καί νά ἐξερευνήσει ὁ ἴδιος τή ζωή του. Ὅμως, μέ τόν Ἴταλο Σβέβο, ἔχουμε εἰσέλθει πλέον στόν 20ό αἰώνα καί στήν ἀνίχνευση ἑνός Ἐγώ τό ὁποῖο δέν ἐξομολογεῖται ἁπλῶς, προσδοκώντας τήν κάθαρση (ὅπως, ἄς ποῦμε, στίς ἐξομολογήσεις τῶν Ρώσων μυθιστοριογράφων πού προηγήθηκαν), ἀλλά ἑνός Ἐγώ τό ὁποῖο ἀπώλεσε τήν ἀρχική ἀθωότητά του. Ὁ ἰταλικός τίτλος τοῦ ἔργου εἶναι La concienza di Zeno, Ἡ συνείδηση τοῦ Ζήνωνα, λοιπόν. Καί τό δεσπόζον θέμα αὐτοῦ τοῦ ἔργου δέν εἶναι κανένα ἄλλο ἀπό τό ἐρώτημα «Ποιός εἶμαι ἐγώ;» Στό ἔργο, φαινομενικά, δέν παρακολουθοῦμε τίποτα παραπάνω ἀπό τήν ἐξέλιξη ἑνός κοινοῦ, καθημερινοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, τίς πρῶτες κρυφές ἀπόπειρες νά καπνίσει, τά σπαταλημένα φοιτητικά χρόνια μέχρι τό θάνατο τοῦ πατέρα, τόν ἀτυχή ἔρωτά του γιά τήν Ἄντα καί τόν γκροτέσκο ἀρραβώνα του μέ τήν ἄσχημη ἀδελφή της, τίς συζυγικές του ἀπιστίες, οἱ ὁποῖες ὅμως οὐδόλως διαταράσσουν τή γαλήνη τῆς ἀστικῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς, τή θεμελίωση ἑνός ἐμπορικοῦ οἴκου, τό ξέσπασμα τοῦ Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, ὁ ὁποῖος τελικά δίνει τήν εὐκαιρία στόν ἄβουλο Ζήνωνα Κοσίνι νά ἐγκαταλείψει τή ρηχή μονοτονία τοῦ βίου του καί νά περάσει στή «δράση», ὡς μαυραγορίτης. Αὐτή ἡ τιποτένια ὕπαρξη, στό ὕφος τῶν ταινιῶν τοῦ Τσάπλιν, ἡ παράλογη κωμωδία ὅλων αὐτῶν τῶν πεζῶν, δίχως συνέπειες, ἐπεισοδίων, ἀποκτᾶ μέγεθος διά τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Ἐγώ. Αὐτός ὁ ὑποχόνδριος Κοσίνι, ὁ ὁποῖος ἀναζητᾶ τήν ἀρρώστια του καί δέν τή βρίσκει, ἀναζητᾶ τήν ἀλήθεια καί δέν τή βρίσκει, ὁ ὁποῖος ἀφηγεῖται τή ζωή του κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ἀλλά μπορεῖ νά τό κάνει καί διαφορετικά, ἀναφωνεῖ:
Ein geschriebenes Bekenntnis ist immer verlogen. Mit jedem sprachlich reinen Wort lügen wir! Wenn er (und gemeint ist der Psychoanalytiker), wenn er wüsste, wie wir nur jene Dinge gerne Erzählen, für die uns das Wort bereitsteht· wie wir fast alle andern auslassen, die uns zwingen würden, das Wörterbuch zu benutzen. Auf diese Weise wählen wir, aus unserem Leben die Episoden, die wir erzählen. Es ist ganz klar, dass zum Beispiel mein Leben ganz anders aussehen würde, wenn ich es in meinem Dialekt (gemeint ist der triestinische) hätte erzählen dürfen.
[Μιά γραπτή ἐκμυστήρευση εἶναι πάντοτε ψευδής. Κάθε λέξη μας στήν ἐπίσημη γλώσσα τοῦ κράτους εἶναι ἕνα ψεῦδος. Ἄν αὐτός (ἐνν. ὁ ψυχαναλυτής) ἤξερε ὅτι μᾶς κάνει εὐχαρίστηση νά ἀφηγούμαστε μόνο ἐκεῖνα τά πράγματα γιά τά ὁποῖα ἔχουμε τή φράση πρόχειρη, μέ τόν ἴδιο τρόπο πού ἀποφεύγουμε σχεδόν ὅλα ὅσα θά μᾶς ἀνάγκαζαν νά ἀνατρέξουμε στό λεξικό. Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἐπιλέγουμε τά ἐπεισόδια τῆς ζωῆς μας πού θά ἀφηγηθοῦμε. Εἶναι φανερό ὅτι ἡ ζωή μου, γιά παράδειγμα, θά φαινόταν ἐντελῶς διαφορετική, ἄν μποροῦσα νά τήν ἀφηγηθῶ στή δική μου διάλεκτο (ἐνν. τῆς Τεργέστης).]
