Αἴγινα (1933)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΛΙΑΝΑ ΣΑΚΕΛΛΙΟΥ*
Λοιπόν θά σᾶς διηγηθῶ πῶς πῆγα στήν Αἴγινα.
Ἕνας ἐπίσκοπος πού φοροῦσε γκέτες προχωροῦσε μπροστά μου καθώς ἀνέβαινα τό φιδωτό λιθόστρωτο μονοπάτι, μιά ὁμάδα πανεπιστημιακῶν φλυαροῦσε γιά τό ναό.
Τό μέρος, τό ἤξερα, ἦταν ἀφιερωμένο στήν Ὑγεία, τήν κόρη τοῦ Ἀσκληπιοῦ.[1] Ἦταν βωμός ἴασης. Ὑπῆρχαν πυγμαῖα πευκάκια. Μιά μέλισσα εἶχε κολλήσει σ’ ἕναν πορφυρόχρωμο κύτισο. Ἦταν πελώρια, ἕνα εἶδος μέλισσας ἀπό τόν Γκιούλιβερ. Ἤμασταν μεγάλοι, μετά μικροί.
Ὅταν ἀνακαλύψαμε τό ναό, κρυμμένο ἀνάμεσα σ’ ἐκεῖνα τά πυγμαῖα πεῦκα, ἦταν μικρός. Οἱ πέτρες εἶχαν στοιβαχτεῖ σέ σωρούς, κάποιες ἀκατέργαστες σεισμόσχημες λίθινες στρώσεις ἔμοιαζαν περισσότερο μέ καινούργια δομικά ὑλικά παρά μέ ἐρείπια. Κάποιος μιλοῦσε μέ καλλιεργημένη φωνή γιά τά αὐθεντικά ἀγάλματα τῶν ἀετωμάτων, τώρα ἀτυχῶς στό Μόναχο ἤ στό Βερολίνο, δέν θυμᾶμαι ποῦ. Ἀπομακρύνθηκα ἀπό τήν παρέα, μά ἡ καλλιεργημένη φωνή τοῦ ὁμιλητῆ μέ ἀκολουθοῦσε. Ξάπλωσα κάτω ἀπό ἕνα δέντρο. Οἱ πευκοβελόνες ἔφτιαχναν μαξιλάρι. Ἕνα πουλί τραγουδοῦσε, ἀπίστευτο! Μέσα ἀπό μιά συστάδα μικρῶν θάμνων κι ἀπό μικροσκοπικά βλαστάρια πεύκων, κι ἄλλες φωνές μιᾶς στυφῆς γλύκας, γυναῖκες ἀπό ἐκεῖνο τό ἀκαθόριστο φύλο πού μόνο ἡ Ἀγγλία διαθέτει συζητοῦσαν γι’ αὐτή ἤ γιά κείνη τή γωνία, γιά μιά βιαστική ἀκουαρέλα. Ἕνα αὐτοσχέδιο καβαλέτο εἶχε στηθεῖ πίσω ἀπ’ τούς θάμνους. Τό πουλί τραγουδοῦσε καί τραγουδοῦσε ἀπό τά χαμηλά, ἀπό μιά σχισμή στό λόφο πού ἔφτιαχνε μιά μικροσκοπική Κοιλάδα τῶν Τεμπῶν.
