Charles Baudelaire – Δώδεκα ἄνθη τοῦ κακοῦ

Charles Baudelaire

Δώδεκα ἄνθη τοῦ κακοῦ

 

Προλογικό σημείωμα-Μετάφραση: Παναγιώτης Μουλλας

 

I

 

Ο Μπωντλαιρ στήν Ελλάδα: νά ἕνα ζήτημα (ἤ ζητούμενο) πού ἀκόμη ἐκκρεμεῖ σύν τοῖς ἄλλοις στίς ἐκτιμήσεις μας. Πῶς ἔχει γίνει δεκτός στόν τόπο μας ὁ Γάλλος ποιητής; Μέ ποιούς ὅρους; Μέ ποιούς τρόπους; Κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες;

Καθώς δέν εἶναι ἡ στιγμή ν’ ἀπαντηθοῦν ἐδῶ τέτοια οὐσιώδη ἐρωτήματα, θά περιοριστῶ νά θυμίσω μόνο μερικά σημαδιακά γεγονότα, ξεκινώντας ἀπό τόν 19ο αἰώνα. Τρεῖς συγγραφεῖς μας, ὁ Ροΐδης, ὁ Ἰωάννης Παπαδιαμαντόπουλος (κατοπινός Ζάν Μορεάς (Jean Moréas)) καί ὁ Καβάφης, σηματοδοτοῦν τήν μπωντλερική παρουσία ἤδη ἀπό τή δεκαετία τοῦ 1870. Πρῶτος ὁ Ροΐδης, κριτικός νοῦς (ἀπόδειξη καί ἡ πρωτοποριακή σχέση του μέ τόν Πόε (Poe) ἤ μέ τόν Ντοστογιέφσκι), στό κείμενό του «Αἰτναῖαι ἀναμνήσεις» (1873) θυμᾶται ὅτι πέρασε μιά δύσκολη νύχτα σέ ἰταλικό ἀτμόπλοιο, συντροφιά μέ τόν ποιητή Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, διαβάζοντας ποιήματα ἀπό τά Ἄνθη τοῦ κακοῦ. «Ἡ νύξ ἐκείνη ἦτο καταλληλοτάτη πρός ἀνάγνωσιν τοιούτου φοβεροῦ ποιητοῦ […]. Ὁπωσδήποτε, εἴτε ἐκ φυσιολογικῆς προδιαθέσεως, εἴτε ἐκ μόνης τῆς σατανικῆς ἐπηρείας τῶν στίχων τοῦ Βωδελαίρου, ὅτε ἐκλείσαμεν τήν πρωίαν τό βιβλίον, εἴμεθα ἀμφότεροι κάτωχροι καί νευροπαθεῖς […]». Ἀλλά καί ἀργότερα ὁ Ροΐδης ἀναφέρεται στόν Γάλλο ποιητή σχολιάζοντας τό ποίημά του «Τό ψοφίμι» (Ἀσμοδαῖος, 1875), τά Πεζά ποιήματά του («Τό Ταξίδι τοῦ Ψυχάρη», 1888), ἀκόμη καί τίς γλωσσικές ἐπιλογές του (Τά εἴδωλα, 1893).

Δεύτερη περίπτωση, ὁ Ἰ. Παπαδιαμαντόπουλος, τοῦ ὁποίου ἡ μοναδική ἑλληνική συλλογή Τρυγόνες καί ἔχιδναι (Ἐν Ἀθήναις 1878) ἀποτελεῖ τεκμήριο διπολισμοῦ καί μεταβατικότητας: καθαρεύουσα ἀλλά καί δημοτική, 29 ἑλληνικά ἀλλά καί 5 γαλλικά ποιήματα. Ἄν ἐδῶ κυριαρχεῖ ὁ ξεθυμασμένος ρομαντισμός, πάντως τό ποίημα «Spleen» μέ τόν πρῶτο του στίχο (L’ennui sur mon front blême a planté son drapeau) παραπέμπει ἄμεσα καί ἀποκαλυπτικά στό μποντλερικό «Spleen»:

 

[…] et l’Angoisse, atroce, despotique,
sur mon crâne incliné plante son drapeau noir.