Αὐτό πού τό Ἐγώ τοῦ Σβέβο προσφέρει πρός ἀποκάλυψη, πού σηματοδοτεῖ ὡς δυνατότητα, δέν ἔχει γίνει ἀκόμη κατανοητό. Εἶναι ἕνα παρθένο, ἀνεκμετάλλευτο Ἐγώ, πού σουλατσάρει μασκαρεμένο σέ ἀργόσχολο ἔμπορο ἀπό τήν Τεργέστη, ἄχρηστο, κάλπικο καί ταυτόχρονα παθιασμένο μέ τήν ἀλήθεια, ἔντιμο καί ἀμέσως μετά χλευαστικό, γιατί αὐτό πού θεωροῦμε ὡς πραγματικό πρόσωπο, τή μιά στιγμή εἶναι ἕνα ἰδεῶδες πρόσωπο καί τήν ἄλλη ἕνα προσωπεῖο, κι ἔπειτα, ξαφνικά, πάλι τό ἀληθινό του πρόσωπο. Αὐτό τό Ἐγώ εἶναι ἰδιαιτέρως ἀσαφές ὡς πρός τήν πυκνότητά του καί τίς ἰδιότητές του· δέν ὑπολείπεται πλέον πολύς χρόνος, ἕως τήν ἐμφάνιση ἑνός ἄλλου συγγραφέα, ὁ ὁποῖος, στήν κυριολεξία, θά συγκροτήσει τόν δικό του Ἄνθρωπο χωρίς ἰδιότητες. Καί, στό μέτρο ποὺ ὁ κωμικοτραγικός ἥρωας τοῦ Σβέβο τρέχει ἀπό γιατρό σέ γιατρό, ξεπετάει τή μιά θεραπεία μετά τήν ἄλλη καί μετακινεῖται ἀπό τήν ψυχανάλυση, ὅπου ἐξαπατᾶ τόν γιατρό του, στόν μνημονικό τυχοδιωκτισμό, ἐπιμένει ὅμως παρ’ ὅλα αὐτά στήν ἰδιόρρυθμη μέθοδό του, δόθηκε ἡ εὐκαιρία στόν διάσημο, ἀργότερα, φίλο καί θαυμαστή τοῦ Σβέβο, James Joyce, νά γράψει: «Αὐτό πού τόν ἀπασχολοῦσε ἰδιαίτερα ἦταν ὁ χειρισμός τοῦ χρόνου στό μυθιστόρημα. Καί πράγματι, τό Ἐγώ τοῦ Σβέβο ἐπιτρέπει μιά ἀντιμετώπιση τοῦ χρόνου, ἡ ὁποία ἀνήκει στά πρωτοποριακά ποιητικά ἐπιτεύγματα αὐτοῦ τοῦ αἰώνα».
Ὁ ἴδιος ὁ Σβέβο γράφει ἐπ’ αὐτοῦ:
Die Vergangenheit ist immer neu: Sie verändert sich dauernd, wie das Leben fortschreitet. Teile von ihr, die in Vergessenheit gesungen schienen, tauchen wieder auf, andere wiederum versinken, weil sie weniger wichtig sind. Die Gegenwart dirigiert die Vergangenheit wie die Mitglieder eines Orchesters. Sie benötigt gerade diese Töne und keine anderen. So erscheint die Vergangenheit bald lang, bald kurz. Bald klingt sie auf, bald verstummt sie. In die Gegenwart wirkt nur jener Teil des Vergangenen hinein, der dazu bestimmt ist, sie zu erhellen oder zu verdunkeln.
(Τό παρελθόν ἀνανεώνεται διαρκῶς. Μεταβάλλεται καθώς ἡ ζωή τραβάει μπροστά. Κομμάτια του, τά ὁποῖα ἔδειχναν νά ἔχουν βυθιστεῖ στή λήθη, ἀναδύονται ξανά, ἄλλα πάλι βουλιάζουν, διότι εἶναι λιγότερο σημαντικά. Τό παρόν διευθύνει τό παρελθόν, ὅπως ὁ μαέστρος τήν ὀρχήστρα του. Κάθε στιγμή ἔχει τήν ἀνάγκη αὐτῶν τῶν συγκεκριμένων τόνων καί ὄχι ἄλλων. Ἔτσι τό παρελθόν μοιάζει πότε νά ἐπιβραδύνεται καί πότε νά ἐπιταχύνεται. Πότε ἀντηχεῖ, πότε σιωπᾶ. Στό παρόν διεισδύει ἐκεῖνο μόνο τό κομμάτι τοῦ παρελθόντος πού ἔχει ὡς ἀποστολή νά τό φωτίσει ἤ νά τό συσκοτίσει.)
