Philip Larkin
Τό ἀντι-ὅραμα Λάρκιν: 17 ποιήματα καί δύο λόγια
ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΘΟΔΩΡΗΣ ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ο ΦΙΛΙΠ ΛΑΡΚΙΝ (1922-1985) πέρασε ἀπό τήν ἀγγλόφωνη ποίηση ἀφήνοντας ἀνεξίτηλη πολλαπλή κληρονομιά. Ὁ εὔπλαστος μουσικός στίχος του, μέ τόν χαλαρό ἀλλά ὑποβλητικό μετρονόμο, ἐπικαιροποίησε τόν Hardy, τόν Auden, καί ἄλλους ποιητές τῆς προηγούμενης γενιᾶς, καί ὀρθώθηκε ὡς τό ἀντίπαλο δέος στούς ἀκραιφνεῖς μοντερνιστές (ὁ ἴδιος περιφρονοῦσε τόν Eliot, γιά παράδειγμα). Ἡ ἀπόδοση τῶν πιό σκοτεινῶν στιγμῶν τῆς ζωῆς γίνεται στόν Λάρκιν μέσα ἀπό μιάν αἴσθηση ἀκυρωμένου λυρισμοῦ, καί συνοδεύεται ἀπό ὑποδόριο φλέγμα, (αὐτο)σαρκαστικό χιοῦμορ καί ἀντιδιανοουμενίστικη στάση. Μέ αὐτόν τόν τρόπο συγκροτεῖ μιά πρωτότυπη ποιητική, ἡ ὁποία διατηρεῖ, ἀντί γιά στοχαστικό ἄξονα, μιά ἐμμονή στήν περιγραφή τοῦ καθημερινοῦ.
Ἡ ροπή του αὐτή γιά τό infra-ordinary (ἐνδο-συνήθιστο, κατά τό ἀσυνήθιστο) –γιά νά χρησιμοποιήσουμε ἕναν ἀγγλικό νεολογισμό– δέν ἀποδίδει, ὡστόσο, τήν «πεζή» ζωή στή Βόρεια Ἀγγλία μέ ὅρους «ποίησης τῆς καθημερινότητας» ἁπλῶς. Ὁ Λάρκιν πηγαίνει πολύ παραπέρα: στό πεδίο στό ὁποῖο ὁ ἴδιος καθίσταται ἕνας ἀπό τούς πιό διεισδυτικούς, δηκτικούς καί τελικά δημοφιλεῖς συγγραφεῖς τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ὁ ἴδιος ἔζησε τριάντα συναπτά ἔτη στή μᾶλλον ἀνιαρή πόλη Hull, δουλεύοντας ὡς βιβλιοθηκάριος, καί ταξιδεύοντας ἐλάχιστα – μάλιστα ποτέ ἐκτός Βρετανίας.
Ἡ «περιφερειακότητα» τῆς ποίησής του, σέ ἀντίθεση, γιά παράδειγμα, μέ τόν κοσμοπολιτισμό τῆς ἀμέσως προηγούμενης γενιᾶς (Dylan Thomas, Τ.Σ. Ἔλιοτ, Οὐ.Χ. Ὦντεν), εἶναι κλειδί κατανόησης τῆς ἰδιοφυΐας του. Ὁ ἴδιος ἐξάσκησε –νομίζω– αὐτή τήν περιφερειακότητα ὡς μία ἐκ τῶν καλῶν τεχνῶν. Γιά παράδειγμα, σέ ἐρώτηση Γάλλου δημοσιογράφου γιά τόν Borges, μέ ἀφορμή ἐρώτηση περί ποίησης καί βιβλιοθηκῶν, ὁ Λάρκιν ἀντιρώτησε: ‛‛Who is Jorge Luis Borges?’’
