Τό ἐλάχιστο ψωμί τῆς συνείδησης
Τό ὄνομα τῆς Δήμητρας Χριστοδούλου τό ἄκουσα πρώτη φορά τό 1974.
Τότε ἔβγαλε τό πρῶτο της βιβλίο, ἰδίοις ἀναλώμασιν φαντάζομαι, μέ τόν ὡραιότατο τίτλο Τά ἄλογα τοῦ Μυροβλήτου.
Ἔγινε ἕνα σούσουρο στό σινάφι, ὅπως γίνεται πάντα ὅταν ἕνας νέος ποιητής ἐκδίδει τό πρῶτο του βιβλίο καί εἶναι καλό.
Ἀνάμεσα στούς ἐνθουσιώδεις ὁμότεχνους καί ἀναγνῶστες ἦταν καί ὁ ἀλησμόνητος Φίλιππος Βλάχος τῶν ἐκδόσεων Κείμενα. Μιλοῦσε γιά ἕνα σπάνιο ταλέντο, μιά ἕτοιμη ποιήτρια μόλις στά εἴκοσι χρόνια της.
Καί δέν εἶχε ἄδικο. Ὅταν διάβασα τό βιβλίο τῆς Δήμητρας, διαπίστωσα ὅτι δέν εἶχε καθόλου αὐτή τή «γαλατίλα» τοῦ πρωτόλειου, πού τήν ξέρουμε καλά γραφιάδες καί ἀναγνῶστες. Ἦταν ὥριμος λόγος ἀλλά μέ ὅλη τή φρεσκάδα καί τήν ὁρμή τῆς νεότητας.
Ὁ Φίλιππος καί ὅλοι ἐμεῖς οἱ φάν τῆς Χριστοδούλου ἔπρεπε νά περιμένουμε ἄλλα πέντε χρόνια, μέχρι τό 1979 γιά νά διαβάσουμε τήν Ἡγησώ, τό δεύτερο βιβλίο της πού βγῆκε στά Κείμενα.
Λένε ὅτι τό δεύτερο βιβλίο ἑνός συγγραφέα εἶναι πολύ δύσκολο, ἰδιαίτερα ὅταν τό πρῶτο ἄρεσε πολύ. Ἡ Ἡγησώ ὄχι μόνο δέν μᾶς ἀπογοήτευσε, ἀλλά ἔδειχνε ὅτι εἴχαμε νά κάνουμε μέ μιά δυνατή ποιήτρια πού ἦρθε γιά νά μείνει.
Ἡ Δήμητρα Χριστοδούλου εἶναι ποιήτρια πορείας. Ἐκδίδει συχνά ἕως πολύ συχνά νέα βιβλία, ἀκολουθώντας τή μέθοδο τῶν ἀναβαθμίδων. «Γλυπτική τοπίου» λέγεται σήμερα αὐτός ὁ τρόπος πού εἶχαν οἱ ἀγρότες ὀρεινῶν περιοχῶν, στήν ἐνδοχώρα καί στά νησιά, νά συγκρατοῦν τό χῶμα μέ ξερολιθιές καί νά καλλιεργοῦν ἐκεῖ ἀμπέλια, σιτάρι, καλαμπόκι καί κηπευτικά, ἄλλοτε ποτιστικά καί ἄλλοτε ὄχι, ἀλλά πάντα μέ νοστιμότατους καρπούς.
Μόνο πού τότε τίς ἔλεγαν πεζοῦλες ἤ πεζούλια, ἀκόμη καί χαλιά στή Νάξο. Δέν ἦταν ἡ αἰσθητική τό πρόβλημα τῶν ἀγροτῶν, ἀλλά ἡ ἀνάγκη νά καλλιεργήσουν στά ἐπικλινῆ ἐδάφη πού τούς ἔτυχαν, γιά νά ταΐσουν πολλά στόματα. Δέν τούς ἀρκοῦσε ὅμως νά τό κάνουν ὅπως ὅπως γιά νά καλύψουν τίς ἀνάγκες τους, γιατί εἶχαν τό χούι ὅ,τι ἔκαναν νά εἶναι καί ὡραῖο.
Ὑπάρχει πιό ἐπικλινές ἔδαφος ἀπό τήν ποίηση σκέφτομαι; Πῶς νά συγκρατήσει ὁ ποιητής τό λίγο χῶμα πού τοῦ ‘λαχε στά κατσάβραχα, ἀφοῦ οἱ κάμποι καί οἱ πεδιάδες κληρώθηκαν στούς τσιφλικάδες τοῦ λόγου…
Μέ τή «γλυπτική τοπίου» ἀνεβαίνει κανείς ὅλο καί πιό ψηλά, ἀποκτώντας μιά εὐρύτερη ἐποπτεία, καθώς πλαταίνει ὁ ὁρίζοντας.
Παραθέτω ἕνα ποίημα τῆς Δήμητρας ἀπό τή συλλογή Ἐλάχιστα πρίν.
Μοῦ δίνει τήν ἐντύπωση ὅτι μέ ἕξι στίχους σάν ἀναβαθμίδες ἔχει φτιάξει ἕνα ποίημα πού πατώντας στέρεα στή γῆ, ἀπογειώνεται κάθετα, τόσο πού συγγενεύει μέ τόν οὐρανό, ἀπό τόν ὁποῖο μοιάζει νά ἀρδεύεται.
ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Ἐδῶ εἶμαι, στό σπιτάκι τοῦ σκύλου.
Τρώω χῶμα, πίνω φόβο,
καμιά φορά κοιτάζω τ’ ἄστρα.
Ποτέ δέν ἔχασα τό σεβασμό μου πρός αὐτά.
