Μαρία Τοπάλη – Η (ελληνική) ποίηση: κάτι σαν… χόμπι;

Ἡ (ἑλληνική) ποίηση: κάτι σάν… χόμπι;

 

Ἄς ξεκινήσουμε ἀπό τό ἐρώτημα τοῦ τίτλου: Ἡ σύγχρονη ἑλληνική ποίηση εἶναι ἄραγε κάτι σάν «χόμπι», τουλάχιστον ἄν λάβει κανείς ὑπόψη τήν ὑλική καί ἠθική ἀποτίμησή της; Εἶναι ἕνα εὐγενές «πάρεργο», ὅπως θά λέγαμε, μέ μιά κρυμμένη, ἴσως, δόση περιφρόνησης; Πόσες καί ποιές συντεταγμένες ὁρίζουν μιά τέτοια διαπίστωση γιά τήν ποιητική τέχνη στή χώρα μας, στίς μέρες μας; Θά τίς κατηγοριοποιούσαμε, πολύ σχηματικά, σέ συντεταγμένες οἰκονομικοκοινωνικές, πολιτισμικές (μολονότι τά ὅρια ἀνάμεσα στούς παραπάνω ὁρισμούς καθίστανται ὁλοένα καί περισσότερο ρευστά καθώς ἐξελίσσεται ἡ διεθνής συζήτηση γιά τή διαδικασία καί τήν οἰκονομικοκοινωνική διάσταση τοῦ πολιτισμοῦ), καί σέ κάποιες, τέλος, ὑποκειμενικές (οἱ τελευταῖες ἀφοροῦν τή στάση καί τήν κουλτούρα τῶν ἴδιων τῶν ποιητῶν).

Ἀλλά ἄς γίνουμε πιό συγκεκριμένοι.

1. Ὡς πρώτη συντεταγμένη θά ὁρίζαμε τήν ὁλοσχερή ἔλλειψη ὑλικῆς ἀποτίμησης καί, ἀντίστοιχα, ἀμοιβῆς ἤ «ἀποζημίωσης» τῆς ποιητικῆς ἐργασίας. Ἡ δουλειά τοῦ ποιητῆ στήν Ἑλλάδα δέν ἀμείβεται, δέν ἀναγνωρίζεται, συνεπῶς ὡς τέτοια (ὡς «δουλειά»). Δέν ἀμείβονται οἱ δημόσιες ἐμφανίσεις-ἀπαγγελίες. Δέν ὑπάρχει εἰσιτήριο γιά νά παρακολουθήσει κανείς τίς ἀπαγγελίες αὐτές, οὔτε κάν συμβολικό. Δέν ἀμείβεται ἡ δημοσίευση στίχων στά περιοδικά ἤ ἀλλοῦ. Δέν εἰσπράττουν, τέλος, οἱ ποιητές, παρά σπανιότατα καί ἐλάχιστα «δικαιώματα» γιά τά βιβλία τους. Συχνά, ἄλλωστε, τά χρηματοδοτοῦν οἱ ἴδιοι. Συχνότατα τά βιβλία αὐτά οἱ ἐκδότες δέν τά προωθοῦν. Καί δέν εἶναι ἀσυνήθιστο οἱ ποιητές (ὅπως, δυστυχῶς, καί ἄλλοι συγγραφεῖς) νά μήν πληροφοροῦνται ποτέ ἄν καί πόσο «πούλησαν».

Ἄς μή βιαστεῖ νά ἀναρωτηθεῖ κανείς «μά ἔχει οἰκονομική ἀξία ἡ ποίηση;» ἤ, ἀκόμη, καί νά ἀπαντήσει στό χονδροειδῶς ἀφελές «μά ἡ ποίηση δέν πουλάει!». Ἀλίμονο ἄν ἡ καλλιτεχνική παραγωγή μιᾶς χώρας, μιᾶς κοινότητας, μιᾶς ἐθνογλωσσικῆς ὁμάδας, κρινόταν ἀποκλειστικά καί μόνο μέ βάση τό κριτήριο τοῦ τί καί πόσο πουλάει. Θά ἔπρεπε τότε σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς τέχνης νά ἐπιχορηγοῦνται καί νά διακινοῦνται μόνο τά μπέστ σέλερ. Μπορεῖτε νά φανταστεῖτε τό θεατρικό, τό μουσικό, τό κινηματογραφικό, τό φωτογραφικό τοπίο ὑπό τήν καταθλιπτική αὐτή συνθήκη;