Ἀλλά ἡ προσοχή στήν περιφερειακότητα αὐτή ἀδικεῖ τόν δημιουργό ἄν δέν ἰδωθεῖ ὡς ὄχημα ἀντίστασης στούς -ισμούς καί διάλυσης κάθε παραφιλολογίας. (Στήν ἴδια συνέντευξη, στήν ἐρώτηση: «Πῶς σᾶς ἦρθε νά ταυτίσετε ἕναν φρύνο μέ τήν ἔννοια δουλειά καί ἐργασία;», ἡ ἀπάντηση καί πάλι ἦταν καθηλωτική: «Ἁπλή μεγαλοφυΐα».) Μέ αὐτή τήν ἔννοια, ὁ πολυαγαπημένος τῶν συμπατριωτῶν του Λάρκιν (ὁ πιό δημοφιλής συγγραφέας τῆς μεταπολεμικῆς Βρετανίας, σύμφωνα μέ μιά περίφημη καί πολυσχολιασμένη ἔρευνα τῶν Times τοῦ 2008) ἦταν τό ἀντιπαράδειγμα ἄλλων πετυχημένων φωνῶν τῆς δικῆς του γενιᾶς (ὁ Hughes, γνωστός καί στήν Ἑλλάδα, εἶναι τό πιό προφανές παράδειγμα). Ἡ ἀντιηρωική ποιητική του διεμβολίζει τήν καθημερινότητα, ὄχι γιά νά διασκεδάσει ἤ γιά νά διαλύσει τήν ἀνία, ἀλλά γιά νά τήν ἐπικυρώσει. Φημισμένη ἄλλωστε εἶναι ἡ δήλωσή του: «Ἡ στέρηση εἶναι γιά ἐμένα ὅ,τι ἦταν οἱ ἀσφόδελοι γιά τόν Wordsworth»).
Ἡ ἤρεμη ρίμα του (τήν ὁποία στίς παροῦσες μεταφράσεις ἔχουμε σεβαστεῖ καί τήν ἔχουμε ἀποδώσει στά ἑλληνικά, ὡς ὀφείλουμε) καταλήγει σέ ἀποστροφές μεστές ἀπό πίκρα, πού ἀποφεύγουν τή θυμοσοφική συμβουλευτική (γιά παράδειγμα: «Τό τίποτα, ὅπως τό κάτι, συμβαίνει ὁπουδήποτε»). Ὁ ἀντι-οὐμανισμός του, ὅμως, δέν εἶναι «ἰδιωτικό» ὅραμα ἤ στράτευση στήν ἀπαισιοδοξία. Παρότι στίς συνεντεύξεις του, στήν πλούσια ἀρθρογραφία του γιά τήν τζάζ, καί στά post-mortem δημοσιοποιηθέντα ἡμερολόγιά του παρουσιάζεται ὡς ἀποτραβηγμένος δεξιός θιασώτης ἑνός βρετανικοῦ ἀπομονωτισμοῦ (βλ., γιά παράδειγμα, τό ποίημα πού μεταφράζουμε ἐδῶ, «Ἀφιερωμένο σέ μιά Κυβέρνηση»), ὁ Λάρκιν εἶναι βαθιά ἀντι-ἰδεολογικός καί ἀντι-λυρικός ταυτόχρονα. Ὅπλο του εἶναι μιά φωνή ἀθεράπευτα ἀγγλική (στόν καιρό του εἶχε χαρακτηριστεῖ, μᾶλλον ὑποτιμητικά, «ποιητής τοῦ κοινωνικοῦ κράτους») – μιά φωνή χαμηλή, ἀλλά βέβαιη γιά τόν ἑαυτό της: ὄχι γιά τίς ἰδέες πού μεταφέρει ἤ γιά τό βαρύ περιεχόμενο τοῦ Λόγου.
Τά ποιήματα πού παρουσιάζουμε ἐδῶ, ἐλάχιστο δεῖγμα μιᾶς μεταφραστικῆς προσπάθειας νά μεταφερθεῖ τουλάχιστον ἡ μισή παραγωγή τοῦ σκοτεινά λαμπροῦ ποιητῆ στά ἑλληνικά ἀπό τόν ὑπογράφοντα τή μετάφραση, ἀρδεύθηκαν ἀπό τόν τόμο Collected Poems τοῦ Faber&Faber (1988). Ὁ τόμος περιλαμβάνει καί τά τέσσερα βιβλία τοῦ ποιητῆ, ἀλλά καί τά μή-ἀνθολογημένα του ποιήματα. Ἐδῶ, παρουσιάζονται ἕνα ἤ δύο ποιήματα ἀπό καθένα ἀπό τά τέσσερα βιβλία τοῦ Λάρκιν (The North Ship, The Less Deceived, The Whitsun Weddings, High Windows), καί δύο ἀπό τά –συχνά μείζονα– ποιήματα πού ὁ μέγας ὀλιγογράφος δημοσίευσε σέ περιοδικά ἀλλά δέν τά συμπεριέλαβε σέ βιβλίο του. Μέ ἄλλη εὐκαιρία, θά ἐπανέλθουμε μέ περαιτέρω σχολιασμό τοῦ ποιητικοῦ ἀντι-ὁράματος τοῦ Λάρκιν – εὐελπιστοῦμε σέ βιβλίο, ὅπου θά «στεγαστεῖ» ἡ πολύχρονη αὐτή ἐργασία. Πρέπει, ἐξάλλου, νά ἐκδοθεῖ ἐπιτέλους, στή γλώσσα μας, ἕνας ἀπό τούς πολύ σπουδαίους συγγραφεῖς τοῦ 20οῦ αἰώνα, πού περιφέρεται ἀκόμη στά ἑλληνικά, χωρίς βιβλίο.
