ΣΑΠΦΩ
Εικοσι ενα ποιήματα
[Μετάφραση: Δήμητρα Χριστοδούλου]
1.
Μέ λόγια ἀέρινα θ’ ἀρχίσω, ἁπαλότατα.
Ἐγώ τήν Ὀμορφιά ὑπηρέτησα, τί ἄλλο
θά ἦταν ἐξοχότερο… Οἱ Μοῦσες, λέω,
μέ τή δική τους δύναμη μ’ ἀξίωσαν.
Κάποιος λοιπόν θά μέ θυμᾶται καί στό μέλλον.
2.
Ἄχ, ἄγγελε τῆς ἄνοιξης, φωνή τοῦ πόθου, ἀηδόνα,
χρυσόλαμπη τῆς Ἀφροδίτης ψυχοκόρη
ὅπως ἀνέβαινε τ’ ὁλόγιομο φεγγάρι
γύρω ἀπό τό βωμό ἦλθαν ὅλα τά κορίτσια
ὅπως τά χρόνια τά παλιά οἱ Κρητικοποῦλες
πού ἔσερναν ρυθμικό χορό μέ τά ὀπάλινα
τά ποδαράκια τους τριγύρω σέ βωμό ὡραῖο
καί λιώνανε τά λουλουδάκια καί τά χόρτα…
3.
Ἀπ’ ὅλα τ’ ἄστρα τό πιό ὡραῖο, Ἀποσπερίτη,
πού ὅλα ὅσα σκόρπισε ἡ αὐγή τά φέρνεις πίσω,
φέρνεις τό πρόβατο φέρνεις καί τήν κατσίκα,
φέρνεις σέ μάνας ἀγκαλιά καί τό παιδάκι…
4.
Τ’ ἄστρα τριγύρω ἀπό τήν πάμφωτη σελήνη
κρύβουν τό λαμπερό τους πρόσωπο ἀμέσως,
μόλις ἐκείνη τή γῆ λούσει ὁλόγιομη,
μαλαματένια…
5.
Ἔγειρε τό φεγγάρι πιά καί ἡ Πούλια…
Εἶναι μεσάνυχτα, πῶς πέρασε ἡ ὥρα…
Κι ἐγώ μονάχη στό κρεβάτι μου κι ὁ Ἔρωτας,
πού δίνει μόνο ψευδαισθήσεις καί ὀδύνη,
μοῦ συνταράζει τήν καρδιά μου σάν βοριάς
πού πέφτει μέσα στό δρυμό λυσσομανώντας.
6.
Ἄχ, χελιδόνα μου λαμπρή, Πανδιονίδα,
ἐσύ πού τόσα ξέρεις, ὅταν πλέκουν
στεφάνια γύρω μου οἱ ὄμορφες κοπέλες
καί γιά τά στέφανα αὐτά ἡ γῆ ὅλη ἀνθίζει
καί φτάνει κι ὁ Ἔρωτας, πού δέν μοῦ χάλασε χατίρι
ποτέ, ντυμένος στά ὁλοπόρφυρά του πέπλα,
τάχα γιατί κοντά του ἀμέσως φτερουγίζω
σάν τό παιδί στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας;
7.
Τί λεπτεπίλεπτη παιδούλα ἐκείνη…
Λουλούδια μάζευε στήν ἀγκαλιά της,
πιό ἡδονική ἀπό τή λύρα ἡ φωνή της
κι αὐτή ἀπ’ τό γάλα πιό λευκή
κι ἀπ’ τό νερό πιό ἁπαλή
πιό μουσική ἀπ’ τή μουσική,
πιό ἀστραφτερή ἀπό τ’ ἄλογο,
πιό ἁβρή ἀπ’ τά ροδοπέταλα,
πιό λεία ἀπ’ τό μετάξι,
ὦ, πόσο ἀπ’ τό χρυσάφι πιό πολύτιμη…
8.
Ἀπό καιρό σέ ἤθελα, Ἀτθίδα,
ὅμως φαινόσουν μικρή κι ἄβγαλτη ἀκόμη.
Πῶς χαίρομαι πού ἦλθες πιά! Σέ λαχταροῦσα.
Πυρπόλησε τό νοῦ μου ὁ πόθος
καί ἡ προσδοκία τοῦ ἔρωτα μέ καίει.
Καθώς σέ βλέπω οὔτε ἡ ὄμορφη Ἑρμιόνη
οὔτε ἡ ξανθή Ἑλένη δέν σέ φτάνουν.
Ἄν καί δέν πρέπει νά συγκρίνονται μαζί τους
θνητές γυναῖκες, μάθε το, σ’ τό λέω,
σάν πούπουλα μπροστά στήν ὀμορφιά σου
σκορποῦν καί χάνονται οἱ ἔγνοιες μου ὅλες!
9.
«Καλύτερα νά πέθαινα», μοῦ ἔλεγε,
καθώς ἔφευγε πλέον μακριά μου,
κι ἄλλα πολλά τοῦ πόνου καί ἀκόμη:
«Βίαια χωρίζουμε, Σαπφώ μου, τί μᾶς βρῆκε…»
Τῆς ἀποκρίθηκα ἐγώ τότε: «Ἀγαπημένη,
πήγαινε στό καλό… Νά μέ θυμᾶσαι.