Τό πουλί συνέχιζε νά τραγουδᾶ. Οἱ φωνές συνεχίζονταν ἀπό μιά ἄλλη διάσταση. Ἤμουν ἀποκομμένη, παγιδευμένη στό νησάκι. Οἱ φωνές ἦταν ἀπό ἄλλο ὄνειρο, μιλοῦσαν μέσα ἀπό τοίχους. Σχεδόν ἀπολάμβανα τίς φωνές, τό σχολαστικό ἀνέβασμα καί κατέβασμα καί τίς τέλεια χρωματισμένες συλλαβές, πού δέν ἔλεγαν πάρα πολλά, οὔτε πολύ λίγα, πού δέν ἦταν ὑπερβολικά λόγιες, ἦταν λιγάκι –ἐπιεικῶς– ἐπιπόλαιες. Δέν χρειάζεται νά γυρίσω ἤ νά μετακινηθῶ. Ὁ ἥλιος χτυποῦσε, ἔπεφτε, ἀνέτελλε ἀπ’ τίς ζεστές πευκοβελόνες. Ἄν γυρίσω, μιά ἀναπόφευκτη μέλισσα μόλις πού θά κολλήσει πίσω ἀπό πέτρες τοποθετημένες σάν σέ ἐπιτηδευμένα παραμελημένου κήπου διάδρομο. Ἄραγε ὁ κύτισος πού πάνω του κολλάει νά εἶναι ἄσπρος, ἐκεῖνο τό παλιό ἰβουάρ, στήν ἀπόχρωση τοῦ μελί; Ἤ θά ‘ναι αὐτό τό παράξενο μεθυστικό ρόδο ὁ κύτισος, πού κάποια εἶπε ὅτι ὀφειλόταν στό σίδηρο μέσα στό χῶμα; Σίδηρος μέσα στό χῶμα! Ὅλα αὐτά τά πράγματα εἶναι ἐνδιαφέροντα, μέ κρατοῦν ἐδῶ, μέ κρατοῦν σέ κάτι. Ἡ σχολαστική φωνή σταμάτησε. Προφανῶς ὑπῆρξε μιά σύντομη κόσμια λογομαχία ἐκεῖ πάνω, ὡς πρός τό πῶς οἱ Γερμανοί πῆραν τά γλυπτά, κανείς ὅμως δέν ἀνέφερε τόν Ἔλγιν. Ἡ ἄφυλη γλυκανάλατη καλλιτέχνις σχολίασε στόν σύντροφό της: «Τό ἀηδόνι εἶναι».
Τό ἀηδόνι ἦταν λοιπόν πού τραγουδοῦσε στό φῶς τοῦ μεσημεριοῦ. Τό ἀηδόνι ἦταν πρόσθετο. Τό ἀηδόνι ἦταν ὑπερβολικό. Σηκώθηκα. Κατέβηκα τό μονοπάτι. Τά πεῦκα ἦταν χαμηλά, πυγμαῖα, ἐγώ ἤμουν πανύψηλη, ὁ ναός μικροσκοπικός. Ἕνα παιχνίδι ἦταν τό νησί, ἦταν τό δικό μου νησί. Θά τό ἔκλεινα μέσα σ’ ἕνα φύλλο κύτισου, ὅπως θά κλείσω κι ἐκείνη τή μέλισσα, τό ἴδιο πού κάναμε μέ τίς δεντρομολόχες ὅταν ἤμασταν παιδιά. Θά μποροῦσα ἔτσι γι’ ἀστεῖο νά πιάσω αὐτό τό νησί σάν μέλισσα σ’ ἕναν ἀνθό κύτισου καί μετά νά τ’ ἀφήσω ἐλεύθερο. Ἦταν τόσο μικρό. Στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ νησιοῦ κάποιος εἶπε ὅτι βρισκόταν ἕνα ἑλληνικό μοναστήρι καί καμιά ἑκατοστή μικροσκοπικά παρεκκλήσια γιά ἁγίους. Θά ‘θελα νά πάω νά συρθῶ μέσα στό καθένα βυζαντινό παρεκκλήσι χωριστά, ν’ ἀνάψω ἕνα κερί σέ κάθε ἅγιο.
Δέν ἤμουν διχασμένη, καθώς στήν Ἑλλάδα οὐδέποτε ὑπῆρξε διαχωρισμός ἀνάμεσα στόν Θεό καί στούς θεούς. Κύριε ἐλέησον, Χριστέ ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, ὅλα ἦταν Θεός.
