Σχεδιάσματα γιά τόν Νίκο Ἐγγονόπουλο – Δημήτρης Ἐλευθεράκης

Δημήτρης Ἐλευθεράκης

Σχεδιάσματα γιά τόν Νίκο Ἐγγονόπουλο[1]

Ι

Ἡ σύγχρονη ἐπανεκτίμηση τοῦ ἔργου τοῦ Ἐγγονόπουλου δέν ὀφείλεται μόνο στήν ἀδιαμφισβήτητη ποιητική του ἀξία, ἀλλά ἔχει κυρίως νά κάνει μέ τόν τρόπο πού κατανοοῦμε – ἤ, ἄν θέλετε, κατασκευάζουμε–  τό παρελθόν. Οἱ ποιητές τοῦ λεγόμενου ἑλληνικοῦ μοντερνισμοῦ ἀποτελοῦν τήν κύρια μήτρα ἀπό τήν ὁποία παράγεται ἡ νεότερη, ἡ σύγχρονη ἑλληνική ποίηση, καθώς καί ἡ ἀντίληψή μας γιά τήν ποίηση. Θά πρέπει λοιπόν νά ἀναζητήσουμε πρῶτα τούς μηχανισμούς, τόν κριτικό λόγο διά τοῦ ὁποίου συγκροτήθηκε ἡ εἰκόνα κυρίως τοῦ Σεφέρη, τοῦ Ἐλύτη ἀλλά καί τοῦ Ρίτσου, ὥστε νά μπορέσουμε νά κατανοήσουμε γιατί ἡ ἐκδοχή τοῦ μοντερνισμοῦ καί τῆς «ἑλληνικότητας» τοῦ Ἐγγονόπουλου κατά κάποιο τρόπο ἀρχικά «ἐξουδετερώθηκε» ἀπό τίς ἐκδοχές τῆς «ἑλληνικότητας» ἤ τῆς Ρωμιοσύνης στούς τρεῖς ποιητές πού προανέφερα. Τό ζήτημα λοιπόν δέν εἶναι μόνο αἰσθητικό, ἀλλά ἰδεολογικό καί ἴσως πολιτικό. Σήμερα ἀσφαλῶς πολλά πράγματα ἔχουν ἀλλάξει, καί σέ ἐπίπεδο κριτικοῦ λόγου καί σέ ἐπίπεδο ἰδεολογίας. Ξεκινώντας λοιπόν ἀπό τόν τρόπο πού ἀντιλαμβανόμαστε τό παρόν μας σήμερα, ὁδηγούμαστε σέ μία ἀνάγνωση τοῦ παρελθόντος, στήν ὁποία εἶναι πλέον ἀπαραίτητη ἡ παρουσία τοῦ Ἐγγονόπουλου. Εἶναι χαρακτηριστικό τό γεγονός ὅτι τό ἔργο τοῦ Ἐγγονόπουλου ἔχει πυροδοτήσει συζητήσεις οἱ ὁποῖες ἀναδεικνύουν μείζονα διακυβεύματα τῆς ἐποχῆς: γιά παράδειγμα, σήμερα πού ἀνθεῖ ἡ ἔννοια τῆς πολυπολιτισμικότητας στίς ἀνθρωπιστικές σπουδές, ἀναζητοῦμε κοσμοπολίτικα στοιχεῖα στό ἔργο τοῦ Ἐγγονόπουλου. Ἄν καί εἶμαι καχύποπτος ἀπέναντι στίς ἑκάστοτε θεωρητικές μόδες, θέλω νά καταλήξω στό ὅτι ὁ Ἐγγονόπουλος γονιμοποιεῖ σύγχρονες συζητήσεις, μέσα ἀπό τίς ὁποῖες, καί κατά συνέπεια μέσα ἀπό τό ἔργο του, κατανοοῦμε καί ἑρμηνεύουμε τόσο τό παρελθόν ὅσο καί τό παρόν μας. Ἀπό αὐτή τήν ἄποψη, ἡ ποίηση τοῦ Ἐγγονόπουλου εἶναι ἐπίκαιρη, καθώς ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο κομμάτι τοῦ ἱστορικοῦ μας ὁρίζοντα, καί ἴσως σέ αὐτή τήν ἐπικαιρότητα ὀφείλεται καί τό πλῆθος τῶν μελετῶν πού ἀφοροῦν τό ἔργο του.