2. Ἄς ἐπιστρέψουμε ὅμως στήν ποίηση καί στήν ἀμοιβή της. Πουθενά, ἀπ’ ὅσο γνωρίζουμε ἤ μποροῦμε νά φανταστοῦμε, οἱ ποιητές δέν πλουτίζουν ἀπό τήν ἐργασία τους. Οἱ ἀμοιβές εἶναι παντοῦ χαμηλές ἕως συμβολικές. Τά εἰσιτήρια γιά νά παρακολουθήσει κανείς μία ποιητική βραδιά (π.χ., στόν γερμανόφωνο κόσμο) ἔχουν χαμηλό-συμβολικό ἀντίτιμο. Ὅμως ὑπάρχουν. Οἱ ἀμοιβές, οἱ ἀποζημιώσεις, τά συγγραφικά δικαιώματα, εἶναι χαμηλά – ἀλλά ὑπάρχουν. Ἡ ποίηση, ἀπό ἕνα βαθμό ἀναγνώρισης καί πάνω, συνιστᾶ μιά πραγματική, νομιμοποιημένη βιοποριστική ἐπιλογή. Μπορεῖ νά εἶναι μιά ἐπιλογή μέ ρίσκο, μιά ἐπιλογή χαμηλοῦ εἰσοδήματος, μιά ἐπιλογή ταπεινοῦ βίου, ἀλλά εἶναι μιά ἀναγνωρισμένη, ὑπαρκτή ἐπιλογή. Καί ὑπάρχουν διαβαθμίσεις ἐντός τοῦ φάσματός της: ἄν φτάσει κανείς σέ κάποια κορυφή, θά λάβει καλύτερες ἀμοιβές καί ἀποζημιώσεις καί προσκλήσεις. Ἡ ἄνοδος στήν κλίμακα ἔχει καί ἕνα ὑλικό, πραγματικό, οἰκονομικό ἀντίκρισμα.

3. Ἡ ἑπόμενη συντεταγμένη εἶναι περισσότερο «θεσμική». Ἀφορᾶ τό πυκνό δίκτυο βραβείων καί ὑποτροφιῶν πού ἄλλες χῶρες παρέχουν σέ συγγραφεῖς, ἀνάμεσά τους καί σέ ποιητές. Ἄν ἀνοίξετε σύγχρονα ξενόγλωσσα ποιητικά βιβλία θά δεῖτε πολύ συχνά στό ἐσώφυλλο νά ἀναγράφεται ὁ φορέας πού παρεῖχε τή σχετική ὑποτροφία, μέ βάση τήν ὁποία ἐκπονήθηκε τό ἑκάστοτε ἔργο. Οἱ βραβεύσεις, φυσικά, θά φιγουράρουν κι αὐτές στή λίστα τοῦ βιογραφικοῦ. Γιατί ἄραγε κάποιες κοινωνίες, ὄχι πάντα σέ συνθῆκες εὐμάρειας καί εὐημερίας, θεωροῦν αὐτονόητη τήν ὑποστήριξη καί τή χρηματοδότηση τῆς ποιητικῆς ἐργασίας μέσα ἀπό τέτοιους, δημόσιους καί ἰδιωτικούς, θεσμούς;

4. Μιά ἄλλη, πολύ διαδεδομένη ἀλλοῦ, θεσμοποιημένη ἐπίσης, ἐκδοχή πού ἐπιφυλάσσεται στήν ἰδιότητα τοῦ ποιητῆ εἶναι ἐκείνη τοῦ ἀνθρώπου πού συντάσσει καί ἐκφωνεῖ (ἐπ’ ἀμοιβή, ἐξυπακούεται) διαλέξεις: εἴτε περιστασιακά (ὑπάρχουν ὡστόσο σέ ἐκεῖνο τό «ἀλλοῦ» πυκνά δίκτυα φορέων καί θεσμῶν πού ὑποστηρίζουν καί καλλιεργοῦν διαλέξεις τέτοιας μορφῆς) εἴτε στό πλαίσιο πανεπιστημιακῶν κύκλων σπουδῶν, εἴτε (γιατί ὄχι;) καί κατά τή διάρκεια ἐπισκέψεων σέ ἱδρύματα χαμηλότερων ἐκπαιδευτικῶν βαθμίδων (λύκεια, γυμνάσια, σχολεῖα).