Κι ἄν τά γαυγίζω, δέν μοῦ μένει πλέον
ἄλλος τρόπος νά γράψω στίχους.
Δύο χρόνια μετά ἀπό αὐτή τή συλλογή, τό 2007, βγαίνει ὁ Λιμός. Μέ γιῶτα, χωρίς τό κουλουράκι…
Ἡ Δήμητρα ἔχει συμπληρώσει τριάντα τρία χρόνια στήν ποίηση. Ἀντί νά πάρει σύνταξη ὅμως, παίρνει τό Κρατικό Βραβεῖο. Καί συνεχίζει ἀκάθεκτη.
Ἰδού ἕνα δεῖγμα ἀπό τό Λιμό.
ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΣ
Τῶν φυσικῶν τῶν χαρισμάτων μαρασμός,
τῶν ἐπίκτητων ἀποθερισμός,
τῆς ὑστερίας ὀργιώδης βλάστηση:
Αὐτά μέ συγκροτοῦν ὡς μητέρα.
Ἀλλά ὡς οὐρανός διαφέρω.
Διαθέτω ὅλα ὅσα κανείς δέν χρειάζεται:
Ἀσύνορη ἔκταση, βυθό ἀχανή, καρτερία,
ὥς καί τό πάμφωτο φεγγάρι.
Μετά τό Λιμό ἀκολουθοῦν ἀνά δύο χρόνια τρεῖς συλλογές:
Πῶς αὐτοκτονοῦν οἱ Ἀσσύριοι, 2010, Ὁ τρόμος ὡς ἁπλή μηχανή, 2012 καί Τό ἐλάχιστο ψωμί τῆς συνείδησης, τό 2014 ἀπό τίς ἐκδόσεις Μελάνι.
Εἶναι τό δωδέκατο ποιητικό βιβλίο τῆς Δήμητρας. Ἔχει συμπληρώσει σαράντα χρόνια σέ αὐτό τό κερατένιο ἐπάγγελμα τοῦ λογοτέχνη πού ὅλη τήν ὥρα σοῦ ζητᾶ νά ‘χεις μυαλό. Ὄχι μόνο μυαλό, ἀλλά καί καρδιά καί πνεῦμα καί πνευμόνια καί πολλά ἄλλα.
Ὁ Ἐλύτης λέει κάπου, καί δέν εἶμαι σίγουρος ὅτι τό λέει ἔτσι ἀκριβῶς, Ἡ μουσική σέ ἀφήνει πάντα πιό βαθιά ἀπό ἐκεῖ πού σέ βρῆκε.
Ἔτσι νιώθω διαβάζοντας τήν ποίηση τῆς Χριστοδούλου. Ἄλλοτε μέ ἀφήνει πιό βαθιά, στόν ἀχανή βυθό ἑνός μαγικοῦ ἀλλά καί ἀπειλητικοῦ τοπίου καί ἄλλοτε μέ στέλνει στ’ ἄστρα, ἔστω καί μέ μιά ὑλακή.
Ταυτόχρονα ὅμως ἔχει τό νοῦ καί τό βλέμμα της στό ἐδῶ καί τώρα. Τήν ἀπασχολεῖ πολύ τί συμβαίνει γύρω μας καί χωρίς νά εἶναι στρατευμένη, οὔτε κομματικοποιημένη βέβαια, δέν διστάζει νά μιλήσει γιά ὅλα, ἀκόμη καί γιά τήν κρίση πού μᾶς ταλανίζει ἐδῶ καί χρόνια, μέ εἰρωνεία, κάποτε καί αὐτοσαρκασμό.
Ἕνας ἀπό τούς λόγους πού ἡ Χριστοδούλου ἔχει ἀναγνῶστες, ἔξω ἀπό ἐμᾶς τοῦ σιναφιοῦ, εἶναι καί αὐτή ἡ ἐγρήγορση, τά αὐτόματα κοινωνικά ἀντανακλαστικά της, σέ συνδυασμό πάντα μέ μιά ποίηση πού ἔχει βρεῖ ἀπό νωρίς τήν προσωπική της φωνή. Μιά φωνή διακριτή καί διακεκριμένη πού δέν ἐπαναπαύεται, κομίζοντας πάντα κάτι νέο ἀπό βιβλίο σέ βιβλίο, οὔτε στερεύει ὅπως φαίνεται ἀπό τά σπουδαῖα ποιήματα τῆς δωδέκατης συλλογῆς της.
Θέλω νά κλείσω μέ ἕνα ἀπό αὐτά.
ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΡΑ
Ἄς σηκώσω ἀπό κάτω αὐτό τό γόνατο.
Δέν κάνουν τόν τραυματισμό προσκύνηση
Κάποιες δυσχέρειες ἀναπνοῆς ἐπιτέλους!
Ὅσα τινάζει ὀξύς πόνος στό κόκαλο
Στά τέσσερα σημεῖα τῆς νύχτας
Ἴσως περισυλλέξουν ἐδῶ γύρω
Ἡ ψίχα μουσκεμένη σέ κρασί
Καί ἕνα τυφλό τηλεφώνημα.
Κι ἄν, ὅπως κλείνει μιά βεντάλια
Ὅταν ριπή δροσιᾶς τήν κάνει περιττή,
Ἄν, ὅπως κλείνει χρήσιμο βιβλίο,
Ὅταν ἀκούγεται κλειδί στήν ἐξώπορτα,
Ἄν ἔτσι κλείσεις τή ζωή σου, μητέρα,
Θά συγχωρήσω ἐκεῖνον πού βασάνισε
Ὅλα τά σπίτια πού τραντάζει ἡ ταπείνωση,
Πρίν τά τραντάξει ὁ λυγμός.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ
Το δοκίμιο δημοσιεύθηκε σε αυτό το τεύχος.