ΙΙ

Εἶναι σφάλμα νά μιλᾶμε γιά τό ἔργο ἑνός ποιητῆ ἀποκλειστικά μέ ἰδεολογικούς ὅρους, καθώς ἡ λογοτεχνία εἶναι ἡ χρήση ἐκείνη τῆς γλώσσας πού ὑπερβαίνει ἤ ὑπονομεύει τήν ἰδεολογία. Ἔτσι λοιπόν οἱ ἀπόπειρες νά ἑρμηνευθοῦν μεμονωμένες φράσεις τοῦ Ἐγγονόπουλου – οἱ γνωστοί στίχοι ἀπό τόν «Μπολιβάρ» καί μία φράση ἀπό τά σχόλια τοῦ ποιητῆ–  μέ τό ξεπερασμένο δίπολο «προοδευτισμός-συντηρητισμός», «Δεξιά-Ἀριστερά» εἶναι ἄστοχες. Θά ἤθελα ἐδῶ νά ἐπισημάνω ὅτι εἶναι μεθοδολογικό σφάλμα νά συγχέουμε ρήσεις πού ἀνήκουν σέ διαφορετικά ἐπίπεδα λόγου γιά νά βγάλουμε ὁμοιογενῆ συμπεράσματα. Ἡ σχέση τοῦ Ἐγγονόπουλου μέ τόν ἑλληνισμό – προτιμῶ τή λέξη ἑλληνισμός καί ὄχι «ἑλληνικότητα», ἡ ὁποία μοῦ φαίνεται ἔννοια κατασκευασμένη, καί τήν ὁποία ἄλλωστε δέν χρησιμοποιεῖ οὔτε ὁ ἴδιος ὁ ποιητής– , ἡ ἀντίληψη πού ἔχει γιά τόν ἑλληνισμό λοιπόν ὁ Ἐγγονόπουλος δέν ἔχει τούς περιορισμούς καί τίς ἀγκυλώσεις τῆς συγκρότησης ἑνός ρυθμιστικοῦ λόγου γιά τήν Ἑλλάδα. Ὑπ’ αὐτή τήν ἔννοια ὁ λόγος τοῦ Ἐγγονόπουλου εἶναι ἕνας λόγος ἐπαναστατικός, ριζοσπαστικός, γιατί προχωρεῖ πέρα ἀπό τίς ἐπίσημες ἀκαδημαϊκές ἤ πολιτικές ἐκδοχές τῆς ἐποχῆς του –  ἤ καί τῆς ἐποχῆς μας θά πρόσθετα. Ἡ γλώσσα τοῦ Ἐγγονόπουλου ἔχει τή δύναμη νά ἀνατρέπει τίς προσδοκίες καί νά ὑπονομεύει τίς βεβαιότητες, μειώνοντας τή σοβαροφάνεια, ἀποκηρύσσοντας ἕναν τόνο διδακτικό ἤ ἐπιτακτικό, ὁ ὁποῖος δέν θά ἔπειθε σήμερα, σέ μία ἐποχή πού οἱ ἰσορροπίες ἀνάμεσα στό ἴδιον καί τό ἕτερο ἔχουν μεταβληθεῖ, χωρίς ὡστόσο νά χάνει τόν ἑλληνικό προσανατολισμό του. Τό γεγονός ὅτι ὁ Ἐγγονόπουλος διευρύνει τό ἑλληνικό του ὅραμα σέ μία εὐρύτερη γεωγραφική περιοχή, συμπεριλαμβάνοντας καί πλῆθος ἀλλοεθνῶν χαρακτηριστικῶν, καταδεικνύει τόν τρόπο πού ἀντιλαμβάνεται τήν ἑλληνική παράδοση καί τή σχέση της μέ τίς ἄλλες παραδόσεις. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τή σχέση του μέ τό Βυζάντιο, ἡ ὁποία σχέση εἶναι ὄχι ἀρχαιολογική ἀλλά δυναμική, μέ τρόπο σπάνιο γιά τήν ἑλληνική ποίηση. Ὁ ἑλληνισμός λοιπόν τοῦ Ἐγγονόπουλου εἶναι ἕνας ἑλληνισμός εὐρείας κλίμακας, ὁ ὁποῖος διατηρεῖ ἕνα σημεῖο συνοχῆς, ἀλλά ἔχει καί ἕναν ἔντονα προσωπικό – ἴσως καί αὐτοβιογραφικό–  χρωματισμό. Αὐτή ἡ ἔντονα προσωπική χροιά ἀντανακλᾶται στό γεγονός ὅτι ὁ Ἐγγονόπουλος ἐνδιαφέρεται γιά ἱστορικές μορφές πού βρίσκονται στό περιθώριο τῆς ἐπίσημης ἱστορίας. Δέν θά πρέπει, ὡστόσο, νά βιαστοῦμε καί νά χαρακτηρίσουμε τόν Ἐγγονόπουλο ἑλληνοκεντρικό. Θυμίζω ὅτι ἤδη ἀπό τό 1938, ἐν μέσω μεταξικῆς δικτατορίας, ὁ Ἐγγονόπουλος διακηρύσσει τή συνύπαρξη, μέσα στή μοντέρνα τέχνη, ἑνός αἰγυπτιακοῦ ἀγάλματος πλάι σέ ἕναν ἀρχαῖο κοῦρο, ἑνός ἀφρικανικοῦ εἰδώλου πλάι σέ ἕναν πίνακα τοῦ Πικάσσο. Ἤδη λοιπόν βρίσκεται μακριά ἀπό τό ἰδανικό τῆς ἑλληνίζουσας τέχνης πού διακηρύσσουν οἱ θεωρητικοί τῆς δικτατορίας. Σχετικά μέ τά εὐτράπελα περί φασισμοῦ πού ἔχουν εἰπωθεῖ, θυμίζω ὅτι ὁ Ἐγγονόπουλος ἔχει γράψει μερικούς ἀπό τούς ἐντονότερα ἀντιφασιστικούς στίχους τῆς ἑλληνικῆς ποίησης.