 

Τρίτη περίπτωση, ὁ Καβάφης μέ τό ἀνέκδοτο ποίημά του «Ἀλληλουχία κατά Βωδελαῖρον» (Αὔγουστος 1891). Θά σημειώσω ἐδῶ δύο πράγματα: α) ὅτι τό καβαφικό ποίημα, ἐνσωματώνοντας μιά ἀπό τίς πρῶτες ἑλληνικές μεταφράσεις τοῦ περίφημου μποντλερικοῦ ποιήματος «Correspondances», διαλέγεται μαζί του σάν ἕνα εἶδος ποιητικοῦ σχολίου, προέκτασης ἤ ἑρμηνείας, καί β) ὅτι ἡ συνηθισμένη «ἀνάγνωση» πού συνδέει τό μποντλερικό αὐτό ποίημα μέ τό συμβολισμό παραβλέπει ἤ ἀγνοεῖ οὐσιαστικά τίς στενές καί καθοριστικές σχέσεις του μέ ἕναν προγενέστερο μυστικισμό (illuminisme) τύπου Σβέντενμποργκ (Swedenborg), Σαίν-Μαρτέν (Saint-Martin) καί κυρίως Μπαλλάνς (Ballanche).

 

 

II

Ρομαντικός λοιπόν ὁ Μπωντλαίρ; Ἔστω. Ἀκόμη καί συμβολιστής ἤ καί κλασικιστής; Τί τό παράξενο; Ἄς σκεφθοῦμε μόνο ὅτι δύο Γάλλοι δημιουργοί τοῦ 20οῦ αἰώνα, ὁ Μαρσέλ Προύστ (Marcel Proust) καί ὁ Πώλ Βαλερύ (Paul Valéry), ἀλληλοσυγκρούονται καί συνάμα ἀλληλοσυμπληρώνονται μέ τίς ἀπόψεις τους. Γιά τόν Προύστ (1920 καί 1921), «ὁ Μπωντλαίρ εἶναι μεγάλος κλασικιστής ποιητής», πράγμα φανερό στά Ἄνθη τοῦ κακοῦ, «αὐτό τό ὑπέροχο ἀλλά καί σκυθρωπό βιβλίο, ὅπου ὁ οἶκτος σαρκάζει, ἡ κραιπάλη σταυροκοπιέται καί ἡ διδασκαλία τῆς βαθύτερης θεολογίας ἀνατίθεται στόν Σατανά». Ἀπεναντίας, γιά τόν Βαλερύ (1924), ὁ Μπωντλαίρ ἔχει κατορθώσει «νά εἶναι μεγάλος ποιητής χωρίς νά εἶναι οὔτε Λαμαρτίνος (Lamartine) οὔτε Οὑγκώ (Hugo) οὔτε Μυσσέ (Musset)».

Ἄν ὡστόσο, ἀπό τήν ἀρχή τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἡ νέα ποίηση συνδέεται ἤ καί ταυτίζεται μέ τό συμβολισμό, ὁ Μπωντλαίρ ἔχει κάθε λόγο ν’ ἀποτελεῖ σημαντική παρουσία. Ἄλλωστε, εὐνοϊκές συνθῆκες ὑποδοχῆς του δημιουργεῖ στόν τόπο μας καί ἡ ἐμπειρία τῆς πόλης, ὁλοένα καί πιό ἔντονη μετά τήν ἐμπειρία τοῦ χωριοῦ. Ἔτσι οἱ μποντλερικές μεταφράσεις ἀφθονοῦν. Τά ὀνόματα μερικῶν μεταφραστῶν μιλοῦν ἀπό μόνα τους: Ν. Ἐπισκοπόπουλος (1894), Σ. Σκίπης (1906), Τ. Παπατσώνης (1914), Γ. Σημηριώτης (1916 κ.ε.), Κλέων Παράσχος (1922), Τέλλος Ἄγρας (1923), Τ. Μπαρλᾶς (1924), Καίσαρ Ἐμμανουήλ (1925), Κ. Καρυωτάκης (1927), Μ. Κανελλής (1928). Δέν θά μπορούσαμε νόμιμα νά μιλᾶμε γιά μποντλερισμό;

 

III

Πάντως, ὁ κριτικότατος καί σοφός Παλαμᾶς μᾶς ἔχει ἐγκαίρως προειδοποιήσει (1916): «Ὁ Βωδελαίρ δέν ἤρχισε νά γίνεται θέμα μεταφραστικόν παρ’ ἡμῖν παρά πολύ μετά τό 1890, ἐν ἡμέραις δημοτικιστικῶν ὀργασμῶν καί ὀργίων. Ἀνέτειλεν εἰς τούς οὐρανούς μας ὡς δημοτικιστής, ἐμεσουράνησεν ὡς μαλλιαρός».