Ξέρεις πόσο σέ ἔχω ἀγαπήσει.
Κι ἄν τό λησμόνησες, ἄς σ’ τό θυμίσω πάλι,
τί ὄμορφες στιγμές ἔχουμε ζήσει,
πόσα στεφάνια μέ τριαντάφυλλα καί ἴα
πλάι μου καθισμένη δέν φοροῦσες,
τί περιδέραια λουλουδιῶν καλοπλεγμένα
δέν κρέμασες στόν ἁπαλό λαιμό σου,
τί κοῦπες ἄρωμα βασιλικό καί βρένθειο
δέν ἄλειψες στά ὄμορφα μαλλιά σου
κι ὕστερα σέ ἀφράτο στρῶμα ξαπλωμένη
στό πλάι μου πῶς ἔσβηνες τόν πόθο…»
10.
Στάσου ἀντίκρυ μου, ἀγαπημένε. Ἡ ὀμορφιά σου
ἄσε τά μάτια μου νά καταυγάσει…
Μά, ἄν μ’ ἀγαπᾶς, ψάξε νά βρεῖς πιό νέα σύντροφο.
Δέν θέλω ἐγώ νά μοιραστῶ τήν ἴδια στέγη
μαζί σου κι ὅμως νά γερνῶ πρίν ἀπό σένα…
11.
Κι ὅταν κλείσεις τά μάτια πιά, θά κείτεσαι ἄγνωστη,
καί ἡ μνήμη σου στό μέλλον δέν θά ζήσει.
Γιατί τή χάρη δέν ἀξιώθηκες νά δρέψεις
τά ρόδα τῆς Πιερίας σύ. Στόν Κάτω Κόσμο
ἄσημη ἀνάμεσα σέ σκοτεινούς νεκρούς θά τριγυρίζεις…
12.
Σύ πού δεσπόζεις στόν κατάκοσμό σου θρόνο,
κόρη τοῦ Δία, ἀθάνατη Ἀφροδίτη,
πού πλέκεις δίχτυα τοῦ ἔρωτα, σέ ἱκετεύω,
μή, Σεβαστή μου, μή φορτώνεις τήν καρδιά μου
μέ πιό μεγάλη θλίψη καί ὀδύνη.
Ἀλλά ἔλα πάλι δίπλα μου ὅπως τότε
πού ἀπό μακριά τήν ἄκουες τή φωνή μου
κι ἀμέσως τό χρυσό παλάτι τοῦ Πατρός σου
τ’ ἄφηνες, γιά νά ζέψεις σύ τό ἅρμα,
πού ὄμορφα τό σέρνανε σπουργίτια
καί ἀφοῦ διέσχιζαν τόν ὁλογάλανο αἰθέρα
γύρω ἀπ’ τή γῆ τή σκοτεινή γοργοπετώντας
ἀμέσως σ’ ἔφερναν. Κι ἐσύ, ὦ μακαρία,
μ’ ἕνα χαμόγελο στό πρόσωπό σου τό ἀθάνατο,
τί ἔχω μέ ρώταγες, γιατί σ’ ἐπικαλοῦμαι,
τί θέλει τόσο ἡ ἀνάστατη καρδιά μου,
«ποιά ἀγάπη θέλεις ἡ Πειθώ νά φέρει πίσω;
Ποιά εἶν’ αὐτή, Σαπφώ, πού σέ πληγώνει;
Γρήγορα πίσω σου θά τρέξει, ἄν τώρα φεύγει,
γρήγορα δῶρα θά σοῦ δώσει, ἄν δῶρα ἀρνεῖται,
γρήγορα θά σέ ἀγαπήσει, ἄν δέν σ’ ἀγάπησε,
γιατί θά εἶναι πάνω ἀπό τή θέλησή της».
Ἔλα καί τώρα, λύτρωσέ με ἀπ’ τό μαρτύριο!
Κάν’ τή λαχτάρα τῆς καρδιᾶς μου ἀλήθεια
κι ἄς εἶσαι πάντα ἐσύ ἡ Σύμμαχός μου.
13.
Μές στ’ ὄνειρό μου μέ τήν Κύπριδα μιλοῦσα,
πάρε φωνή, μίλα κι ἐσύ, θεία λύρα.
Ἐλᾶτε τώρα οἱ Χάριτες οἱ ἁβρές, οἱ ἁγνές Χάριτες,
τοῦ Δία οἱ κόρες μέ τά ροδαλά τά χέρια,
κι οἱ Μοῦσες μέ τά ὄμορφα μαλλιά ἐλᾶτε,
οἱ Μοῦσες ἀπό τό χρυσό σας θρόνο ἐδῶ, κοντά μου!
Τά μάτια κλείνει μές στή νύχτα ὁ μαῦρος ὕπνος
μά ἐγώ σπαράζομαι ἀπ’ τή φωτιά τοῦ πόθου,
δέν ξέρω τί ζητῶ, σκίζεται ὁ νοῦς μου,
στάλα τή στάλα λιώνουνε τά σπλάχνα μου…
14.