ΙΙΙ

Θά ἤθελα νά σταθῶ στή συμβολή τοῦ Ἐγγονόπουλου στή γενιά τοῦ ’30 – στήν ὁποία δέν ἔχει μεγάλη σημασία, κατά τή γνώμη μου, ἐάν ἀνήκει ἤ ὄχι (ὁ ἴδιος ἔλεγε πώς δέν ἀνήκει)–  καί νά μιλήσω γιά τόν «Μπολιβάρ». Ἀπό τή δική μου σκοπιά αὐτό τό ποίημα εἶναι τό κατεξοχήν μεῖζον ἐπίτευγμα τοῦ ἑλληνικοῦ μοντερνισμοῦ. Τό ἐρώτημα λοιπόν, πού εἶναι κομβικό γιά τήν κατανόηση τῆς μοντέρνας ἑλληνικῆς ποίησης, εἶναι πῶς ὁ Ἐγγονόπουλος, κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες μέσα στό πλαίσιο τῆς μοντέρνας γενιᾶς, ὁδηγεῖται σέ αὐτή τή μείζονα λυρική καί ἐπική σύνθεση. Ἴσως – καί ἐδῶ θά διατυπώσω μία μόνο σκέψη–  τό φαινόμενο ἔχει νά κάνει μέ τήν ἱστορική στιγμή κατά τήν ὁποία γράφεται τό ποίημα. Εἶναι ἡ ἐποχή πού οἱ ὁμότεχνοι τοῦ Ἐγγονόπουλου, καί στήν Ἑλλάδα ἀλλά καί στό ἐξωτερικό, πέφτουν στήν παγίδα τῆς ἀντιστασιακῆς ποίησης –  ἡ ὁποία, ὡστόσο, παραμένει μία εὐγενής πράξη. Ἄς θυμηθοῦμε ὅτι τήν ἴδια ἐποχή ὁ Ἐλύτης γράφει τό πολύ κατώτερο Ἄσμα ἡρωικό καί πένθιμο γιά τόν χαμένο ἀνθυπολοχαγό τῆς Ἀλβανίας. Ὁ Ἐγγονόπουλος ἔχει νά ἀντιτείνει σέ ὅλα αὐτά ἕνα ἐπιθετικά μοντέρνο ποίημα, ἕναν φλογερό «ὕμνο εἰς τήν ἐλευθερία» τοῦ 20οῦ αἰώνα, καί αὐτό τό ἐπιτυγχάνει κατά τή γνώμη μου ἐπειδή ὁ μέχρι τότε ἐν μέρει αὐτοαναφορικός ποιητικός του λόγος συμπίπτει μέ μία συγκεκριμένη ἱστορική στιγμή, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει τή χρήση ἑνός ὑψηλοῦ, ἡρωικοῦ τόνου. Ἴσως δύο χρόνια ἀργότερα ἡ τραγική στροφή τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας νά καθιστοῦσε ἕναν τέτοιο τόνο ἐκτός ἱστορικοῦ κλίματος. Ὁ «Μπολιβάρ» εἶναι λοιπόν τό ἐπίτευγμα τοῦ Ἐγγονόπουλου πού δικαιώνει καί ταυτόχρονα διευρύνει τή γενιά τοῦ ’30, καθιστώντας τήν ἱστορία μία ὑπόρρητη ἀλλά καί ἐνεργό δύναμη ὀργάνωσης τῆς γλώσσας – εἶναι ἀξιοσημείωτος ἀλλά καί θαυμαστός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ Ἐγγονόπουλος ἀποφεύγει τήν ἄμεση ἱστορική ἀναφορά μέ τό «ὑπερρεαλιστικό» τέχνασμα-παιχνίδι μεταξύ Μπολιβάρ καί Ἀνδρούτσου–, ὡστόσο τό ἴδιο τό ποίημα δέν θά μποροῦσε νά χαρακτηριστεῖ «ὑπερρεαλιστικό» μέ τήν καθιερωμένη ἔννοια. Ἡ ποίηση τοῦ Ἐγγονόπουλου – μέ τίς πολιτικές του προεκτάσεις καί τόν ἰδιαίτερο τρόπο νά ἐνσωματώνει τήν πολιτική καί τήν ἱστορία, καί κυρίως τό μοντέρνο του ποίημα «Μπολιβάρ»–  θά μᾶς βοηθήσει, πιστεύω, νά ξανακοιτάξουμε τή λεγόμενη γενιά τοῦ ’30 καί νά ἐπανεκτιμήσουμε τό ἀνανεωτικό ἐπίτευγμά της.