Θέλω, κλείνοντας, νά ἐπισημάνω παρανοήσεις καί ἐλλείψεις πού ἀφοροῦν μιά παλαιότερή μου παρουσίαση τοῦ Λάρκιν (Τό Δέντρο, τχ. 191-192, Φεβρουάριος 2013) καί τά ὅσα διατείνομαι στήν ἐκεῖ ἐκτενή εἰσαγωγή μου γιά τήν πορεία πού διέγραψε ὁ ποιητής στά ἑλληνικά πράγματα. Ὁ Γιάννης Πατίλης, σωστά, μοῦ ὑπογράμμισε, πώς ἡ πολιτογράφηση τοῦ Λάρκιν στά ἑλληνικά ἔγινε μέν ἀπό τόν Νίκο Φωκά, ὄχι ὅμως τό 1997, ἀλλά τό 1988, στό τεῦχος 6 τοῦ περιοδικοῦ Πλανόδιον. Ἐπίσης, ἡ μετάφραση τοῦ Ἀντώνη Ζέρβα, στήν ὁποία ἀναφέρομαι στό σημείωμά μου, ἔγινε τό 2010 καί ὄχι τό 2008. Προσθέτω ἐπίσης πώς Λάρκιν μετέφρασε καί ὁ Χάρης Βλαβιανός, τό 1986, στό περιοδικό Χάρτης, τχ. 19 – ἦταν ἴσως ἡ πρώτη παρουσίαση τοῦ Ἄγγλου ποιητῆ στά ἑλληνικά πράγματα.
Καί μιά τελευταία σκέψη: Δέν εἶμαι καί δέν θέλω νά γίνω λαρκινιστής. Ἡ συμβολή μου (Δέντρο, τχ. 191-192, Πόρφυρας, τχ. 149, e-poema, τέλη 2012, Τά Ποιητικά, τχ. 17, κι ἐδῶ στήν Ποιητική), εἶναι προετοιμασία γιά τό βιβλίο πού ἑτοιμάζω καιρό τώρα, στήν προσπάθεια νά ἔρθει ὁ Λάρκιν πιό κοντά μας. Ὡς μεταφραστικός κάματος, θά ἤθελα νά πιστεύω πώς ἐπιτελεῖ κάτι ἀπό τήν ἴδια τή λαρκινική ἐποπτεία τοῦ θανάτου: γίνεται χωρίς ὁραματική, χωρίς μεταφυσική, καί μόνο πρός μία ἤρεμη τελική κατεύθυνση: «Αὐτό πού θά ἐπιβιώσει ἀπό ἐμᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη».
THE NORTH SHIP / ΤΟ ΒΟΡΙΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
ΧΙΙΙ
Τό στόμα μου βάζω κοντά
δίπλα στό νερό πού κυλάει:
εἴτε πρός Νότον εἴτε πρός Βορρᾶν πετᾶ,
δέν θά ἔχει νόημα,
δέν εἶναι ἀγάπη πού θά βρεῖς.
Εἶπα στόν ἄνεμο, καί πάει,
πῆρε τίς λέξεις μου μακριά:
δέν εἶναι ἀγάπη πού θά βρεῖς,
μόνο τά φωνακλάδικα πουλιά,
μόνο, χωρίς σπίτι, ἕνα φεγγάρι.
Δέν εἶναι ἀγάπη πού θά βρεῖς:
δέν ἔχεις ἄκρα, δέν κρατᾶς
πού νά κλαῖνε γιά ἠρεμία, δέν ἔχεις νοῦ
πού νά τρέμει μέ φάρμακο, ἀλλοῦ,
δέν ἔχεις θάνατο νά πᾶς.
THE LESS DECEIVED / ΟΙ ΠΙΟ ΛΙΓΟ ΠΛΑΝΗΜΕΝΟΙ
ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ
Ὑπάρχει ἕνα βραδινό πού ἔρχεται
πέρα, ἀπό τά λιβάδια, πού δέν τό ἔχει δεῖ κανείς ποτέ,
πού δέν ἀνάβει λάμπες.
Μεταξένιο ἀπό ἀπόσταση μοιάζει, ἀλλά
ὅταν σέρνεται πάνω στά γόνατα, στό στῆθος
δέν φέρνει ἠρεμία.
