Δήμητρα Κωτούλα
Τό Σῶμα τοῦ Νεκροῦ Χριστοῦ στόν Τάφο
(Hans Holbein ὁ Νεότερος, 1521,
Λάδι σέ Ξύλο
Kunstmuseum Öffentliche Kunstammulung, Basle)
«Ὁ τάφος μου εἶναι χτισμένος κατά τό νοτιά
ἅμα σέ βρεῖ χειμώνας – ἔλα».
Μυρίζει φρέσκια μαλακή φθορά.
Ἀπό ἀπόσταση δέν μπορεῖς νά διακρίνεις τή γραμμή τῶν βλεφάρων
τόν κόμπο τῆς ἀναπνοῆς μέσα στό μαῦρο τῶν χειλιῶν.
Τό πρόσωπο ἀκουμπᾶ σχεδόν τήν ὑγρή πέτρα.
Βλέπει ἀκριβῶς ὅ,τι πρέπει νά δεῖ.
Δέν ξέρω νά πῶ τί βλέπει.
Λίγο πιό πάνω
λουλούδια ἀπό καθαρό ἄνεμο καί ἄλλα
(πολύ τρυφερά γιά νά τά ὀνοματίσουμε πλάσματα)
ἀνανεώνουν τήν ἀτμόσφαιρα
προστατεύοντας τόν ὀμφάλιο Θεό ἀπ’ τήν ἀνθρώπινη σάρκα του.
Παρατηρῶ.
Τό χέρι πού διστάζει.
Τό δάχτυλο (νεκρό) ἀδημονεῖ.
Ξέρουν πότε ἡ σάρκα μετατρέπεται σέ γνώση.
Τί ψιθυρίζουν τά χείλη τῆς ἐπιθυμίας χαμηλά
στή μεταξένια βουερή θηλή
κι ἐσύ –
Δέν εἶναι ἐσύ ἕνα τέλειο πλάσμα
ἀπό λογική ἀπό ἀλήθεια
Δέν εἶναι ἐσύ πού ξεκινᾶς ἐδῶ
στήν πάνω ἀριστερή γωνία αὐτῆς τῆς σελίδας
χωρίς τήν ἀνάμνηση καμιᾶς ἁφῆς
ἔχοντας διασχίσει ἀδρανεῖς ἐκτάσεις μέσα σέ νύχτα
(κλεμμένα λόγια) (γέλια) (προσευχές) (τούς θρήνους)
μιά λευκότητα
χωρίς φῶς –
ἐνῶ ἡ γραφίδα αὐτή ἔχει μπηχτεῖ
(ὁριστικά)
μέσα στίς μέρες σου
ἐνῶ ἡ βροχή ἑδράζεται
(ὁριστικά)
μέσα στό σῶμα σου
ἐσύ
ἔξω ἀπ’ τή βία τοῦ κανόνα
κι ἐξαλείφοντας μέ ἐπιμέλεια κάθε σημάδι πίσω της
ἔχοντας ἀμφιβάλει βάλει ἀστοχήσει ἐνσκήψει
φτιάξει
(κόκκινο ἀνάβει τό λουλούδι τῆς σκέψης πάνω στή σκέψη σου)
ἔχοντας φτιάξει ἐπαρκῶς
ποιός εἶναι πού θά πεῖ
ὅτι αὐτός ἐδῶ ὁ νεκρός –
Πάλι: Βάλ’ τά ψηφία στή σειρά:
Ἄρχισε: Πάλι:
Νέες λέξεις ὑποκαθιστοῦν τίς λέξεις κάθε πρωί
ἀποσπώντας τό ἰδιωτικό ἀπ’ τήν αἰωνιότητα
Πυκνός ὁ ἀέρας τῆς αὐγῆς γεμίζει τό γρασίδι χάδια
Ὁ φόβος
γιατί (καί στή σκέψη αὐτή μιά παράδοξη τρυφερότητα
σπαρτάρησε μέσα σου)
φόβος σέ κατέχει
δέν εἶναι ἀληθινός
Ἄπληστο κιόλας τό βλέμμα συσπειρώνεται