ΙV

Ἀπό τή σκοπιά μιᾶς αὐστηρότερης κρίσης, θά μποροῦσε ἴσως νά ἀναφερθεῖ κανείς στά λιγότερο δυνατά ποιήματα τοῦ Ἐγγονόπουλου, ἀλλά νομίζω ὅτι αὐτό δέν ἀποτελεῖ τεκμήριο ποιότητας γιά τούς ποιητές. Σχετικά μέ κάποιες μᾶλλον προβληματικές ρήσεις του, θά ἤθελα νά πῶ ὅτι στίς συνεντεύξεις καί τά πεζά του κείμενα ὁ Ἐγγονόπουλος ἐπιχειρεῖ νά κάνει δύο πράγματα: ἀφενός ἐπιχειρεῖ τήν ἀναθεώρηση τῆς δυτικῆς ὀρθολογικότητας, ἴσως γιά νά στεγάσει τό δικό του ἐγχείρημα. Θεωρεῖ ὡστόσο ὅτι ὑπάρχει καί μία ἐναλλακτική παράδοση – ἐκείνη τῶν ποιητῶν ὅπως ὁ Νοβάλις, ὁ Μπωντλαίρ, ὁ Λωτρεαμόν–  πού, ὅπως λέει χαρακτηριστικά, κατάλαβαν ὅτι κάτι δέν πήγαινε καλά μέ τόν δυτικό πολιτισμό τους, ἐξοῦ καί οἱ συχνές ἐπικρίσεις τοῦ Καρτέσιου. Ἀφετέρου, τό δεύτερο πού ἐπιχειρεῖ ὁ Ἐγγονόπουλος εἶναι νά δώσει τήν ἐντύπωση τῆς ἀφέλειας, μέσα ἀπό τήν ὁποία ὡστόσο ἀναδεικνύεται ἡ πνευματική του ὀξύτητα. Τό πρόβλημα εἶναι ὅτι ὁ συνδυασμός αὐτῶν τῶν δύο ὁδηγεῖ ἐνίοτε σέ ἁπλουστευτικές ρήσεις, ἀκόμη καί σέ διπολικότητες μεταξύ Δύσης καί Ἀνατολῆς πού ἀκούγονται ἴσως ἁπλοϊκές. Ὁ Ἐγγονόπουλος ἀπό τό ’30 ἕως τό ’80 μιλᾶ μέ τούς ἴδιους ὅρους, ἐνῶ πολλά πράγματα στό στοχασμό ἤ στήν ἀντίληψη τῆς ἱστορίας ἔχουν ἀλλάξει. Ὅλα αὐτά ὅμως δέν ἀποτελοῦν λόγο ἐπίκρισης, ἀπό τή στιγμή πού τά ποιητικά ἀποτελέσματα παραμένουν ἐξαίρετα. Μία ἀφέλεια πού ἔχει τήν καταγωγή της στή μορφή τοῦ Θεόφιλου, σέ συνδυασμό μέ μία μοναδική αἴσθηση τοῦ χιοῦμορ, μᾶς θυμίζει ὅτι δέν πρέπει νά κρίνονται ὅλα μέ τά χειρουργικά ἐργαλεῖα τῆς θεωρίας, πού εἶναι μία ἀκόμη ἐκδοχή τῆς ἰδεολογίας.