Ποῦ πῆγε τό δέντρο, πού κλείδωνε τή γῆ
στόν οὐρανό; Τί βρίσκεται κάτω ἀπ’ τά χέρια μου,
πού δέν τό νιώθω;
Ποιό βάρος τραβᾶ κάτω τά χέρια μου;
ΜΥΞΟΜΑΤΩΣΗ*
Πιασμένοι στό κέντρο ἑνός ἄηχου λιβαδιοῦ
ἐνῶ ζεστές ἀνεξήγητες ὧρες περνοῦν
Τί παγίδα εἶναι αὐτή; Πῶς χάθηκαν τά δόντια;
φαίνεσαι νά ρωτᾶς.
Ἀπαντῶ σύντομα,
ἔπειτα, καθαρίζω το ραβδί μου. Χαίρομαι πού δέν μπορῶ
σέ τί σαγόνια θά θρηνοῦσες νά ἐξηγήσω:
Ἴσως νά σκέφτηκες πώς ὅλα θά διορθώνονταν ξανά
ἄν μποροῦσες, περιμένοντας, ἀκίνητη νά μένεις, ἁπλά.
ΤΑ ΘΕΛΩ
Πέρα ἀπό ὅλα αὐτά, ἡ ἐπιθυμία νά εἴμαστε μόνοι:
ὅσο κι ἄν σκοτεινιάζει ὁ οὐρανός ἀπό κάρτες προσκλήσεων
ὅσο κι ἄν ἀκολουθοῦμε τοῦ σέξ τίς τυπωμένες ὁδηγίες
ὅσο κι ἄν ἡ οἰκογένεια, κάτω ἀπό τῆς σημαίας τόν ἱστό, βγαίνει φωτογραφία – πέρα ἀπό ὅλα αὐτά, ἡ ἐπιθυμία νά εἴμαστε μόνοι.
Κάτω ἀπό ὅλα, ρέει ἡ ἐπιθυμία γιά λησμονιά:
παρ’ ὅλες τίς περίτεχνες ἐντάσεις στό ἡμερολόγιο,
τήν ἀσφάλεια ζωῆς, τῆς γονιμότητας τίς ἀνακοινωθεῖσες τελετές,
τήν ἀκριβή ἀποστροφή τῶν ματιῶν ἀπό τό θάνατο –
κάτω ἀπό ὅλα, ρέει ἡ ἐπιθυμία γιά λησμονιά.
ΘΥΜΑΜΑΙ, ΘΥΜΑΜΑΙ
Ἀνεβαίνοντας τήν Ἀγγλία βόρεια ἀπό ἄλλη διαδρομή
ἔτσι, γιά ἀλλαγή, σταματήσαμε, στή νέα χρονιά νωρίς,
καί, βλέποντας ἄνδρες μέ πινακίδες, νά τρέχουν στίς
πλατφόρμες πρός τίς γνώριμες ἐξόδους, «Τό Κόβεντρυ,
γιά δές», εἶπα. «Ἐδῶ ἄρχισε ἡ ζωή μου».
Ἔγειρα ἔξω, γυρεύοντας κάποιο σημάδι
πώς αὐτή ὑπῆρξε ἡ πόλη πού ἦταν κάποτε «δική μου»,
τόσον καιρό· μά πρόσεξα πώς δέν θυμόμουν κάν
ποιά μεριά του ἦταν ποιά. Ἄν κάθε χρόνο φεύγαμε
γιά ἐκδρομές τῆς οἰκογένειας, ποῦ στέκονταν μαζί μου
ἐκεῖνοι οἱ γερανοί; Ἀκούστηκε μία σφυρίχτρα: κινήσαμε,
μέ τά πράγματα. Κοιτώντας τίς μπότες μου ἀνακάθισα.
«Ὥστε ἐδῶ», γέλασε ὁ φίλος μου, «εἶναι οἱ ‛‛ρίζες σου’’;»
Ὄχι. Μονάχα ὅπου δέν πέρασα τήν παιδική μου
ἡλικία, ἤθελα νά τοῦ πῶ. Ἐδῶ ἦταν πού ξεκίνησα:
Καί πλέον ἔχω στό μυαλό τό μέρος. Χαρτογραφημένο.
Πρῶτα, ὁ κῆπος μας: ὅπου δέν ἀνακάλυψα
θεολογίες ἀπό ἄνθη καί καρπούς, τυφλωμένος,
κι ὅπου ἕνα παλιό καπέλο δέν μοῦ μίλησε.
