Ἄννα Ἀχμάτοβα
Τσβετάγιεβα[1]
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΡΩΣΙΚΑ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ
Σημείωμα τοῦ μεταφραστῆ: Μέ τό ἔργο τῆς Ἄννας Ἀχμάτοβα ἡ Μαρίνα Τσβετάγιεβα ἦρθε γιά πρώτη φορά σ’ ἐπαφή τό 1912, ὅταν διάβασε τήν ποιητική της συλλογή Ἑσπέρα καί γιά πολλά χρόνια τήν ἀντιμετώπιζε μέ ἐνθουσιασμό καί ἐκστατική λατρεία. Ἡ μοναδική συνάντηση πού εἶχαν οἱ δύο ποιήτριες ἔγινε στίς 7 καί 8 Ἰουνίου 1941 στή Μόσχα. Λίγο ἀργότερα ξέσπασε ὁ πόλεμος καί ἡ καθεμιά ἀνέβηκε τόν δικό της Γολγοθά. Σύμφωνα μέ τόν αὐτόπτη μάρτυρα Β.Ε. Ἀρντόφ, ὅταν ἦρθαν πρόσωπο μέ πρόσωπο γιά πρώτη φορά, δέν εἶπαν τίποτα, παρά μόνον ἔσφιξαν τά χέρια τους. Ὅταν ἦρθε ἡ στιγμή νά φύγει ἡ Τσβετάγιεβα, ἡ Ἀχμάτοβα τήν εὐλόγησε μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Προηγουμένως, ἡ Μαρίνα χάρισε στήν Ἄννα τήν ποιητική της συλλογή Βέρστια, ἡ ὁποία εἶχε ἐκδοθεῖ τό 1922, καθώς ἐπίσης καί ἕναν ποιητικό κύκλο ἀποτελούμενο ἀπό ἕντεκα ποιήματα ἀφιερωμένα στήν Ἀχμάτοβα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκδοθεῖ πρίν ἀπό ἕναν χρόνο. Τήν περιγραφή τῆς συνάντησης αὐτῆς ἔκανε ἡ Ἄννα Ἀχμάτοβα στίς σημειώσεις της, ἀπό τίς ὁποῖες καί μεταφράστηκε αὐτό τό κείμενο.
1
Ἡ πρώτη καί τελευταία μας διήμερη συνάντηση ἔγινε τόν Ἰούνιο τοῦ 1941 στήν ὁδό Μπολσάγια Ὀρντίνκα, ἀριθμός 17 στό διαμέρισμα τῶν Ἀρντόβ (ἡμέρα πρώτη) καί στή Μαρίνα Ρόστσα στό σπίτι τοῦ Ν.Ι. Χαρντζίεφ (ἡμέρα δεύτερη καί τελευταία). Εἶναι τρομερό καί μόνο πού τό σκέφτομαι πῶς θά περιέγραφε αὐτές τίς συναντήσεις ἡ ἴδια ἡ Μαρίνα ἄν εἶχε μείνει ἐκείνη ζωντανή, κι ἐγώ εἶχα πεθάνει στίς 31 Αὐγούστου τοῦ ’41. Θά ἦταν μιά «εὔοσμη παράδοση» καταπῶς ἔλεγαν οἱ πρόγονοί μας. Ἴσως νά ἦταν ἕνας θρῆνος γιά μιά εἰκοσιπενταετή ἀγάπη, ἡ ὁποία ἀποδείχτηκε μάταιη, ὅμως ἐν πάσῃ περιπτώσει θά ἦταν ἕνα ἐξαίρετο γεγονός. Τώρα, ὅταν πιά ἐκείνη ἐπέστρεψε στή Μόσχα της τέτοια βασίλισσα καί γιά πάντα πλέον (ὄχι ὅπως ἐκείνη, μέ τήν ὁποία τῆς ἄρεσε νά συγκρίνεται, δηλαδή μέ τόν ἀράπη καί τό πιθηκάκι φορώντας γαλλικό φόρεμα, δηλαδή décolleté gande gorge[2]), θέλω ἁπλῶς «δίχως παράδοση» νά θυμηθῶ αὐτές τίς Δύο ἡμέρες.
2
Ὅταν τόν Ἰούνιο τοῦ 1941 διάβασα στή Μ<αρίνα> Τσ<βετάγιεβα> ἕνα κομμάτι ἀπό τό ποίημα (τό πρῶτο σχεδίασμα), ἐκείνη μέ ἔκδηλη κακία εἶπε: «Θά πρέπει νά ἔχει κανείς μεγάλο θάρρος γιά νά γράφει τό ’41 γιά Ἀρλεκίνους, Κολομπίνες καί Πιερότους», ὑποθέτοντας, προφανῶς, ὅτι τό ποίημα εἶναι ἕνα μίζερο στυλιζάρισμα στό ὕφος τοῦ Μπενούα καί τοῦ Σόμοφ, δηλαδή ἐκεῖνα τά ὁποῖα, κατά τή διάρκεια τῆς αὐτοεξορίας της, πάλευε καί τά θεωροῦσε παλιομοδίτικα σκουπίδια. Ὁ χρόνος ἔδειξε ὅτι δέν εἶναι ἔτσι.
3
Ἡ Μαρίνα παντρεύτηκε. Βλέπε τό «Ποίημα τοῦ ἀγέρα». Πνιγόταν στό πλαίσιο τῆς ποίησης. Εἶναι dolphinlike[3], ὅπως λέει στόν Σαίξπηρ ἡ Κλεοπάτρα γιά τόν Ἀντώνιο. Δέν τῆς ἔφτανε ἕνα στοιχεῖο, καί πήγαινε σέ ἄλλο ἤ σέ ἄλλα. Ὁ Παστερνάκ, ἀπεναντίας: ἐπέστρεψε (τό 1941 στόν κύκλο τοῦ Περεντέλκινο) ἀπό τό ἀκαταλαβίστικο παστερνάκειο σύμπαν στό πλαίσιο τῆς συνήθους (ἐάν ἡ ποίηση μπορεῖ θά θεωρηθεῖ συνήθης;) Ποίησης. Πολύ πιό περίπλοκη καί μυστηριώδης ἦταν ἡ πορεία τοῦ Μαντελστάμ.
1959