Ἦταν ἑπόμενο: ἡ «ἑλληνοποίησή» του, ὅπως καί τῶν ἄλλων ξενόγλωσσων συγγραφέων κατά τήν ἴδια ἐποχή, περνοῦσε μέσα ἀπό τίς συμπληγάδες τοῦ γλωσσικοῦ μας ζητήματος. Γι’ αὐτό καί, κοιτάζοντας σήμερα τίς παλαιότερες μποντλερικές μεταφράσεις καί χωρίς νά λογαριάσουμε ἀστοχίες ἤ ἀδεξιότητες (λ.χ. Τά ἄνθη τοῦ πονηροῦ, «τά εἰς πεζόν λόγον ποιήματα» κ.ἄ.), μποροῦμε νά θεωρήσουμε ὡς γενικότερα μειονεκτήματα α) μιά γλωσσική μορφή ἀπονευρωμένη, κάποτε φτιαχτή ἤ καί γεμάτη ρυτίδες, καί β) μιά στιχουργία συνήθως ασύμφωνη μέ τήν ἐπιμέλεια τοῦ πρωτοτύπου (λ.χ. μέ τίς ἄψογες ρίμες του). Φαίνεται πώς ἡ ἀφιέρωση τῆς συλλογῆς τοῦ Μπωντλαίρ στόν Τεοφίλ Γκωτιέ (Théophile Gautier), ξεχωριστό τεχνίτη τοῦ στίχου, ἔχει ἐλάχιστα προσεχθεῖ καί προβληματίσει.

Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἕνας σημερινός μεταφραστής (καί μιλῶ πρωτίστως γιά τόν ἑαυτό μου) δέν μπορεῖ παρά νά γνωρίζει καί ν’ ἀναγνωρίζει τίς ὀφειλές του. Γιατί μεταφράζω σημαίνει καί τοῦτο: ὅτι ἀντιμετωπίζω μιά ποικιλία ἀναγνωστικῶν διαμεσολαβήσεων, ἔτσι πού νά συνομιλῶ συγχρόνως μέ τό πρωτότυπο καί μέ τούς συνομιλητές του. Μέ αὐτούς τούς ὅρους, ἀπό τίς παρακάτω μεταφραστικές δοκιμές μου δέν λείπουν κάποιες ἔμμεσες ἀναφορές σέ ποιητές μας –  γνῶστες τοῦ μποντλερικοῦ κειμένου, λ.χ. στόν Σεφέρη («Ὁ Χρόνος τή ζωή μας λιγοστεύει»), στόν Ρίτσο («ἀντρειεύει καί θεριεύει») ἤ στόν Τέλλο Ἄγρα («Ἡ Ἐλπίδα κλαίει γονατιστή»). Γιατί, περισσότερο ἴσως ἀπό ὁποιοδήποτε ἄλλο διακείμενο, ἡ μετάφραση, διάλογος ἀλλά καί βιωμένη πραγματικότητα, δημιουργεῖ ἕνα πεδίο ἀναμέτρησης ὅπου ὁ μεταφραστής συνειδητοποιεῖ ταυτόχρονα τήν ἐλευθερία του καί τά ὅριά του.

 

Θεσσαλονίκη, 10 Φεβρουαρίου 2009

 

 

 

Τό αλμπατρος

Οἱ ναυτικοί, συχνά, τήν ὥρα τους γιά νά περνοῦνε,

τσακώνουν ἀλμπατρός, πουλιά τῆς θάλασσας τρανά,

συντρόφους στά ταξίδια τους ἀργούς, πού ἀκολουθοῦνε

τό πλοῖο καθώς γλιστράει πάνω σέ βάραθρα ἀλγεινά.

 

Ἀδέξιοι, στό κατάστρωμα μόλις πεσμένοι μείνουν,

αὐτοί τοῦ αἰθέρα οἱ βασιλεῖς, ταπεινωμένοι πιά,

τίς κάτασπρες, τεράστιες φτεροῦγες τους ἀφήνουν

νά σέρνονται ἀξιολύπητα στό πλάι τους σάν κουπιά.

 

Ἄ, τί δειλός καί ἄχαρος αὐτός ὁ οὐρανοδρόμος!

Πόσο ἄσχημος καί κωμικός ὁ ἄλλοτε ὡραῖος αὐτός!