Ἤμουν στό ἐπίκεντρο αὐτοῦ –ἤμουν– ἔνιωσα πώς κρατοῦσα ἕνα μικροσκοπικό κουκουνάρι στό χέρι μου, ἔνιωσα πώς εἶχα σκύψει γιά ἕνα θρύμμα ἐλαφρόπετρας πού ξεβράζεται ἐδῶ. Θυμήθηκα πώς ὁ δημοφιλής κοσμήτορας σ’ αὐτόν τό βράχο παζάρευε ἕνα σφουγγάρι καθώς ἡ μεγάλη λέμβος προσορμοῦσε. Δέν εἶχα ἀγοράσει σφουγγάρι. Χωριάτες μέ καλάθια περίμεναν ἀπό πάνω τήν ἐπιστροφή τῶν τουριστῶν. Ἦταν τόσο ἤρεμα. Τό νησί εἶχε ἕλικες σάν κοχύλι. Θά περπατοῦσα στόν ἑπόμενο ἕλικα. Κάθε ἕλικας ἔκανε εἰδική πρόσκληση, θά μποροῦσε κανείς νά γλιστρήσει. Δέν ἤθελα νά γλιστρήσω. Τότε κατάλαβα πώς εἶχα ἐξαφανιστεῖ.
Περίμενα μιά ἀποκάλυψη στούς Δελφούς ἀλλά δέν εἶχε συμβεῖ.
Συνέβη στήν Αἴγινα.
Δέν ἤμουν ὅμως τώρα ἐκεῖ.
Νομίζω πώς πέρασα περπατώντας πέντε ἀπό ἐκείνους τούς ἕλικες πού ἔδιναν στήν ἀκτή τό σχῆμα τοῦ κοχυλιοῦ. Ἴσως νά εἶχα περπατήσει γιά ἕνα τέταρτο τοῦ μιλίου, ἀκόμη δέν ἔχανα τή βάρκα ἀπό τά μάτια μου, ἔχοντας ἀκόμα συνείδηση ὅτι οἱ ἐπισκέπτες θά ἐπέστρεφαν ἀπό πάνω, παρακολουθοῦσα τή μιά ὁμάδα μετά τήν ἄλλη ν’ ἀποπλέει ἀπό τήν προκυμαία. Τό μέρος ἦταν τόσο ἤρεμο. Ἀνῆκα ἐδῶ. Δέν ἤμουν ἐδῶ. Δέν περίμενα μιά εἰδική ἀποκάλυψη. Στούς Δελφούς, ὅπως λέω, μισο-περίμενα μιά ἀποκάλυψη. Αὐτό ἦταν ἡ ἀποκάλυψη ἐκείνη. Αὐτό ἦταν ὁ Ἥλιος, ἀκόμη προσιτός στούς θνητούς. Αὐτό ἦταν τό νησί τοῦ ὑπέροχου καί ἱεροῦ Ἀσκληπιοῦ καί τῆς παρθένας θυγατέρας του. Ἡ ἀνθρώπινη δόνησή μου εἶχε σταματήσει.
Θά συνέχιζα μέ κάτι. Δέν ἤξερα μέ τί. Ἦταν ἐντελῶς κατανοητό ὅτι ὁ Χριστός συνελήφθη ἐν σώματι, πράγματι. Ὑπάρχει ἀλήθεια σ’ ἐκεῖνο τό μύθο. Ὑπάρχει πράγματι ἀλήθεια στό μύθο τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ἐκείνου τοῦ ἄλλου Θεραπευτῆ. Αὐτοί οἱ μύθοι εἶναι πνευματικά γεγονότα. Ὑπάρχει ἡ Παρθένος, ἐκείνη ἡ θυγατέρα ἡ Παρθένος εἶναι ἐκείνη ἡ χριστιανή μητέρα. Γιά ἕνα κλάσμα τοῦ δευτερολέπτου ἐπικαλύπτονταν καί σ’ ἐκείνη τήν τελειότητα τῆς ἁρμονίας θά ἔφευγα. Εἶχα πλήρως ἐκφραστεῖ. Ἐάν ἔκανα παύση γιά ἕνα δευτερόλεπτο, θά ἔφευγα.