Γιά τόν λόγο αὐτόν πιστεύω ἐπίσης ὅτι μιά ἄβυσσος χωρίζει τό Ἐγώ τοῦ 19ου αἰώνα (ἤ ἀκόμα καλύτερα τό Ἐγώ τοῦ Goethe στόν Βέρθερο, πού ἀποτελεῖ μιά ἔξοχη περίπτωση ἑνός Ἐγώ, τό ὁποῖο ἑρμηνεύει τά τεκταινόμενα, ὡς ὕψιστη δικαιοδοτική ἀρχή), δηλαδή τό παλαιό Ἐγώ, ἀπό τό Ἐγώ ἑνός βιβλίου ὅπως ἡ Concienza di Zeno, καί ἐπιπροσθέτως, μιά ἄβυσσος χωρίζει αὐτό τό Ἐγώ, ἀπό τό Ἐγώ τοῦ Samuel Beckett, γιά τό ὁποῖο θά γίνει λόγος στή συνέχεια. Ἡ πρώτη μεταβολή στήν ἀντίληψη τοῦ Ἐγώ εἶναι ὅτι αὐτό δέν ἐνοικεῖ πλέον στήν Ἱστορία, ἀλλά ἀντίθετα ἡ Ἱστορία ἐνοικεῖ στό Ἐγώ. Αὐτό σημαίνει: μόνο ὅσο τό ἴδιο τό Ἐγώ παρέμενε ἀδιερώτητο, ὅσο ὑπῆρχε ἡ πεποίθηση ὅτι ἡ ἀφήγησή του εἶναι ἀξιόπιστη, μποροῦσε νά γίνει ὁ ἐγγυητής τῆς Ἱστορίας καί νά εἶναι ταυτόχρονα τό ἴδιο ἐγγυημένο ὡς πρόσωπο. Ἡ κατάλυση τῆς ἑνότητας τοῦ Ἐγώ συνεπέφερε τήν κατάλυση τοῦ Ἐγώ στήν Ἱστορία, τοῦ Ἐγώ στήν ἀφήγηση. Οὔτε ὁ ἀναγνώστης οὔτε ὁ συγγραφέας Σβέβο θά ἦταν πρόθυμοι νά βάλουν τό χέρι τους στή φωτιά γιά τό Ἐγώ αὐτοῦ τοῦ Ζήνωνα Κοσίνι. Ὡστόσο, ἡ διασάλευση αὐτή τῆς βεβαιότητας τοῦ Ἐγώ ἀντισταθμίζεται ἀπό ἕνα ἀπροσδόκητο κέρδος. Ὁ καινοφανής χειρισμός τοῦ χρόνου, τόν ὁποῖο διανοίγει ὡς δυνατότητα τό Ἐγώ τοῦ Σβέβο, ἡ νέα ἀντιμετώπιση τοῦ «ὑλικοῦ», εἶναι μόνο ἕνα προδρομικό φαινόμενο. Τήν τελείωση ἐπέφερε τό ἔργο τοῦ Marcel Proust Ἀναζητώντας τόν χαμένο χρόνο. Ὅταν ὁ Προύστ ἀνακαλεῖ (einsetzt) τό Ἐγώ του καί τό στέλνει πρός ἀναζήτηση –αὐτό τό ἐλάχιστα μυθιστορηματικό Ἐγώ– καί τοῦ ἐμπιστεύεται ἕνα ὀγκῶδες μυθιστόρημα, δέν τοῦ ἀναθέτει τόν πρωταγωνιστικό ρόλο ὡς πρόσωπο ἤ ἀκόμα καί ὡς φορέα τῆς δράσης, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς ἱκανότητάς του νά ἀναμιμνήσκει – ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς μοναδικῆς ποιότητας καί ὄχι γιά ὁποιονδήποτε ἄλλον λόγο. Τό Ἐγώ, τό ὁποῖο ἀρχικῶς παρίσταται ὡς μάρτυρας, δέν ἀνακρίνεται πλέον, δέν σύρεται στανικῶς στήν ἐξομολόγηση, μέ τόν παλιομοδίτικο τρόπο, ἀλλά μιλάει μέ τήν ἰδιότητά του ὡς παρόντος σέ ὅλους τούς τόπους – στό Κομπραί, στό Μπαλμπέκ, στό Παρίσι, στό μέγαρο τῆς δούκισσας Ντέ Γκερμάντ, στό θέατρο, στούς τόπους τῶν συμβάντων καί σέ κείνους τῆς ἀπουσίας τῶν συμβάντων. Καθώς λοιπόν ἦταν παρόν σέ ὅλους τούς τόπους, ὅμως ἐξαναγκασμένο ἀπό τό φονιά-χρόνο νά τραβήξει μπροστά καί νά ξεχάσει, ἔχει τή δυνατότητα νά ἀντισταθμίσει αὐτό τό μειονέκτημα, ὅταν μιά μυρωδιά, μιά γεύση, μιά λέξη, ἕνας ἦχος ἀνακαλεῖ τό παρελθόν, τόπους καί πρόσωπα, πού εἶχε δεῖ, εἶχε γνωρίσει καί ὅ,τι τοῦ εἶχαν διηγηθεῖ γιά αὐτά. Μιά ἰδιορρυθμία τῆς τεχνικῆς τοῦ Προύστ εἶναι ἡ ἀπόσυρση τοῦ πρωτοπρόσωπου ἀφηγητῆ γιά μεγάλα διαστήματα. Ὁλόκληρο τό βιβλίο τοῦ Σουάν καί μερικά ἀκόμη τμήματα τοῦ ἔργου, ἐκφέρονται στό τρίτο πρόσωπο καί φαίνονται νά αὐτονομοῦνται. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, εἶναι τό Ἐγώ ἐκεῖνο πού ἐμπλέκεται, αὐτό πού ἀναλαμβάνει τήν τιθάσευση τοῦ χρόνου καί τήν κατάκτηση ἑνός, μέχρι ἐκείνη τή στιγμή, ἀνεξερεύνητου μνημονικοῦ βάθους. Στό τέλος τοῦ πρώτου τόμου, τό ἀφηγηματικό Ἐγώ αἰτιολογεῖ τήν ἔλευση τοῦ ἑπόμενου, Ἕνας Ἔρωτας τοῦ Σουάν, μέ τά ἑξῆς λόγια:
Ἔτσι ἔμενα συχνά ὥς τό πρωί ν’ ἀναλογίζομαι τόν καιρό τοῦ Κομπραί, τίς θλιμμένες μου ἄυπνες νύχτες, ἀλλά καί τίς τόσες μέρες, πού ἡ εἰκόνα τους μοῦ εἶχε ξαναδοθεῖ πιό πρόσφατα μέ τή γεύση –αὐτό πού στό Κομπραί θά τό ‘λεγαν «ἄρωμα»– ἀπό ἕνα φλιτζάνι τσάι καί, μέ τό συνειρμό τῶν ἀναμνήσεων, αὐτό πού, χρόνια ἀφοῦ ἐγκατέλειψα τή μικρή ἐκείνη πόλη, εἶχα μάθει σχετικά μ’ ἕναν ἔρωτα τοῦ Σουάν πρίν ἀκόμα γεννηθῶ, μέ τήν ἀκρίβεια στίς λεπτομέρειες πού ἐξασφαλίζεται συχνά πιό εὔκολα γιά τή ζωή ἀνθρώπων νεκρῶν πρίν ἀπό αἰῶνες, παρά γιά τή ζωή τῶν καλύτερων φίλων μας, καί πού φαίνεται ἀδύνατη, ὅπως φαίνεται ἀδύνατο νά κουβεντιάζει κανείς ἀπό μιά πόλη στήν ἄλλη – ὅσον καιρό ἀγνοεῖ κανείς τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ξεπεράστηκε αὐτή ἡ ἀδυναμία. Ὅλες αὐτές οἱ ἀναμνήσεις, στοιβαγμένες ἡ μιά πάνω στήν ἄλλη, ἀποτελοῦσαν πιά ἕναν ὄγκο στόν ὁποῖον μποροῦσες ὡστόσο νά διακρίνεις ἀνάμεσά τους –ἀνάμεσα στίς πιό παλιές καί στίς πιό πρόσφατες, τίς γεννημένες ἀπό ἕνα ἄρωμα, κι ἀκόμα σ’ αὐτές πού δέν ἦταν παρά ἀναμνήσεις κάποιου ἄλλου ἀπ’ τόν ὁποῖο τίς εἶχα μάθει– ἄν ὄχι σχισμές, πραγματικές ρωγμές, ἀλλά ἐκεῖνες τουλάχιστον τίς φλέβες, ἐκεῖνο τό ἀνακάτωμα στούς χρωματισμούς πού σ’ ὁρισμένα πετρώματα, σ’ ὁρισμένα μάρμαρα, ἀποκαλύπτουν διαφορές στήν ἡλικία, στή «διαμόρφωση».
Ἐκεῖ ὅμως ὅπου αὐτό τό Ἐγώ, αὐτός ὁ Μαρσέλ, προσεγγίζει στόν μέγιστο βαθμό τήν ἰδέα πού συνήθως ἔχουμε γιά τό πρωτοπρόσωπο μυθιστόρημα, ὅπως στό βιβλίο Ἡ Φυλακισμένη, τό ὁποῖο ἀφηγεῖται τόν ἔρωτά του γιά τήν Ἀλμπερτίν, δέν εἶναι ἡ ἀμεσότητα πού μᾶς σαγηνεύει, δέν εἶναι ἡ ἐκμυστήρευση – καθόσον ἡ εἰδικότητα αὐτοῦ τοῦ Ἐγώ εἶναι ἡ ἀπόδοση κάθε ἀτομικῆς ἐμπειρίας στήν ἐμπειρία ἐν γένει καί ἡ διαύγαση τῆς τελευταίας ἀπό τό ὁμοιόμορφο φῶς τῆς γνώσης. Χαρακτηριστικό αὐτῆς τῆς παραίτησης ἀπό τήν πρωτοπρόσωπη ἐκφορά, τῆς μετατροπῆς τοῦ ὑποκειμενικοῦ σέ ἀντικειμενικό, ἀποτελοῦν στόν Προύστ φράσεις ὅπως ἐκεῖνες, πού ἀναφέρονται στόν ἔρωτά του γιά τή δούκισσα Ντέ Γκερμάντ:
Κι ἀμέσως τήν ἀγάπησα, γιατί ἄν ἀρκεῖ καμιά φορά, γιά ν‘ ἀγαπήσουμε μιά γυναίκα, νά μᾶς κοιτάξει μέ περιφρόνηση, ὅπως νόμισα πώς εἶχε κάνει ἡ δεσποινίδα Σουάν, καί νά σκεφτοῦμε πώς ποτέ δέν θά μπορέσει νά γίνει δική μας, ἄλλοτε πάλι μπορεῖ ν‘ ἀρκεῖ νά μᾶς κοιτάξει μέ καλοσύνη, ὅπως ἔκαμε ἡ κυρία Ντέ Γκερμάντ, γιά νά σκεφτοῦμε πώς μπορεῖ νά γίνει δική μας.
