Θοδωρής Ρακόπουλος – Τρία ἀπό τρία

Τοῦ Μουσείου [3 ποιήματα]

 

ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΠΙΣΚΕΠΤΩΝ

Ἐδῶ βρεθήκαμε, ἡ σύζυγός μου κι ἐγώ,

λεπτά ἔπειτα ἀπό τήν ὥρα πού μᾶς ἄφησε

τό τουριστικό λεωφορεῖο. Τά δείγματα τῆς

Τέχνης πού ἀπολαύσαμε μᾶς ἄφησαν ἐνεούς:

ὁ ἄρρωστος Σάτυρος, οἱ Νεκρές Φύσεις· τό τμῆμα

πού ἀφοροῦσε τήν πρόσληψη τοῦ Ρέμπραντ

στούς Τροπικούς – στήν Ἰνδονησία: ὅλα ἰδιαίτερα

ἐνδιαφέροντα.

 

Προσέξαμε πώς δέν ἄλλαξε ἀπολύτως τίποτε

στή συλλογή ἤ στόν τρόπο ἔκθεσης·

ἡ ζωή ἐξάλλου δέν ἀλλάζει, ὅταν ἐκτίθεται.

Ὅταν δεκαοκτώ χρόνια πρίν

ἐπισκεφτήκαμε τήν πόλη σας καί τήν

πινακοθήκη, ἤμασταν στό μήνα τοῦ μέλιτος.

Ἄν ἀνατρέξετε στό βιβλίο ἐπισκεπτῶν

τοῦ 1988, θά δεῖτε τό μικρό σημείωμα

–δύο γραμμές– πού τότε ἀφήσαμε, τά τέσσερά μας χέρια.

 

Τότε δέν εἴχαμε, τέσσερα μπλεγμένα χέρια, χρόνο γιά ποίηση,

οὔτε τό βιβλίο χῶρο γιά ποιήματα. Ἀλλά σήμερα –Κυριακή,

ἡ πόλη λείπει στά λιβάδια– ἕνα μονάχο χέρι

κρατᾶ τήν πένα κι ἡ σελίδα μοιάζει ἄγρια

γιά ἀφηγήσεις ἐγκατάλειψης· θά τή γεμίσω.

Χρόνος ὑπάρχει.

 

Coloured Girl In Party Costume, District Six,
Cape Town, Suid Afrika

 

Στήν Πόλη τοῦ Ἀκρωτηρίου

στήν πολιτεία τοῦ ἀκρωτηριασμοῦ

στό σημεῖο πού σμίγουν (ἤ χωρίζονται) οἱ Ὠκεανοί.

Ἡ φωτογραφία, μέ ἀνορθόγραφη λεζάντα στά Ἀφρικάνς,

ὑποδεικνύει ἐκεῖνο πού συνέβη στό

κορίτσι μέ τή στολή βοσκοπούλας

(πότε εἶδες σύ λαγκάδια βοσκοτόπια πρασινολίβαδα νοερά,

στά Flats τῆς ἔρημης γραμμῆς).

Ἀπόκρεω 1954 –

Ἀπό–κρεω· ἀπόσταση ἀπ’ τή σάρκα.

Τό ξαδελφάκι της, ἤ ὅ,τι σώθηκε ἀπό αὐτό στό στιγμιότυπο

–χέρι περασμένο γύρω ἀπό τό λαιμό της

σάν φουλάρι– ζεῖ σήμερα στά ἔγχρωμα σπίτια τῆς Bo-Kaap.

 

Ἐκείνη ζεῖ ἀκόμη στή φωτογραφία, καί στόν τριγύρω της περίγυρο:

τό δωμάτιο μέ τό σεμεδάκι, τά ξυλοπάπουτσα πού ἦρθαν ἀπό μακριά,

τό σαμοβάρι· ἡ γειτονιά πού τελείωνε στό ρυάκι.

(Στή φωτογραφία, ὁ λεκές στό φουστάνι· λάσπη

ἀπό τή λερωμένη ροή. Ἔχουν κλείσει σήμερα, καί τό ρυάκι

καί τό σπίτι.)

 

Polaroid

– ὑπάρχει χῶρος

γιά τή λεζάντα

κάτω ἀπ’ τό ποίημα.

 

Τό χαρτί (μάτ)

τυπώνει, ἀφήνει

λευκή λωρίδα

γιά λίγα λόγια.