Θά ἐξαφανιζόμουν.
Θά πήγαινα.
Ποῦ θά πήγαινα;
Θά προκαλοῦσα ἀμηχανία.
Ἡ βάρκα θά περίμενε, οἱ ἐπιβάτες θά ὑπέφεραν.
Ὁπωσδήποτε ἔπρεπε νά πάω πίσω.
Ἀνακάλυψα στήν ἀποβάθρα πώς τό χέρι μου ἔσφιγγε κάτι.
Ἀντιλήφτηκα ἕνα μικρό κουκουνάρι κι ἕνα θρύμμα γκρίζας ἐλαφρόπετρας στήν παλάμη μου. Εἶπα στή γυναίκα τοῦ δημοφιλοῦς καί γερασμένου κοσμήτορα πού εἶχε ἀνοίξει μιά μαύρη ὀμπρέλα: «Ἔχουν πλάκα τά πράγματα πού φέρνει κανείς πίσω». Εἶπε: «Ναί, ἀγοράσαμε ἕνα τεράστιο σφουγγάρι μονάχα μέ μιά δραχμή».
* Ἡ Ἀμερικανίδα ποιήτρια Χίλντα Ντούλιτλ (1886-1961), πού σεμνά ὑπέγραφε μέ τό μονόγραμμα HD, ὑπῆρξε μιά ἀπό τίς σημαντικότερες ποιήτριες τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ἀνῆκε στήν πρωτοποριακή ὁμάδα τῶν εἰκονιστῶν, καί τό 1911 ἀκολούθησε τούς Pound καί T.S. Eliot στό δρόμο τῶν Ἀμερικανῶν αὐτοεξόριστων ποιητῶν στήν Εὐρώπη, ὅπου ἐπικρατοῦσε ἡ ὑπόθεση τοῦ μοντέρνου στήν τέχνη. Γιά τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς της παρέμεινε κατά βάση αὐτοεξόριστη, ἕνα ἄτομο σέ διαρκή πνευματική ἀναζήτηση.
Ἔγραφε ἀκατάπαυστα, δημοσίευσε ποίηση καί πρόζα, μετέφρασε Εὐριπίδη καί Ἕλληνες λυρικούς, ἔδωσε ἑλληνικούς τίτλους στά ἔργα της, ἔκανε ψυχαναλυτική θεραπεία μέ τόν Freud, ἐπιχείρησε τά μεγάλα ταξίδια της στήν Ἑλλάδα καί στήν Αἴγυπτο (1920, 1922) καί ἔπαιξε στήν ταινία «Ὅριο» τοῦ Kenneth Macpherson, τό 1930. Ἡ γραφή της πάσχισε ν’ ἀνιχνεύσει ἕναν ὁρίζοντα γυναικείας ποιητικῆς ὕπαρξης καί νά συγκροτήσει μιά προσωπική φωνή.
Ἡ HD ἦταν ἡ πρώτη γυναίκα πού κατέκτησε τό βραβεῖο ποίησης ἀπό τήν Ἀμερικανική Ἀκαδημία Τεχνῶν καί Γραμμάτων τό 1960.
Τό διήγημα τῆς HD Αἴγινα παραμένει ἀρχειακό ὑλικό σέ Πανεπιστήμιο τῶν ΗΠΑ (YCAL MSS 24 box 37, f. 962) καί στήν Ἑλλάδα δημοσιεύεται γιά πρώτη φορά. Ἀφιερώνεται στόν David Roessel πού τό ἀνακάλυψε καί στήν Εὔη Μήτση πού μοῦ τό ἀποκάλυψε.
[1] Πρόκειται γιά τό Ναό τῆς Ἀφαίας στήν Αἴγινα. Ὑποθέτουμε ὅτι ὥς τήν ἐποχή πού γράφει ἡ ποιήτρια ἐθεωρεῖτο πώς ὁ ναός ἦταν ἀφιερωμένος στήν Ὑγεία. (Σ.τ.μ.)