Κι ἐδῶ, κοίτα, εἶναι ἡ ὑπέροχη οἰκογένεια
ὅπου δέν κατέφευγα ὅταν ἤμουνα θλιμμένος
–τά ἀγόρια ὅλα κοιλιακοί, τά κορίτσια ὅλα ντεκολτέ–,
ἡ κωμική μας Φόρντ, ἡ φάρμα ὅπου θά μποροῦ–
σά νά ‘μαι «ἐπιτέλους ὁ ἑαυτός μου». Ἄν χρειαστεῖ, θά σοῦ
δείξω τή φτέρη ὅπου δέν κάθισα τρέμοντας ποτέ,
νά δεχτῶ τή ζωή ὅπως ἦταν, ἀποφασισμένος· ἐκεῖ πού
ἔγειρε πίσω Ἐκείνη, κι ὅλα «μιά καίουσα ὁμίχλη ἐγίναν».
Καί, οὔτε σέ τοῦτα τά γραφεῖα, ἡ στιχοπλοκία μου
στήθηκε σέ στυγνό δεκάστιχο, οὔτε διαβάστηκε
ἀπό ἕναν ἐκλεκτό ξάδερφο τοῦ δημάρχου,
κι οὔτε ἐκεῖνος τηλεφώνησε στόν πατέρα, γιά νά πεῖ Ἐδῶ,
μπροστά μας, ἔχουμε τή χαρά νά βρισκόμαστε μπρός σέ… –
«Φαίνεσαι σάν νά μή θές νά ξαναδεῖς τό μέρος ποτέ»,
εἶπε ὁ φίλος μου, «ἄν κρίνω ἀπό τή φάτσα σου». «Ἔ, μωρέ,
τό πρόβλημα δέν εἶναι μέ τό μέρος», τοῦ εἶπα.
«Τό τίποτα, ὅπως τό κάτι, συμβαίνει ὁπουδήποτε».
THE WHITSUN WEDDINGS / ΟΙ ΓΑΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
ΟΥΔΕΝ ΠΡΟΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Γιά λαούς νεφελώδεις σάν τά φύκια,
γιά τούς νομάδες ἀνάμεσα στίς πέτρες,
γιά μικρές τό δέμας φυλές μέ παράδοξα πρόσωπα
καί οἰκογένειες σέ σπίτια ἀπό χαλίκι
σέ πόλεις μέ ἀνεμόμυλους σέ σκοτεινά πρωινά
ζωή εἶναι τό νά πεθαίνεις ἀργά.
Ἔτσι εἶναι, μέ τρόπο διαφορετικό,
τό κτίσιμο, ἡ εὐλόγηση,
τό νά ὑπολογίζουμε ἀγάπη καί λεφτά
τρόποι ἀργοῦ θανάτου.
Ἡ μέρα πού πέρασε κυνηγώντας γουρούνια
ἤ ἑτοιμάζοντας μιά συνάθροιση στόν κῆπο.
Οἱ ὧρες πού περνᾶμε δίνοντας στοιχεῖα κι ἀποδείξεις
ἤ γεννώντας, προχωροῦν πρός τό θάνατο
μέ τήν ἴδια ταχύτητα. Καί τό νά τό λέμε
αὐτό, σέ κάποιους δέν σημαίνει τίποτα· κι ἄλλους δέν
τούς ἀφήνει τίποτα πρός συζήτηση.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΛΥΠΗΜΕΝΟ
Τό σπίτι εἶναι τόσο λυπημένο.
Στή μορφή τοῦ τελευταίου ἀφημένο
μένει. Πίσω γιά νά τόν κερδίσει.
Ὅμως, ἄδειο λιώνει, μονάχο. Καρδιά
δέν τοῦ μένει, στήν ἄκρη ν’ ἀφήσει
τήν ἀπώλεια, πίσω νά γυρίσει,
στή στιγμή πού θά ἔπρεπε (χαρά…)
τά πράγματα νά εἶναι. Σέ πείθει, μία
ματιά: εἰκόνες, τραπεζάκι, ἀσημικά –
ἡ μουσική στό πιάνο. Ἡ ὑδρία.
ΜΙΑ ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ
Ὅταν ἀκόμη πήγαινα σχολεῖο
(ἀφοῦ ἔβλεπα πώς γινόμουνα πιό
μάγκας), μέ τά μοῦτρα στό βιβλίο
ἤμουν συνέχεια. Ἀφοῦ νικοῦσα
ἀλῆτες μέ μπόι διπλάσιο,
ἄξιζε πού τά μάτια μου χαλοῦσα.