Αὐτό τό «Κι ἀμέσως τήν ἀγάπησα» ἀναχαιτίζεται ἀπό τίς τριτοπρόσωπες προτάσεις πού ἀκολουθοῦν καί μετατρέπεται σέ γνωστική κρίση. Καταλαβαίνετε, ἐλπίζω, ὅτι πρόκειται γιά προσωπικές ἐπισημάνσεις καί ἐπίσης ὅτι θά μπορούσαμε νά ποῦμε τόσο πολλά γιά ἕνα καί μοναδικό Ἐγώ, ὅπως αὐτό τοῦ Προύστ, πού μᾶς προκαλεῖ λύπη τό γεγονός ὅτι πρέπει νά τό ἐγκαταλείψουμε τόσο γρήγορα· αὐτό τό Ἐγώ καί τόν ἰδιαίτερο τρόπο νά ἀντιλαμβάνεται τά πράγματα, μέ τόν ὁποῖο μόνο κατ’ ἐξαίρεσιν ἐρχόμαστε σέ ἐπαφή στήν καθημερινότητά μας. Ὁ Ernst Robert Curtius γράφει ἐπ’ αὐτοῦ:
Sie (diese Art der Wahrnehmung ist gemeint) liegt an jener Grenze, wo das normale Wachbewusstsein in andere Bewusstseinszustände übergeht. Sie deckt sich mit dem, was die Psychologie der Mystik in einem genau umschriebenen Sinne ‛‛Kontemplation’’ nennt: eine Haltung, die eine reale Verbindung zwischen dem Sehenden und dem Gesehenen herstellt.
[Βρίσκεται (ἐνν. αὐτό τό εἶδος τῆς ἀντίληψης) στό ὁριακό ἐκεῖνο σημεῖο ὅπου ἡ συνειδητή μνήμη μεταβαίνει σέ ἕνα διαφορετικό συνειδησιακό καθεστώς. Ταυτίζεται μέ αὐτό πού ἡ Ψυχολογία τοῦ Μυστικισμοῦ, σύμφωνα μέ μιά ἐπακριβῶς καθορισμένη ἔννοια, ἀποκαλεῖ «Ἐνατένιση». Μία στάση ἡ ὁποία ἀποκαθιστᾶ ἕναν πραγματικό δεσμό ἀνάμεσα στόν θεατή καί στό θεώμενο.]
Τό Ἐγώ τοῦ Προύστ εἶναι ὅλες οἱ πιθανές περιπτώσεις, δίχως ὅμως, αὐτό καθεαυτό ὡς ἐργαλεῖο, νά ἀποτελεῖ αἴνιγμα. Συμπεριφέρεται γαλήνια, αὐτοπειθαρχημένα. Κατά τήν ἀναζήτηση τοῦ χαμένου του χρόνου, ἀναλαμβάνει τό ρόλο τοῦ διαβιβαστῆ μιᾶς γνώσης, ἡ ὁποία ἄλλωστε δέν ἐπικαιροποιεῖ ἀτομικές συνεπαγωγές, ἀλλά ἀνασυγκροτεῖ τήν καθολικότητα τοῦ βιώματος καί γιά τόν λόγο αὐτόν ἀποτελεῖ μιά «Summa».
Ἕνα αἰνιγματικό Ἐγώ, τό ὁποῖο δέν ὁδηγεῖ στά ἔγκατα τοῦ χρόνου, ἀλλά στό λαβύρινθο τῆς ὕπαρξης, στά τέρατα τῆς ψυχῆς, συναντᾶμε στό γερμανικό μυθιστόρημα Fluss ohne Ufer τοῦ Hans Henny Jahnn. Ὁ ἥρωας, Gustav Anias Horn, μόλις γίνεται σαράντα ἐννέα ἐτῶν, ἀρχίζει νά κρατάει σημειώσεις μόνο γι’ αὐτόν τόν ἴδιο, δίχως νά ἀπευθύνεται σέ κανέναν· παρακολουθώντας καχύποπτα τό ἀφηγούμενο Ἐγώ στίς ἄκριες τῶν δακτύλων του, διαρκῶς ἀμφιβάλλοντας, στό δρόμο τῆς ἀναζήτησης τῆς ἀλήθειας γιά τό παρελθόν του, μπαίνει στά ἴχνη ἑνός ἀνεξιχνίαστου ἐγκλήματος, γιά τό ὁποῖο φέρει ὁ ἴδιος μερίδιο εὐθύνης. Σημαντικά δέν εἶναι τά διογκωμένα, σέ βαθμό ὑπερτροφίας, στοιχεῖα τῆς ὑπόθεσης, ἀλλά ἡ κατάσταση τοῦ συντάκτη τῶν σημειώσεων, ὁ ὁποῖος δέν ἀφηγεῖται μέ σκοπό νά ἀκουστεῖ, ἀλλά, ἀποποιούμενος τό ψεῦδος καί τίς συμβατικότητες, γίνεται ὁ ἴδιος δικαστής τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἐπειδή ὅμως τό Ἐγώ, σύμφωνα μέ τόν Χάνς Χέννυ Γιάν, δέν ἀποτελεῖ σταθερό μέγεθος, εἶναι ἕνα αἴνιγμα ὑπό συνεχή διαμόρφωση, καί ἐπειδή δέν εἶναι δυνατόν νά ἐξακριβωθεῖ τί ἦταν καί πῶς ἦταν στό παρελθόν, οἱ δυσκολίες ἀναφορικά μέ αὐτό τό Ἐγώ, τό ρευστό, τό ἐφήμερο, τό διαρκῶς ἐμβαπτιζόμενο σέ μιά ἀεικίνητη θάλασσα, φαίνονται ἀξεπέραστες. Δέν διαφαίνεται καμία σταθερά (Konstante), ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά διευθετήσει τήν ὕπαρξη καί νά τήν καταστήσει ὑπόλογη. Τό πάθος γιά ἀκρίβεια εἶναι τό μοναδικό διακριτικό του γνώρισμα καί φτάνει τόσο μακριά ὥστε ὁ ἀφηγητής νά ἐπιδιώκει τήν ἐπαφή μέ πρόσωπα πού μποροῦν νά ρίξουν φῶς σέ μεμονωμένα περιστατικά τοῦ παρελθόντος. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τό παρελθόν ἀναβιώνει στό παρόν καί ὁ Χόρν θά πέσει τελικά πάνω στόν ἄνθρωπο πού θά γίνει ὁ φονιάς του. Ὁ Χόρν κατέχεται ἀπό ἔμμονες ἰδέες:
Ich stehe mitten in einem Gerichtsverfahren· alles, was sich ereignet, sind Maßnahmen des Gericht, und der Gegenstand der Untersuchung und des Urteils ist meinLeben. Es gibt kein Entrinnen.