Δέν θέλω ἐγώ οὔτε τό μέλι οὔτε τή μέλισσα.
Ἄς πάρουν οἱ ἄνεμοι κι οἱ ἔγνοιες του ἐκεῖνον
πού θέλησε νά μέ πληγώσει. Ἔ, δέν εἶναι
ὀργίλη κι ἐκδικητική μά ἁγνή ἡ ψυχή μου.
Δέν θ’ ἀγγίξω ὅμως καί τόν οὐρανό, τόσο κοντούλα!
Ὥς πότε πιά παρθένα θ’ ἀπομένω;
15.
Σάν λουλούδι τοῦ ὑακίνθου
μοῦ τά θάμπωσες τά μάτια,
γλυκομίλητο κορίτσι,
τί ἀπόλαυση ἡ φωνή σου,
κι ὀμορφότερη ἀκόμη,
τί φωτιές πού μοῦ ἀνάβεις!
Πῶς νά σοῦ τό ξεκουράσω
τό κορμάκι σου στό στρῶμα
τό ‘χω τώρα μόνη μου ἔγνοια.
16.
Τήν ἔγειρε σέ μαλακά στρωσίδια
χνουδάτα, τόσο τρυφερά…
Ἄχ, καί νά κρύβεις πάντα τό κεφάλι
σέ στήθη τόσο ἁπαλῆς ἀγαπημένης…
Δυό φορές ἄς κρατοῦσε τέτοια νύχτα.
Κάνε, χρυσοστεφανωμένη μου Ἀφροδίτη,
νά πέσει τέτοια τύχη καί σ’ ἐμένα!
17.
Μοιάζει μῆλο γλυκό πού κοκκινίζει
ἄκρη ἄκρη στό ψηλότερο κλωνάρι,
θαρρεῖς κι ἔχουν ξεχάσει νά τό κόψουν.
Μά δέν τό ξέχασαν, ἀδύναμοι ἦταν νά τό φτάσουν.
18.
Ὁ Ἔρωτας πάλι, αὐτός μέ παραλύει,
τό ἀκαταμάχητο, γλυκόπικρο θηρίο.
Κι ἐσύ, Ἀτθίδα, μέ βαρέθηκες καί πάει
καί τό ἐνδιαφέρον σου πετάει στήν Ἀνδρομέδα.
Μά ποιά εἶν’ αὐτή πού τά μυαλά σοῦ πῆρε,
ἡ ἄξεστη, πού καλά καλά δέν ξέρει
πῶς νά σηκώσει λιγουλάκι τό φουστάνι;
19.
Ἔχω ὄμορφη κορούλα ἐγώ, τήν Κλεΐδα,
τό πρόσωπό της ἕνα ὁλόχρυσο μπουκέτο,
πού δέν θά τό ἄλλαζα, τό πολυαγαπημένο,
οὔτε μέ τή Λυδία ὅλη οὔτε μέ δόξες…
20.
Ἰσότιμος τῶν θεῶν, γιά μένα, ἐκεῖνος
ὁ ἄντρας πού ἀπέναντί σου καθισμένος
σέρνεται ὁλόκληρος γλυκά μές στή φωνή σου
καί μές στό γέλιο σου αὐτό πού ἀναστατώνει
καί λιώνει μές στό στῆθος τήν καρδιά μου.
Πνίγεται μέσα μου κι ἡ τελευταία λέξη,
καθώς σέ βλέπω, ἡ γλώσσα μου στεγνώνει,
τό δέρμα μου κρυφή φωτιά διατρέχει,
χάνω τήν ὅραση, βουίζουνε τ’ αὐτιά μου,
μέ λούζει κρύος ἱδρώτας, τρέμω ὅλη,
σάν χόρτο πρασινίζω, πάω νά πεθάνω.
Μά πρέπει ὅλα γιά ὅλα νά τά παίξω
Ἀφοῦ, παρά τήν τόση μου ἔνδεια, σέ θέλω.
21.
Ὦ, Κύπριδα, ἀπό τόν οὐρανό κατέβα
σέ τοῦτο τόν ἁγνό ναό μές στό δασάκι
τό γελαστό καί μέ μηλιές γεμάτο,
ὅπου εὐωδιάζουν οἱ βωμοί ἀπ’ τό λιβάνι
καί κελαηδοῦν κρύα νερά μέσα ἀπ’ τά κλώνια,
ἴσκιο παχύ ἁπλώνουνε τά ρόδα,
ἀναρριγοῦν οἱ φυλλωσιές γλυκιά ὑπνηλία
καί βόσκουν τ’ ἄλογα στ’ ὁλάνθιστο λιβάδι,
ἐνῶ φυσᾶ γλυκά ἀνάλαφρη αὔρα.
Ἐδῶ λοιπόν μέ τό χρυσό σου κύπελλο ἔλα
νά μεταλάβεις τούς ἑορταστές σου, Ἀφροδίτη,
μέ τῶν λεπτότερων προσμείξεων τό νέκταρ.
Τα ποιήματα δημοσιεύθηκαν σε αυτό το τεύχος.