Φορώντας χοντρά γυαλιά, χρόνια
ἀργότερα, ἔγινε παιχνίδι τό κακό, πιά:
μέ τήν μπέρτα μου, μέ λευκό δόντι
περνοῦσα, μές στό σκότος, φοβερά.
(Διέλυσα τόσες γυναῖκες μέ τό σέξ!
Σάν μαρέγκες τίς ἔσπαγα· στά λαγόνια.)
Πιά δέν πολυδιαβάζω: νά δῶ τί;
Ὁ τύπος ἀπογοητεύει τήν κοπέλα, κι ἐξάλλου, θά ἔρθει ὁ ἥρωας· τό μαγαζί
τοῦ κίτρινου… Ὅλα παραεῖναι οἰκεῖα.
Μά ἄς γίνουμε ἐπιτέλους σοβαροί:
εἶναι χέσε μέσα τά βιβλία.
ΜΕΡΕΣ
Γιατί ἔχουμε τίς μέρες;
Οἱ μέρες εἶναι ἐκεῖ ὅπου ζοῦμε.
Ἔρχονται καί μᾶς ξυπνοῦν
πάλι καί πάλι.
Ὑπάρχουν γιά νά εἴμαστε μέσα σ’ αὐτές χαρούμενοι:
ποῦ ἀλλοῦ νά ζήσουμε, ἄν ὄχι μές στίς μέρες;
Λοιπόν, ἡ ἀπάντηση σέ τούτη τήν ἐρώτηση
φέρνει τόν γιατρό καί τόν παπά
μέ τά μακριά παλτά τους,
τρέχοντας μέσα στά χωράφια.
ΤΟ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ
Τό νά μιλᾶμε στό κρεβάτι εἶν’ ὑποτίθεται εὔκολο·
ἀπό παλιά, τό νά ξαπλώνουμε ἐκεῖ
εἶναι δυό ἀνθρώπων τῆς εἰλικρίνειας τό σύμβολο.
Ἀλλά ὅλο καί πιό πολύς καιρός περνάει σιωπηρά.
Ἔξω, τοῦ ἀέρα ἡ φασαρία ἀπόλυτη,
φτιάχνει καί διώχνει στόν οὐρανό τά σύννεφα,
καί πόλεις σκοτεινές φαίνονται στόν ὁρίζοντα.
Δέν νοιάζονται, ὅλα τοῦτα, γιά ἐμᾶς. Δέν ἐξηγοῦν γιατί,
σέ τούτην τήν ἀπόσταση ἀπό τή μοναξιά,
δυσκολεύει ὅλο καί πιό πολύ, νά βρεῖς νά λές
λέξεις ταυτόχρονα γλυκές κι ἀληθινές,
ἤ ὄχι ἀναληθεῖς, κι ὄχι πικρές.
ΑΓΡΙΑ ΒΡΟΜΗ
Περίπου εἴκοσι χρόνια πρίν
δύο κορίτσια ἦρθαν ἐκεῖ πού δούλευα –
ἕνα ἀγγλικό ρόδο, ὅλο μποῦστο
καί ἡ φίλη της, μέ τά γυαλιά, στήν ὁποία μποροῦσα νά μιλήσω.
Τά πρόσωπα ἐκείνη τήν ἐποχή ἔλαμπαν
ἕναν κόσμο ὁλόκληρο, κι ἀμφιβάλλω
ἄν εἶχα δεῖ ποτέ κάποιο σάν τό δικό της.
Ἀλλά ἦταν τή φίλη της πού ἔβγαλα ἔξω,
καί γιά ἑπτά χρόνια ἔπειτα
ἔγραψα πάνω ἀπό τετρακόσια γράμματα,
χάρισα ἕνα δαχτυλίδι δέκα οὐγγιῶν
–τό ὁποῖο πῆρα τελικά πίσω–, καί συνάντησα σέ
διάφορες πρωτεύουσες νομῶν κι ἐνορίες,
ἄγνωστες στόν κλῆρο. Νομίζω
πώς εἶδα τήν ὄμορφη δύο φορές. Προσπαθοῦσε
καί τίς δύο (ἔτσι μοῦ φάνηκε) νά μή γελάσει.
Ὁ χωρισμός, μετά περίπου πέντε
προσπάθειες, ἔγινε ἀφοῦ συμφώνησα
πώς δέν μποροῦσα νά ἀγαπήσω,
καθότι ὑπερβολικά ἐγωιστής κι
ἀποτραβηγμένος, καί ἀφοῦ βαριόμουν εὔκολα.
Ὡραῖα, καλό πού τό ἔμαθα.
Στό πορτοφόλι μου ἀκόμη ἔχω δύο φωτογραφίες
τοῦ πληθωρικοῦ ρόδου. Φορᾶ γούνινα γάντια.