Μ’ ἕνα τσιμπούκι τόν χτυπάει στό ράμφος ὁ λοστρόμος

κι ἄλλος μιμεῖται πῶς κουτσαίνει: ἰδού ὁ φτερωτός!

 

Κι ὁ Ποιητής μέ τῶν νεφῶν τό ρήγα συγγενεύει

πού τούς τοξότες ἀψηφᾶ καί ἡ θύελλα τόν φλογίζει.

Ἐξόριστος πάνω στή γῆ, μοίρα του ἔχει τή χλεύη.

Τόν ἐμποδίζουν οἱ γιγάντιές του φτεροῦγες νά βαδίζει.

 

 

Ανύψωση

Πάνω ἀπ’ τίς λίμνες, πάνω ἀπ’ τίς κοιλάδες,

ἀπό τίς θάλασσες, τά σύννεφα, τά δάση, τά βουνά,

πέρα ἀπ’ τόν ἥλιο, πέρα ἀπ’ τούς αἰθέρες

καί πέρα ἀπ’ ὅπου ἡ ἔκταση τῶν ἄστρων ἀρχινᾶ,

 

πνεῦμα μου, δείχνεις τήν ὁρμή σου μέ ἀξιοσύνη

καί, σάν καλός κολυμβητής πού χαίρεται μές στό νερό,

εὐφρόσυνα διασχίζεις τή βαθιά ἀπεραντοσύνη

μ’ ἕναν παλμό χαρᾶς ἀνείπωτο καί στιβαρό.

 

Πέτα μακριά ἀπ’ αὐτά τά μιάσματα τά παθογόνα!

Πήγαινε σ’ ἄλλον ἀέρα, ἀνώτερο καί ὑγιεινό,

νά πιεῖς, σάν πεντακάθαρο ποτό καί θεῖο,

τή λαγαρή φωτιά πού καίει ψηλά στόν οὐρανό!

 

Πάνω ἀπ’ τίς ἔγνοιες καί τίς δίχως τέλος θλίψεις

πού ‘ναι σέ μιά ὁμιχλώδη ζωή βάρη ἀρκετά,

καλότυχος ὅποιος μπορεῖ μέ δυνατές φτεροῦγες

σέ ἀτάραχες καί ὁλόφωτες ἐκτάσεις νά πετᾶ,

 

ὅποιος μπορεῖ, σάν τούς κορυδαλλούς, τούς στοχασμούς του

νά στρέφει πρός τά οὐράνια τό πρωί,

–  ὅποιος ἀπό ψηλά θωρεῖ τή ζωή καί δίχως κόπο

τή γλώσσα τῶν ἀνθῶν καί τῶν βουβῶν πραγμάτων ἐννοεῖ.

 

 

Ανταποκρίσεις

Ἡ Φύσις εἶναι ἕνας ναός ὅπου κολόνες ζωντανές

κάποτε βγάζουν ἄναρθρα λόγια μαζί μέ κρότους.

Ἐκεῖ διαβαίνει ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπό δάσος σύμβολα

πού τόν κοιτοῦν μέ φιλικό βλέμμα σάν γνώριμό τους.

 

Ὅπως, μακριά, οἱ θόρυβοι συγχέονται, κι ἡ βοή τους

ἔρχεται σάν μιά ἑνότητα βαθιά καί σκοτεινή,

ἀπέραντη σάν τή νυχτιά καί τήν αὐγή τή φωτεινή,

χρώματα, ἤχοι κι εὐωδιές σμίγουνε μεταξύ τους.

 

Ὑπάρχουν χρώματα δροσάτα σάν τίς σάρκες τῶν παιδιῶν,

γλυκά σάν φλάουτα, πράσινα σάν τά χλωρά λιβάδια,

κι ἄλλα μέ πλοῦτο, θρίαμβο καί διαφθορᾶς σημάδια

 

πού ὡστόσο ἔχουν τήν ἔκταση τῶν αἰωνίων πραγμάτων,

ὅπως ὁ μόσχος, τό λιβάνι ἤ ὅπως τό κεχριμπάρι,

καί ψάλλουν τῶν αἰσθήσεων καί τοῦ μυαλοῦ τή χάρη.

 

Ο εχθρός

Ἡ νιότη μου ἦταν μοναχά μιά θύελλα σκοτεινή

πού τή διασχίζανε συχνά, ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἡλιαχτίδες.