(Βρίσκομαι στό μέσον μιᾶς δίκης· ὅλα ὅσα συμβαίνουν εἶναι μέρος τῆς δικαστικῆς διαδικασίας, καί ἡ ζωή μου εἶναι ἡ κατάσταση τῆς προανάκρισης καί τῆς ἐτυμηγορίας. Δέν ὑπάρχει διαφυγή.)
Καί ἡ νοσταλγία τοῦ Ἐγώ του ἐκφράζεται μέ αὐτές τίς λέξεις:
In dieser unverlässlichen Welt sollte für mich etwas verlässliches bestehen –das Bild unseres Schicksals und Handelns sollte sich nicht verzerren können.
(Σ’ αὐτόν τόν ἀναξιόπιστο κόσμο, ἔπρεπε νά ὑπάρχει γιά μένα κάτι ἀξιόπιστο – ἡ εἰκόνα τοῦ πεπρωμένου καί τῆς πράξης ὄφειλε νά παραμένει ἀπαρέγκλιτα σταθερή.)
Τό Ἐγώ βασανίζεται ἀπό τήν ἔλλειψη σταθερῆς ταυτότητας, ἀποκομμένο ἀπό κάθε συνάφεια, κάθε ἀναφορά, ἐντός τῆς ὁποίας θά μποροῦσε νά καθοριστεῖ ὡς τέτοιο. Στό ἑξῆς αὐτοσυγκροτεῖται πλέον μόνο ὡς ὄργανο τυχαίων συμβάντων.
Ich stehe auf dem schwachen Platz eines Einzelnen, ein Abtrünniger der zu denken versucht –der seine Abhängigkeit von den Bewegungen und Maßnahmen seiner Zeit kennt, in dessen Ohren die Worte gellen, die man spricht, lehrt, verkündet, nach denen man richtet, in denen man stirbt –und der ihnen nicht mehr glaubt. Der nicht an Elektrizitätswerke, Kohlengrube, Ölquellen, Erzschächte, Hochöfen, Walzwerke, Teerprodukte, Kanonen, Film, und Telegrafen glaubt –den einen Irrtum vermutet.
(Βρίσκομαι στήν ἀδύναμη θέση ἑνός ἀποκομμένου· ἕνας ἀποστάτης, πού προσπαθεῖ νά στοχαστεῖ –πού γνωρίζει τήν ἐξάρτησή του ἀπό τίς κινήσεις καί τίς σταθμίσεις τῆς ἐποχῆς του, στά αὐτιά τοῦ ὁποίου ἀντηχοῦν οἱ λέξεις, πού ἐκφέρονται, πού διδάσκονται, πού κηρύσσονται, ἐκεῖνες πού μᾶς προσανατολίζουν, ἐκεῖνες πού μέσα τους πεθαίνουμε– καί στίς ὁποῖες δέν πιστεύει πιά. Πού δέν πιστεύει στίς μονάδες παραγωγῆς ἠλεκτρισμοῦ, στά ἀνθρακωρυχεῖα, στίς πετρελαιοπηγές, στά φρεάτια τῶν ὀρυχείων μεταλλεύματος, στίς ὑψικαμίνους, στά ἐλασματουργεῖα, στά ὑποπροϊόντα τῆς πίσσας, στά κανόνια, στό φίλμ καί στόν τηλέγραφο – πού εἰκάζει μιά πλάνη.)
Αὐτό τό Ἐγώ ἀναζητᾶ, ἀνευρίσκει καί προσανατολίζεται ἤδη πρός τό μηδέν· ἀντιλαμβάνεται τήν τραγωδία του ὡς συμφορά. Ὅμως γνωρίζει καί κάτι ἀκόμα, τό ὁποῖο ὁ Γιάν ὀνομάζει «πεπρωμένο».