Τελικά, μᾶλλον ἄτυχες γοητεῖες.
HIGH WINDOWS / ΨΗΛΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ
ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ
Τά δέντρα γεμίζουν φύλλα, σμίγουν
σχεδόν σάν ἄνοιξη ἤδη μιλημένη·
τά νέα μπουμπούκια ἠρεμοῦν καί ἀνοίγουν,
ἡ πρασινάδα τους μοιάζει θλιμμένη.
Εἶναι πού αὐτά ξαναγεννιοῦνται, τά ἴδια,
ἐνῶ ἐμεῖς γερνοῦμε; Ὄχι, κι αὐτά πεθαίνουν.
Τό ἐτήσιο κόλπο τους νέα νά δείχνουν
γραμμένο εἶναι σέ σταριοῦ δαχτυλίδια.
Ἀλλά ἤδη τά ἀκάματα κάστρα ἁλωνίζουν
κάθε Μάη, πλέρια, πυκνά, ὡραῖα.
Ἡ περσινή χρονιά ἔχει πεθάνει, λένε –
ἄς ξεκινήσουμε ἄλλη: νέα, νέα, νέα.
ΨΗΛΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ
Ὅταν βλέπω δυό παιδιά
καί σκέφτομαι πώς ἐκεῖνος τή γαμάει, κι ἐκείνη
παίρνει τό χάπι ἤ φορᾶ διάφραγμα,
τό βλέπω: εἶναι αὐτός ὁ παράδεισος
πού ὅλοι οἱ γέροι ὀνειρευτήκαν ὅλη τή ζωή τους –
δεσμοί καί ὑποχρεώσεις παρατημένοι στή γωνιά
σάν μιά παλιά θεριζοαλωνιστική,
κι ὅλοι οἱ νέοι νά γλιστροῦν στή μακριά τσουλήθρα
πρός τήν εὐτυχία, ἀτελείωτα. Ἀναρωτιέμαι ἄν,
σαράντα χρόνια πρίν, κανείς κοίταξε ἐμένα
καί σκέφτηκε, Αὐτή εἶναι ζωή·
οὔτε Θεός, ἤ νά ἱδροκοπᾶς μές στό σκοτάδι
γιά κόλαση καί τά παρόμοια, ἤ νά πρέπει νά κρύβεις
αὐτό πού σκέφτεσαι γιά τόν παπά. Αὐτοί καί οἱ ὅμοιοί του
θά γλιστροῦν τή μακριά τσουλήθρα
σάν ἐλεύθερα, βρομερά πουλάκια. Κι εὐθύς,
ἀντί γιά λέξεις, στή σκέψη μου ἔρχονται ψηλά παράθυρα:
τό γυαλί πού μαζεύει τόν ἥλιο,
καί πέρα ἀπ’ αὐτό, ὁ βαθύς γαλάζιος ἀέρας, πού δείχνει
τό τίποτα, πού δέν εἶναι πουθενά, πού δέν ἔχει τέλος.
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΕ ΜΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Τοῦ χρόνου θά φέρουμε τούς φαντάρους μας στήν πατρίδα
λόγῳ ἔλλειψης χρημάτων· κι αὐτό εἶναι ἐντάξει.
Τά μέρη πού φυλοῦσαν καί κρατοῦσαν ἐν τάξει
πρέπει νά φυλάγονται ἀπό μόνα καί νά μείνουν μόνα τους ἐν τάξει.
Θέλουμε τά λεφτά γιά τήν πάρτη μας στήν πατρίδα,
ἀντί νά δουλεύουμε – κι αὐτό εἶναι ἐν τάξει.
Δύσκολο νά πεῖς ποιός θέλησε νά συμβεῖ αὐτό τό πράγμα,
ἀλλά τώρα ἀποφασίστηκε, καί κανένας δέν ἔχει ἔγνοια.
Αὐτά τά μέρη εἶναι πολύ μακριά: ὄχι ἐδῶ,
τό ὁποῖο ἤδη εἶναι ἐντάξει. Ἀπό ὅ,τι ἀκούγεται ἐδῶ,
οἱ φαντάροι ἐκεῖ ἔκαναν μόνο ἕνα πράγμα:
Φασαρία. Τοῦ χρόνου θά εἴμαστε ἥσυχοι, χωρίς ἔγνοια.
Τοῦ χρόνου θά ζοῦμε σέ μιά χώρα
πού ἔφερε πίσω τούς φαντάρους μας, λόγῳ ἔλλειψης χρημάτων.