V

Εἶναι δύσκολη ἡ σύγκριση τῶν ποιητῶν, δύσκολη ἕως ἀδύνατη. Ἐνδεχομένως ὁ Ἐγγονόπουλος θά ἀποδειχθεῖ μακροβιότερος ἀπό τόν Ἐμπειρίκο, ἴσως τό τραγικό αἴσθημα τῆς ζωῆς πού τόν διακατέχει θά ἀποβεῖ καθολικότερο. Σίγουρα ὁ καθένας χρησιμοποιεῖ διαφορετικά τήν ὑπερρεαλιστική τεχνική, ἀλλά νομίζω ὅτι ἡ συμβολή τοῦ καθενός στήν ὑπερρεαλιστική ἐπανάσταση στήν Ἑλλάδα καί στήν ἀπελευθέρωση τοῦ ποιητικοῦ λόγου εἶναι μοναδική καί ἀξεπέραστη. Θά ἤθελα, ὡστόσο, νά ἐπισημάνω ὅτι παρ’ ὅλες τίς ὑπερρεαλιστικές του ἀφετηρίες, ὁ Ἐγγονόπουλος παραμένει ἕνας καβαφικός ποιητής, μέ τήν ἔννοια τῆς ἀκρίβειας, τοῦ καλοῦ ζυγιάσματος τοῦ ποιητικοῦ του ρήματος, ἀλλά καί ὡς πρός τήν ἱστορία. Καί ἄν σκεφτοῦμε ὅτι τό τέλος τοῦ Καβάφη βρίσκεται σέ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπό τό ξεκίνημα τοῦ Ἐγγονόπουλου, θά ἐντοπίσουμε ἴσως μία συνέχεια ὡς πρός τήν ἀπροσδόκητη ἀνανέωση τοῦ λυρισμοῦ στήν Ἑλλάδα. Μέ τόν Καβάφη καί τόν Ἐγγονόπουλο βρισκόμαστε στίς κορυφές τοῦ μοντέρνου λυρικοῦ λόγου στήν Ἑλλάδα. Πρόκειται γιά δύο ἰδιοφυεῖς ποιητές, ἐνίοτε ἀντιλυρικούς ὡς πρός τήν ἐπιλογή τοῦ ὑλικοῦ τους, μέ τά πλέον ὅμως λυρικά ἀποτελέσματα.

VI

Ἡ ποίηση τοῦ Ἐγγονόπουλου θά μπορέσει σίγουρα νά κατευθύνει κατά κάποιο τρόπο τίς ποιητικές ἀναζητήσεις τῶν νέων, ὅπως ἔχει συμβεῖ ἄλλωστε ἤδη στό παρελθόν –  ἄν καί στήν πραγματικότητα ὁ Ἐγγονόπουλος, ὅπως καί ὁ Καβάφης, εἶναι ποιητές πού δέν μπορεῖ νά μιμηθεῖ κανείς. Ὡστόσο τό μάθημα ἀπό τόν Ἐγγονόπουλο εἶναι ἄλλο: ὁ Ἐγγονόπουλος ἔτρεφε καί ἐξέφραζε πάντοτε ἀπέραντη ἀγάπη καί βαθύ σεβασμό γιά τούς δασκάλους του. Νομίζω ὅτι αὐτό εἶναι τό πολυτιμότερο μάθημα.



[1] Τό κείμενο στηρίζεται στίς ἀπαντήσεις πού δόθηκαν στή συζήτηση στρογγυλῆς τραπέζης γιά τόν Ἐγγονόπουλο στό Μουσεῖο Μπενάκη τόν Νοέμβριο τοῦ 2007 μεταξύ τοῦ Νάσου Βαγενᾶ, τῆς Γιάννας Μπούκοβα, τῆς Γεωργίας Τριανταφυλλίδου, τοῦ Δημήτρη Κοσμόπουλου καί τοῦ ὑπογραφομένου, γι’ αὐτό καί σέ πολλά σημεῖα ὁ τόνος εἶναι προφορικός.