 

Σέ κάποιο ἄλλο σύμπαν

δέν εἶναι αὐτό φωτογραφία

ἀλλά σημείωση

 

αὐτό πού συμβαίνει εἶναι εἰκόνα:

τό πρῶτο του κουνέλι στόν κῆπο,

ἄδεια στολή σούπερμαν σέ ἕνα μπαλκόνι,

ἡ ὁμαδική φωτό νηπιαγωγείου.

 

Αὐτό πού ὄντως συμβαίνει

εἶν’ ἔξω ἀπ’ τήν εἰκόνα.

Ὑπονοεῖται στή λεζάντα.

 

Ὑπονοεῖται στή σκηνοθεσία

χώρου χωρίς ἠθοποιούς

 

χώρου πού ἀφήνει χῶρο

γιά μιά λεζάντα

κάτω ἀπ’ τό ποίημα.

 

Τά Ἐπικίνδυνα [3 ποιήματα]

 

Η ΥΑΙΝΑ

Ἐντός μας ὑπάρχει μιά ἀλυχτώσα ὕαινα. Σέ κεντρική διασταύρωση τῆς ὁδοῦ Θηβῶν (ἀρνούμαστε νά ἀποκαλύψουμε τό ἀκριβές σημεῖο), πού ἀνεβαίνουν πρός τίς –τρωθεῖσες ἀπό τήν Κρίση βαθύτατα– Δυτικές Συνοικίες, ἡ φωνή της σμίγει μέ τίς ὅμοιές της, πού, ἀόρατες, παραμονεύουν στίς γωνίες τοῦ σταυροῦ αὐτοῦ τῶν δρόμων, καί παράλληλα στήν ὁδό, κάτω ἀπό τή γέφυρα ἀπό σκυρόδεμα. Δέν εἶναι τυχαῖο πώς ὁ δῆμος δέν ἔχει τοποθετήσει φανάρια στήν ἐν λόγῳ διασταύρωση γιά νά μή σταματοῦν οἱ αὐτοκινητιστές: θά ἦταν ἐπικίνδυνη ἐκεῖ ἡ στάση· θά τρομοκρατοῦσε ἡ παραδοχή τοῦ κινδύνου. Στίς ὕαινες πού καραδοκοῦν στίς γωνίες, πάντως, κάποτε θά προστεθεῖ, μέ ἕνα σάλτο ἀπό τό στῆθος τῶν αὐτοκινητιστῶν, κι ἡ δική τους. Θά προστρέξει στίς ἀδελφές της, μία μέ τήν ἀγέλη πού δείχνει τίς δυνατές της σιαγόνες ὅσο πέφτει τό σούρουπο: θραῦστες πού μποροῦν νά διαλύσουν μιάν ἀνθρώπινη ὠμοπλάτη μέ μιά κίνηση.

 

ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΘΑΝΑΤΟ

Κοιτάζεις δίπλα σου, στό ἄδειο κρεβάτι, τά σκονισμένα ράφια· τό γάτο της. Ἀκόμη καί τά δικά του μάτια ἐρευνοῦν μιάν ἀπάντηση, σάν ἤρεμο τέρμα. Ἡ ἴριδα κλειστή στόν διάφανο βόλο, ἀφημένο ἀκίνητο δίπλα στό κάδρο, καί πῶς νά κρυφτεῖς, τώρα πού σέ αἰχμαλώτισε τό φίλμ στό διπλό πορτρέτο, στήν ἄκρη τῆς πιό ἀναπάντεχης γεωγραφίας.

 

Στή σμέρνα τοῦ χρόνου, κάθε λεπτό βαραίνει τό ἴδιο. Δέν ὑπάρχει γραμμή, ἄξονας νά πιαστεῖς, ὅταν δέν σέ παρηγορεῖ καμιά γενεαλογία, νά ἀδράξεις τήν ἄκρη της σάν ἀνεμόσκαλα, νά ἀναδυθεῖς πάνω ἀπό τά φλεγόμενα πεῦκα, κάτω, στόν κύκλο τῆς ζωῆς πού σέ ἄφησε ἀπ’ ἔξω.