Τίποτα ἀπό ὅσα εἰπώθηκαν μέχρι τώρα δέν ἰσχύει γιά τό τελευταῖο Ἐγώ, γιά τό ὁποῖο προτίθεμαι νά μιλήσω, γιά τό Ἐγώ τοῦ Σάμουελ Μπέκετ. Τό τελευταῖο του μυθιστόρημα, Ὁ Ἀκατονόμαστος, εἶναι ἕνας μονόλογος δίχως ἀρχή καί τέλος, ὅπου τό Ἐγώ ἐπιδίδεται στήν ἀπέλπιδα ἀναζήτηση τῆς ταυτότητάς του. Αὐτό τό Ἐγώ, ὁ Μάχουντ, δέν βιώνει πιά τίποτε, δέν ἔχει ἱστορίες νά πεῖ, εἶναι μιά ὕπαρξη ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπό κεφάλι καί κορμό, ἀπό ἕνα χέρι καί ἕνα πόδι, ζεῖ σέ ἕνα πιθάρι, προσπαθεῖ νά συγκεντρωθεῖ, νά στοχαστεῖ, νά στοχαστεῖ μόνο, γιά νά ἀπορήσει –ὅμως τί, αὐτή εἶναι ἡ ἀπορία!–, γιά νά διατηρηθεῖ λοιπόν στή ζωή ἀπορώντας. Ὄχι μόνο ἡ ἀπώλεια τῆς προσωπικότητας ἤ τῆς ταυτότητας τῆς ἴδιας, κάθε ὑπαρξιακῆς σταθερᾶς, τῆς ἱστορίας, τοῦ περίγυρου καί τοῦ παρελθόντος, ἀλλά καί ἡ ἐπιζήτηση τῆς σιωπῆς ἐκ μέρους του, ἀπειλοῦν νά τό διαλύσουν νά τό ἐκμηδενίσουν. Ἡ ἐμπιστοσύνη του στή γλώσσα ἔχει σέ τέτοιο βαθμό διασαλευτεῖ ὥστε νά περιττεύουν οἱ συνήθεις διερωτήσεις περί τοῦ Ἐγώ καί περί τοῦ Κόσμου. Κάποια στιγμή προηγουμένως εἶπα, ὅτι ἀρχικῶς τό Ἐγώ ἐνοικοῦσε στό περιβάλλον τῆς ἀφήγησης, ἀργότερα, στόν Σβέβο καί στόν Προύστ, ἡ ἀφήγηση ἐνοικεῖ στό περιβάλλον τοῦ Ἐγώ, ὅτι δηλαδή ἔλαβε χώρα μιά μετατόπιση. Τελικά μέ τόν Μπέκετ ἐπέρχεται ἡ διάλυση τοῦ περιεχομένου ἐν γένει.
Ἄσε πιά τόν ἄνθρωπο, τό τί κηρύγματα μοῦ ἔκαναν γιά τόν ἄνθρωπο, πρίν ἀκόμα ἀποφασίσουν νά μέ κάνουν τέτοιον. Ὅλα αὐτά γιά τά ὁποῖα μιλάω, μέ τά ὁποῖα μιλάω, εἶναι δικά τους. Δέν ἔχω ἀντίρρηση βέβαια, ἀλλά τό θέμα εἶναι πώς δέν βγάζουν πουθενά, δέν ἔχουν τέλος. Τό καλύτερο πού ἔχω νά κάνω τώρα εἶναι νά μιλήσω γιά μένα, ἔστω καί στή δική τους τή γλώσσα, θά ‘ναι κάποιο ξεκίνημα, τό πρῶτο βῆμα πρός τή σιωπή, πρός τό τέλος τῆς τρέλας, τῆς τρέλας τοῦ νά πρέπει νά μιλάω καί νά μήν μπορῶ, παρά μόνο γιά πράγματα ἄσχετα, πού δέν λογαριάζονται, πού δέν μέ ἀφοροῦν, πού δέν τά πιστεύω, πού μοῦ τά στούμπωσαν μέσα μου γιά νά μήν μπορῶ νά κάνω ὅ,τι ἔχω νά κάνω, μέ τόν μόνο τρόπο πού μπορεῖ νά βάλει τέλος, γιά νά μήν κάνω ὅ,τι ἔχω νά κάνω. Πρέπει νά μέ μισοῦν θανάσιμα! Ἄχ, ὡραῖα μοῦ τή φέρανε, ἀλλά δέν μ’ ἔχουν δά καί στό χέρι, ὄχι ἐντελῶς, ὄχι ἀκόμα. Νά καταθέτω γιά πάρτη τους μέχρι νά κλατάρω, λές καί κλάταρε ποτέ κανείς ἀπ’ αὐτή τή μαλακία, αὐτά εἶναι τά σχέδιά τους γιά μένα. Νά μήν μπορῶ ν’ ἀνοίξω τό στόμα μου χωρίς νά τούς διαλαλήσω, αὐτούς καί τή στενή μας συγγένεια, ἐκεῖ φαντάζονται πώς μ’ ἔχουν καταντήσει. Ἀλλά ἔννοια τους, θά τούς τά κανονίσω ἐγώ τ’ ἀλαμπουρνέζικά τους. Ἄλλωστε ποτέ μου δέν κατάλαβα λέξη, οὔτε ἀπ’ αὐτά, οὔτε ἀπ’ τίς ἱστορίες πού τά διανθίζουν, σάν τά χοντράδια μές στό ξερατό. Ἡ τέλεια ἀνικανότητά μου γιά ἀφομοίωση, ἡ ἐξαιρετική μου λήθη, εἶναι δυό πραγματάκια πού τούς ἔχουν διαφύγει. Γλυκιά μου ἀκαταληψία, χάρη σέ σένα θά καταφέρω νά εἶμαι ἐγώ, στό τέλος. Δέν θ’ ἀπομείνει τίποτα ἀπό τίς ψευτιές πού μέ τάισαν, καί τότε θά ‘μαι ἐγώ ἐπιτέλους, δικά μου τά ρεψίματα, τά ἠχηρά καί ἄοσμα ἀέρια τοῦ ξενηστικωμένου λίγο πρίν πέσει σέ κῶμα, σ’ ἕνα ἀτέλειωτο, ὑπέροχο κῶμα.