Τόν κῆπο μου τόν ρήμαξαν βροχές καί κεραυνοί,

τόσο πού λίγες γιά καρπούς μοῦ ἀπόμειναν ἐλπίδες.

 

Καί νά πού τό φθινόπωρο τῶν ἰδεῶν τώρα ἀπαιτεῖ

νά πιάσω φτυάρι καί τσαπί γιά τίς ρωγμές τοῦ ἐδάφους,

νά συμμαζέψω τό κακό πού μοῦ ‘κανε ἡ νεροποντή

πίσω της μόνο ἀφήνοντας λάκκους βαθιούς σάν τάφους.

 

Μά ποιός νά ξέρει ἄν τά καινούρια τ’ ἄνθη πού ποθῶ,

σ’ αὐτό τό χῶμα τό βρεμένο σάν γιαλό μποροῦνε

νά βροῦν μιά μυστική τροφή γιά ν’ ἀναγεννηθοῦνε;

 

Ὦ πόνε, πόνε! Ὁ Χρόνος τή ζωή μας λιγοστεύει

κι ὁ σκοτεινός Ἐχθρός πού σιγοτρώει τά σωθικά μας

τρέφεται μέ τό αἷμα μας, ἀντρειεύει καί θεριεύει.

 

Φθινοπωρινό τραγούδι

Θά βυθιστοῦμε γρήγορα σέ μιά ψυχρή μαυρίλα.

Ἀντίο, λιακάδα λαμπερή τῶν σύντομων καλοκαιριῶν!

Ἀκούω κιόλας νά πέφτουνε μές στίς αὐλές τά ξύλα

καί ν’ ἀντηχοῦνε πένθιμα οἱ χτύποι τῶν τσεκουριῶν.

 

Μέσα μου θά ‘χω ἕνα χειμώνα: τήν πνοή του,

μίσος, ὀργή, φρίκη, δουλειά ἀναγκαστική, σκληρή,

κι ὅπως ὁ ἥλιος στήν πολική τήν κόλασή του,

θά ‘ναι ἡ καρδιά μου πύρινη μάζα καί παγερή!

 

Μέ τρόμο ἀκούω νά πέφτουνε τά ξύλα ἕνα ἕνα.

Τό ἰκρίωμα, ὅταν στήνεται, δέν ἀντηχεῖ πιό θλιβερά.

Οἱ σκέψεις μου σωριάζονται σάν κάστρα γκρεμισμένα

ἀπό χτυπήματα κριοῦ βαριά καί φοβερά.

 

Ἀπ’ τόν μονότονο κρότο, θαρρῶ πώς κάπου τώρα

καρφώνουν ἕνα φέρετρο μέ γρήγορο ρυθμό.

Γιά ποιόν; –  Χθές καλοκαίρι. Νά τοῦ φθινοπώρου ἡ ὥρα!

Αὐτός ὁ θόρυβος ἠχεῖ σάν ἀποχωρισμό.

 

Οι γάτες

Οἱ ἐρωτευμένοι οἱ φλογεροί καί οἱ σοβαροί σοφοί

στήν ὥριμή τους ἐποχή τίς γάτες ἀγαποῦνε

τίς τρυφερές, καμάρι τοῦ σπιτιοῦ, πού ὅπως κι αὐτοί

θέλουν σέ μόνιμο καί σέ ζεστό τόπο νά ζοῦνε.

 

Τῆς ἐπιστήμης φίλες ἀλλά καί τῆς ἡδονῆς,

ἀναζητοῦνε τή σιωπή καί τή φρίκη τοῦ σκότους.

Μαντατοφόρους τοῦ Ἅδη, θά τίς πίστευε κανείς,

ἄν δέχονταν νά σκύψουν σέ ζυγό τόν τράχηλό τους.

 

Συλλογισμένες, παίρνουνε στάσεις ἀρχοντικές

σάν τίς Μεγάλες Σφίγγες τίς βουβές, τίς πετρωμένες,

πού σ’ ἕνα ἀτέλειωτο ὄνειρο μοιάζουν παραδομένες.

 

Τά γόνιμα νεφρά τους βγάζουν σπίθες μαγικές,

καί κάποια ψήγματα χρυσοῦ, σάν τή λεπτή τήν ἄμμο,

ἀστράφτουν μές στίς κόρες τους τίς ὑπερβατικές.