(μέσα ἀπ’ τίς διαδοχικές καμάρες τοῦ φωτός)
μ’ ὅλο τόν ἑαυτό ἐπάνω του
Θυμήσου:
ἐσύ εἶσαι ἡ μόνη ὑπόθεση τοῦ ἔργου
ἡ γλώσσα αὐτή ἐπινοήθηκε γιά νά σέ προστατέψει
ἄλλωστε
ἄν ἡ ἀλήθεια δέν εἰπωθεῖ ἐδῶ
τότε
ποῦ
(σέ στιγμή ὀξείας διαύγειας)
ποῦ ἀλλοῦ θά ἔχει νά στρέψεις τό βλέμμα –
Σκύβεις ν’ ἀλλάξεις τά λουλούδια στά βάζα τῶν νεκρῶν
Στάχτη σέ χτυπάει στό στόμα
Προσπαθεῖς νά θυμηθεῖς
Δύσκολα πολύ τά καταφέρνεις μέ τόσο λαμπερά πράγματα
Στρέφεις τό βλέμμα
(κάτι ψιθυρίζεις)
καί (ἀνεξήγητα εὐτυχισμένος)
ἀφήνεις νά σέ παρασύρει ὁ ἀκίνητος πού δέ χορεύεται ρυθμός τῆς φθορᾶς.
ΤΡΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ὁ ἥλιος ἁπλώνει μιά εὐφυή σκιά πάνω στ’ ἀνάγλυφα.
Ἱδρωμένος ὁ οὐρανός τοῦ καλοκαιριοῦ κατεβαίνει.
Ἡ Ἱστορία ἐπιμένει
(σκέψου: ἕνα κομμάτι τῆς ζωῆς σου
ἔχει πιά ὁριστικά τελειώσει)
σάν ἐνοχλητική ἀλογόμυγα.
Ὁ μυστικός φέγγει τόν Θεό του
καί ἡ ψυχή τῶν πραγμάτων
–ὦ εὐλογημένη ἀλογόμυγα–
ἀναγνωρίζει τό ποίημα
καί σάν αὔρα λεπτή
ἐγκαθίσταται κάτω ἀπ’ τό θόλο του.
*
Εἶναι καλά ἐδῶ
στό μικρό πριγκιπάτο τῶν λέξεων.
Ἔχει θέα στό κενό
καί μπορῶ
νά σκέφτομαι ἤ νά μή σκέφτομαι
κατά βούληση.
Ἡ φθορά πού προξενῶ
ἐπουλώνεται εὔκολα
ἀπ’ τό δῶρο τῶν διαγραμμένων λέξεων
πού
–σέ ἀκραία ταλάντωση–
σοῦ ἀντιγυρίζω
ἀφοῦ δέν ἔχω πιά τί νά τίς κάνω.
*
Πολλά κρυφά νοήματα
μοῦ ἔχουν –ὁπωσδήποτε– διαφύγει.
Λέξεις
ὄχι ὁποιεσδήποτε λέξεις
ἡ τελειότητα τῆς τέχνης
ὄχι ὁποιασδήποτε τέχνης
καί μόνο ἀραιά καί ποῦ
μιά ἀκαθόριστη ἀπόλαυση
μιά ἀνατροπή τῆς ἰσορροπίας
καθόλου ὀργανωμένη
καί σέ ἀντιπαράθεση μέ τόν ἑαυτό της.
Ἀνυπόφορος γίνομαι κάποτε –
σάν παράσιτα ἀντιλαμβάνομαι
στούς δεδομένους κυματισμούς τοῦ ἀέρα
ὅ,τι
–Κύριε ἐν ὑψίστοις
Πάτερ Παντοκράτωρ Κύριε–
μέ ξεπερνᾶ.
Σωσμένος ἀπό τίς ἐπιθυμίες τῆς βούλησης
προφέρω, ἐπιτέλους, τό ὄνομά του;
Τα ποιήματα δημοσιεύθηκαν σε αυτό το τεύχος.