 

Καλοκαίρι στό νησί Πετράλωνα. Ὁ Αὔγουστος, στά μέσα ντεσιμπέλ, φέρνει τήν ἀπώλεια στό ὕψος τοῦ στόματος, σάν νά προβάρει σιγαστήρα. Καίει, ἀκόμη κι ὅταν δέν τήν πιάνεις, ἡ στιγμή πού σταμάτησε ὁ κόσμος στό τηλέφωνο, ὅσο στή ράχη ἁπλώνεται τό σημάδι τοῦ αἴλουρου, μέ τό παραπλανητικό ὄνομα pitiriasis versicolor: εἶναι φανερό πώς περπατᾶ πάνω μας, ὅταν κοιμόμαστε. Θά συνεχίσουμε ὅμως, σέ αὐτόν τόν ὕπνο. Θά ἀφήνουμε ἀνοιχτό τό παράθυρο, νά χυμήξει, μεθυσμένος ἀπό τό χάπι τῆς Σελήνης.

 

Η ΘΑΝΑΤΟΣ

Ἀκούμπησε τό ζεστό της χέρι στήν ἀορτή

κι ἔνιωσε κόμπους ἐρυθρᾶς ροῆς, νηοπομπή,

ν’ ἀκολουθοῦν τό ποτάμι πού δέρμα σκεπάζει,

χαδιοῦ. Μικροσκοπική, ἀπέραντη θωπεία –

 

καί τό σχεδόν φιλί ἐκεῖ πού καμπύλη κάνουν

οἱ ὁρίζοντες, σάν ἐρωτηματικό. Ἐκεῖ πού στάζει

 

τό παρθένο αἷμα. Ποιοί πότισαν μελάνη τήν εὐθεία

τῆς Ἱστορίας κι ἄγρια τόν παλμό μου πιάνουν.

Πῶς γυρνοῦν οἱ λέξεις μέσα μου, βουστροφηδόν.

 

Φτάνει ἡ γραφή ἀπό τό καρδιαγγειακό ἕως

τό διπλανό δωμάτιο, ὅπου ἡ ἅρπα, ἀδιόρατα

συνέχισε, στόν ἄδειο χῶρο (πού λάμπει, ὡραῖος)

 

νά στέκεται. Νά σταματᾶ. Νά φέγγει ἀόρατα,

σάν νά προβάρει ροῦχα ἐποχῆς: 19 ἐτῶν.

 

 

Τό Χρυσό Σμῆνος [3 ποιήματα]

 

Ο ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΣ

Δέν θά δεῖ τήν ἀγαπημένη του

γιά δύο περίπου μῆνες·

κυψέλη-κυψέλη τά παράθυρα

φῶτα νυχτερινῶν πολυκατοικιῶν

συλλαβίζουν μακρινές

μονάχες λέξεις:

 

κερήθρα, γύρη, κερί,

βασιλικός πολτός,

κηφήνας·

 

κεντρί.

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Ἡ μελισσοκομία

καλύπτει τό 1,8%

τῆς παραγωγῆς μας.

 

Ἐμεῖς πάλι περνᾶμε,

ἀπό μελίσσι σέ μελίσσι

δίχως βόμβο

μέ χίλια χτυπήματα φτερῶν

κάθε λεπτό.

 

Περνᾶμε,

ἀπό μελίσσι σέ μελίσσι,

ἄνθος σέ ἄνθος.

 

Ο ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΟΣ

Μακριά, στό δάσος,

ἕνα σμῆνος βυζαίνει τά δέντρα. Ἀθόρυβα.

 

Ἐκεῖνος ντύνεται τή στολή,

τή μάσκα τοῦ Ἄργου μέ

τά χίλια μάτια, φοράει τά γάντια·

μετράει τίς πιθανότητες: ἐλάτη,

πεύκη, καστάνη· ρείκι, ἴσως.

Πεύκη μᾶλλον, εἰδικά αὐτή.

 

Ἔχεις μονάχα ἕνα κεντρί, τοῦ

εἶπε ἡ ἀγαπημένη του· καί μόνο

μιά εὐκαιρία νά τό χρησιμοποιήσεις –

ἔπειτα, θά δεῖς τά ἐντόσθιά σου στόν ἀέρα.

 

Ἐπιθεωρεῖ τήν ἀποικία: χωρίς

τίς μέλισσες, σκέφτεται, πόσο θά ζήσουμε;

Ἀκουμπᾶ τό ραβδί του,

στό ὕψος τῆς κοιλιᾶς.

 

Μακριά, στό δάσος τῆς πεύκης,

ἕνα σμῆνος ξυπνᾶ ἀπό τόν ἦχο

μιᾶς τουφεκιᾶς· ἐπιστρέφει,

βουίζει πένθιμα γύρω ἀπό τήν πληγή.

 

 

Τα ποιήματα δημοσιεύθηκαν σε αυτό το τεύχος.