 

Spleen

Ὅταν, χαμηλωμένος, σάν καπάκι ὁ οὐρανός βαραίνει

πάνω στό πνεῦμα πού καημοί τό τυραννοῦν φριχτοί,

κι ἀπό τοῦ ὁρίζοντα τόν κύκλο ὁλόγυρα προβαίνει

μιά μαύρη μέρα κι ἀπ’ τή νύχτα πιό μουντή·

 

ὅταν ἡ γῆ ὁλόκληρη μπουντρούμι ὑγρό ἔχει γίνει,

ὅπου ἡ Ἐλπίδα, νυχτερίδα λές, φτεροκοπᾶ

δειλά στούς τοίχους καί τήν κεφαλή μέ ὀδύνη

πάνω σέ βρόμικες καί σάπιες ὀροφές χτυπᾶ·

 

ὅταν μέ τόν ἀτέλειωτο κι ἄγριο καταιγισμό της

ἁπλώνει μπρός μας ἡ βροχή κάγκελα φυλακῆς

καί μιά φριχτή σειρά ἀραχνῶν ὑφαίνει τόν ἱστό της

μές στό μυαλό μας μέ βουβές κινήσεις διαρκεῖς,

 

ἔξαφνα τότε ἀναπηδοῦν καμπάνες μέ μανία

καί στέλνουν πρός τόν οὐρανό ἕνα φριχτό οὐρλιαχτό,

σάν πνεύματα χωρίς πατρίδα, δίχως κατοικία,

πού σ’ ἕνα ἐπίμονο ξεσποῦν πικρό ἀναφιλητό.

 

Καί νεκροφόρες ἅμαξες ἀργά μές στήν ψυχή μου

περνοῦν. Ἡ Ἐλπίδα κλαίει γονατιστή, κι ἡ Ἀγωνία, σκληρή

σατράπισσα, στή νικημένη κεφαλή μου

μπήγει βαθιά τή μαύρη της σημαία τή φοβερή.

 

Οι τυφλοί

Ψυχή μου, κοίτα τους: ἀλήθεια, εἶν’ ἀποκρουστικοί,

ὅμοιοι μέ ξόανα, κωμικοί κάπως στό φέρσιμό τους,

σάν ὑπνοβάτες, λές, ἀλλόκοτοι, τρομαχτικοί,

μέ στηλωμένο, ἄγνωστο ποῦ, τό βλέμμα τό νεκρό τους.

 

Τά μάτια τους ἀπ’ ὅπου ἡ σπίθα ἡ θεία ἔχει σβηστεῖ,

σάν νά κοιτάζουνε μακριά, μένουν πάντα ὑψωμένα

στόν οὐρανό. Δέν θά τούς δεῖς ποτέ τους πρός τή γῆ

νά γείρουν τά κεφάλια τους βαριά, συλλογισμένα.

 

Ἔτσι διασχίζουν τό σκοτάδι τό ἄπειρο, ἀδελφό

τῆς αἰωνίας σιωπῆς. Ὦ πόλη, ἐσύ, δοσμένη

σέ μιά ἡδονή μέ τή σκληρή τή βία ζευγαρωμένη,

 

ἐνῶ τριγύρω μας γελᾶς καί τραγουδᾶς καί βουίζεις,

νά με μαζί κι ἐγώ! Μά κι ἀπό ἐκείνους πιό πολύ

σαστίζω: τί ν’ ἀναζητοῦν στόν οὐρανό οἱ τυφλοί;

 

Σέ μιά περαστική

Γύρω μου ὁ δρόμος, πολυθόρυβος, βομβοῦσε.

Ψηλή, λεπτή, πενθοφορούσα, ξαφνικά

πέρασε μιά γυναίκα. Μέ τό χέρι της βαστοῦσε

τή δαντελένια της μπορντούρα ἀρχοντικά.

 

Σβέλτη, ἀεράτη, ἀγαλματένιο πόδι ἁπλώνει.

Κι ἐγώ, βουβός, σάν ἀπό κόσμο μακρινό,

ἔπινα μές στό βλέμμα της, θολό σάν σκοτεινό οὐρανό,

τή γλύκα πού μεθάει, τήν ἡδονή πού μᾶς σκοτώνει.

 

Ἄστραψε φῶς… κι ἔπειτα ἡ νύχτα! –  Ὡραία περαστική,

πού ἕνα σου βλέμμα μ’ ἔκανε ξάφνου νά ξαναζήσω,

μόνο στήν αἰωνιότητα πάλι θά σ’ ἀντικρίσω;

 

Ἀλλοῦ, μακριά ἀπο δῶ! Πολύ ἀργά! Κι ἴσως ποτέ!