Τά ἀγάλματα θά στέκονται στά ἴδια
δενδρόφυτα πάρκα, καί θά μοιάζουν σχεδόν ἴδια.
Τά παιδιά μας δέν θά ξέρουν πώς αὐτή εἶναι μιά ἄλλη χώρα.
Θά τούς ἀφήσουμε, ὅμως, ἕνα μέλλον πού δέν θά ὑπολείπεται χρημάτων.
ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΣΤΙΧΟΣ
Σοῦ γαμᾶνε τή ζωή ὁ μπαμπάς κι ἡ μαμά
(τό κάνουν, κι ἄς μήν τό θέλουνε, κανονικά).
Σέ γεμίζουνε μέ λάθη καί μετά
προσθέτουνε κι ἄλλα, γιά σένα εἰδικά.
Ἀλλά τούς γάμησαν κι αὐτούς στήν ἐποχή τους
ἀνόητοι μέ παλιομοδίτικα καπέλα καί παλτά –
πού τόν μισό καιρό μέ ἐνοχή στρίβαν αὐτιά,
καί τόν ὑπόλοιπο σφάζονταν ἀναμεταξύ τους.
Ὁ ἄνθρωπος στόν ἄνθρωπο ἀφήνει δυστυχία.
Βαθαίνει ἀργά, σάν ὑφαλοκρηπίδα. Νωρίς,
πολύ νωρίς, βγές ἔξω ἀπό τή διαδικασία:
παιδιά δικά σου νά μήν κάνεις – κι ἄς μπορεῖς.
ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1940-1972
ΚΑΡΠΟΙ ΑΡΤΟΔΕΝΤΡΟΥ
Τ’ ἀγόρια (ὅπου καί νά βρίσκονται) ὀνειρεύονται ἐξωτικά κορίτσια
νά κουβαλοῦν καρπούς ἀρτόδεντρου,
ὡς πληρωμή γιά νά τούς μάθουν
δεκάξι στάσεις σέξ πάνω στήν ἄμμο·
αὐτό κάνει (τά ἀγόρια) νά μαθαίνουν τέννις,
νά χορεύουν στό κλάμπ Μέκκα, νά φορᾶνε ἀποσμητικό,
καί τά Σάββατα, μέ νοικιασμένα ΙΧ, νά συνοδεύουν
πρώην μαθήτριες στήν πάμπ.
Τέτοια λανθασμένα σχέδια ὁδηγοῦν στήν ἐκκλησία
ἤ στό δημαρχεῖο:
ἕπονται: μιά ὑποθηκευμένη μονοκατοικία, μέ ἀσημί κατώφλι·
πάνες· ἡ μαμά χήρα· σχέδια καί ὑπολογισμοί
γιά χρήματα· ἀσθένεια· γῆρας. Ἑπομένως, ἡ ἀπόλυτη
ὡριμότητα ἐπέρχεται ὅταν γέροι ἄνδρες κάθονται
κι ὀνειρεύονται γυμνά ἐξωτικά κορίτσια πού
(ὅπου κι ἄν βρίσκονται)
κουβαλοῦν καρπούς ἀρτόδεντρου.
ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1974-1984
ΤΟ ΧΛΟΟΚΟΠΤΙΚΟ
Δύο φορές μάγκωσε τό χλοοκοπτικό· βρῆκα, γονατίζοντας,
ἕναν σκαντζόχοιρο: κομμάτια ἀνάμεσα στίς λάμες,
σκοτωμένο. Ἦταν κρυμμένος στό ψηλό χορτάρι.
Τόν εἶχα προσέξει πρίν. Μία φορά, τόν εἶχα ταΐσει.
Τώρα, κατέκοψα τόν πράο του κόσμο, μόνιμα.
Ἡ ταφή δέν βοήθησε:
τό ἑπόμενο πρωί ξύπνησα· ἐκεῖνος ὄχι.
Τήν πρώτη μέρα μετά ἀπό θάνατο, ἡ νέα ἀπουσία,
εἶναι πάντα ἴδια. Πρέπει νά προσέχουμε
ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Πρέπει νά εἴμαστε καλοί·
ὅσο ὑπάρχει ἀκόμη καιρός.
* Ἡ μυξομάτωση εἶναι θανατηφόρα ἀσθένεια τῶν κουνελιῶν. Τό βάκιλλο τῆς μυξομάτωσης τόν χρησιμοποίησε ἡ βρετανική κυβέρνηση γιά τήν ἐξολόθρευση μέρους τοῦ γηγενοῦς πληθυσμοῦ τῶν κουνελιῶν. (Σ.τ.μ.)