Τό Ἐγώ τοῦ Μπέκετ σβήνει στόν ψίθυρο, πού καί αὐτός ἀκόμα τοῦ φαίνεται ὕποπτος, παρ’ ὅλ’ αὐτά ἡ ἀνάγκη γιά ὁμιλία εἶναι παρούσα, ἡ παραίτηση ἀνέφικτη. Ἀκόμη κι ἄν ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπό τόν κόσμο, ἄν ἔχει ἀτιμαστεῖ, ταπεινωθεῖ καί ἀπολέσει κάθε περιεχόμενο, δέν μπορεῖ νά ἀποκοπεῖ ἀπό τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό· πενιχρό καί ἐνδεές, παραμένει ἕνας ἥρωας, ὁ ἥρωας Ἐγώ, μέ τόν ἀλλοτινό του ἡρωισμό, τήν ἀνδρεία ἐκείνη πού ὑποφώσκει, ἀλλά διατηρεῖται στόν ὕψιστο βαθμό.
Τά τελευταῖα λόγια τοῦ Μάχουντ εἶναι:
… θά συνεχίσω, πρέπει νά λές λόγια ὅσο ὑπάρχουν, ὅσο ἀκόμα ὑπάρχουν, πρέπει νά λέγονται, ὥσπου νά μέ βροῦν, ὥσπου νά μέ ποῦν, παράξενη ποινή, παράξενο σφάλμα, πρέπει νά συνεχίζεις, ἴσως ἔχει κιόλας γίνει, ἴσως μ’ ἔχουν κιόλας πεῖ, ἴσως μ’ ἔχουν κιόλας φέρει στό κατώφλι, στό κατώφλι τῆς δικιᾶς μου ἱστορίας, μπρός στήν πόρτα πού ἀνοίγει στή δικιά μου ἱστορία, αὐτό θά μ’ ἐξέπληττε, ἄν ἀνοίγει, θά εἶμαι ἐγώ, θά εἶναι ἡ σιωπή, ἐκεῖ πού εἶμαι, δέν ξέρω, δέν θά μάθω ποτέ, μέσα στή σιωπή δέν ξέρεις, πρέπει νά συνεχίζεις, δέν μπορῶ νά συνεχίσω, θά συνεχίσω.
Αὐτές εἶναι, ἀπ’ ὅσο γνωρίζουμε, οἱ τελευταῖες μελαγχολικές ἐκδηλώσεις τοῦ Ἐγώ στή λογοτεχνία, καθώς ἐμεῖς συνεχίζουμε ἐπίμονα κάθε μέρα καί μέ τήν προπέτεια τῆς ἀκράδαντης πίστης νά λέμε «Ἐγώ», ἐμπαιζόμενοι ἀπό ὅλα τά «Αὐτό» καί «Κάποιος», ἀπό τίς ἀνώνυμες ἀρχές δικαιοδοσίας πού παραβλέπουν τό Ἐγώ μας καί κάνουν σάν νά μήν ὑπάρχει αὐτός πού μιλάει. Ὅμως δέν συνεχίζει νά παράγεται διαρκῶς ἀπό τή λογοτεχνία, ὅσο ἀκαθόριστο κι ἄν εἶναι τό μέγεθός καί ὁ τόπος της, αὐτό τό Ἐγώ, καταλαμβάνοντας διαρκῶς νέες θέσεις καί βρίσκοντας ἐρείσματα σέ νέους Λόγους; Διότι δέν ὑπάρχει αὐτό πού λέγεται «Τελευταία ἐκδήλωση τοῦ Ἐγώ». Πρόκειται περί τοῦ θαύματος τοῦ Ἐγώ, τό ὁποῖο ζεῖ ἐκεῖ ὅπου μιλάει· ἡττημένο, ἀμφισβητούμενο, ἀναξιόπιστο, ἀκρωτηριασμένο – αὐτό τό ἀφερέγγυο Ἐγώ ἀρνεῖται νά πεθάνει! Κι ἄν κανείς πιά δέν πιστεύει σ’ αὐτό, κι ἄν τό ἴδιο δέν πιστεύει στόν ἑαυτό του, ἐμεῖς πρέπει νά τό πιστέψουμε, πρέπει νά γίνει πιστευτό, ἔτσι ὅπως ἐπιβάλλεται, ὅπως παίρνει τό λόγο καί ξεχωρίζει ἀπό τή μονότονη ὁμοφωνία, ἀπό τή σιωπηλή σύναξη, ὅποιος κι ἄν εἶναι, ὅ,τι κι ἄν εἶναι. Καί θά ἀνακτήσει τή δόξα του σήμερα καί διά παντός, ὡς θεματοφύλακας τῆς ἀνθρώπινης φωνῆς.
Το δοκίμιο δημοσιεύθηκε σε αυτό το τεύχος.