Ποῦ πᾶς δέν ξέρω, κι ἀγνοεῖς ποῦ ὁ δρόμος θά μέ στρέψει,

ὦ ἐσύ πού θ’ ἀγαποῦσα, ἐσύ πού ἤδη τό ‘χες μαντέψει!

 

Η καταστροφή

Ὁ Δαίμονας ἀδιάκοπα κυκλοφορεῖ κοντά μου.

Ἄυλος ἀέρας, κολυμπᾶ τριγύρω μου. Τόν νιώθω.

Τόν καταπίνω. Τόν ρουφῶ. Μοῦ καίει τά σωθικά μου

καί τά γεμίζει μ’ ἔνοχο κι ἀβυσσαλέο πόθο.

 

Γνωρίζοντας πόσο ἀγαπῶ τήν Τέχνη, μ’ εὐστροφία

παίρνει πολλές φορές ὄψη γυναίκας θελκτικῆς,

κι ὡς φάρμακα τάχα εἰδικά γιά τή μελαγχολία

μοῦ δίνει φίλτρα αἰσχρά νά πιῶ, μέ δόσεις διαρκεῖς.

 

Κι ἀπό τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ μακριά, μέ φέρνει,

κατάκοπο καί σκοτισμένο ἀπό φριχτές ζαλάδες,

στῆς Πλήξης τίς ἐρημικές, βαθύσκιωτες κοιλάδες.

 

Καί μές στά μάτια μου, ἀπ’ τή σύγχυση θολά,

ρίχνει ἀνοιχτές πληγές, ροῦχα μαγαρισμένα,

καί τῆς Καταστροφῆς τά σύνεργα τά ματωμένα.

 

Τό ταξίδι (Επίλογος)

Θάνατε, γερο-καπετάνιε, ἐμπρός, βίρα τίς ἄγκυρες!

Μᾶς διώχνει αὐτός ὁ τόπος. Ἄς ἀνοίξουν τά πανιά μας!

Μαύρη σάν τή μελάνη ἡ θάλασσα κι ὁ οὐρανός,

μά πάντοτε γεμάτη ‘ναι μέ ἀκτίνες ἡ καρδιά μας!

 

Δῶσ’ μας τό δηλητήριό σου, νά μᾶς σταθεῖ βοηθός!

Θέλουμε νά βουλιάξουμε (μᾶς τρώει τό νοῦ ὁ καημός του)

μέσα στό Χάος – ἀδιάφορο ἄν εἶναι Κόλαση ἤ Ἐδέμ– ,

ν’ ἀνακαλύψουμε τό Νέο στά βάθη τοῦ Ἀγνώστου!

 

Περισυλλογή

Θλίψη μου, νά ‘σαι φρόνιμη καί νά ‘χεις ψυχραιμία!

Τό Βράδυ πόθησες καί νά το πού ἔρχεται χλομό.

Πάνω στήν πόλη ἡ καταχνιά πέφτει θολή καί κρύα,

σ’ ἄλλους γαλήνη φέρνοντας καί σ’ ἄλλους στεναγμό.

 

Ἐνῶ τό ἄξεστο πλῆθος τῶν θνητῶν, μαστιγωμένο

ἀπό τόν Πόθο, δήμιό του κι ἀπαίσιο συνοδό,

θά δρέπει τύψεις σέ γιορτές σκλάβων παραδομένο,

Θλίψη, δῶσ’ μου τό χέρι σου νά φύγουμε ἀπό δῶ!

 

Μακριά ἀπ’ αὐτούς! Κοίτα, μέ ροῦχα τύπου ἀλλοτινοῦ,

πῶς σκύβουν οἱ νεκρές Χρονιές ἀπ’ τά μπαλκόνια τ’ οὐρανοῦ,

πῶς βγαίνει ἡ Τύψη ἀπ’ τῶν νερῶν τά βάθη γελαστή,

 

πῶς ὁ Ἥλιος, μελλοθάνατος, πάει σέ μιά κόχη νά κρυφτεῖ,

καί σάν τεράστιο σάβανο πού ὅλα τά περιζώνει

ἄκου, καλή μου, τή γλυκιά τή Νύχτα πού σιμώνει!

 

 

Τα ποιήματα δημοσιεύτηκαν σε αυτό το τεύχος.