Οἱ διαλέξεις αὐτές ἀπαιτοῦν, ἐξυπακούεται, κόπο, προετοιμασία, μελέτη. Συνεπάγονται παρουσία, ἔκθεση, συνδιαλλαγή. Συχνά καταγράφονται καί δημοσιεύονται, συμβάλλοντας ἔτσι στή δημιουργία πνευματικοῦ-κριτικοῦ κεφαλαίου. Παροτρύνουν, σέ κάθε περίπτωση, τόν ποιητή νά ἀνοίγεται, νά ἐπικοινωνεῖ (νά στοχάζεται καί πάνω στόν δημόσιο ρόλο του), νά προσφέρει ποικιλότροπα, νά βιώνει τίς ἀντιδράσεις, νά ἐπανέρχεται. Συμβάλλουν, ἀπό τήν ἄλλη, μέ αὐτονόητο τρόπο στή δημιουργία «κοινοῦ» γιά τήν ποίηση, ἤδη ἀπό νωρίς. Γιά τούς μαθητές, τούς σπουδαστές, τούς ἐπισκέπτες τῶν διαλέξεων ὁ ποιητής καί ἡ ποιήτρια καθίστανται, ἔτσι, πρόσωπα μέ συγκεκριμένο περίγραμμα, μέ ἀναγνωρισμένο ρόλο ἐντός τῆς πραγματικότητας καί μάλιστα στή συλλογική της ἐκδοχή (εἶναι μιά ἐμπειρία πού μοιραζόμαστε μέ ἄλλους σέ δημόσιο χῶρο).

5. Ὑπάρχει ἐξάλλου καί ἡ μέ ἄλλους, μή οἰκονομικούς, τρόπους «ἀξιακή», «ἠθική» ἀναγνώριση τῆς ποιητικῆς ἐργασίας. Ἄς ἀναφέρουμε μερικά ἐνδεικτικά παραδείγματα:

α) Ἡ τακτική παρουσία ποιητῶν καί ποιημάτων σέ ἔντυπα πού δέν ἔχουν ὡς εἰδικό ἀντικείμενο τήν ποίηση, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἐπικαιρότητα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ἀποτελοῦν ἐν προκειμένω τά ποιήματα πού δημοσιεύει τό New York Review of Books καί ἡ  Frankfurter Allgemeine Zeitung (ἡ τελευταία στή –θρυλική πλέον– «Ἀνθολογία τῆς Φρανκφούρτης» τοῦ χαλκέντερου Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι).

β) Ἡ, θεσμοθετημένη ἤ μή, δημόσια παρουσία καί παρέμβαση τῶν ποιητῶν στά δημόσια πράγματα· μιά θεσμοθετημένη ἐκδοχή ἀποτελεῖ ὁ ἀγγλοαμερικανικός θεσμός τοῦ δαφνοστεφοῦς ποιητῆ. Τήν αὐτονόητη, ἐξωθεσμική παρέμβαση τεκμηριώνουν ἀλλοῦ τά γεγονότα, ὅπως, π.χ., ἡ δημοσίευση ἐκ μέρους βραβευμένου Γερμανοῦ ποιητῆ σέ μεγάλη ἐφημερίδα τῆς χώρας τοῦ ποιήματος-καταγγελία της (γιά πρώτη φορά μετά τόν Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο) ἀποστολῆς γερμανικῶν στρατευμάτων ἐκτός τῆς χώρας, γιά τήν ἐξυπηρέτηση νατοϊκῶν συμφερόντων. Τό ἐνδιαφέρον δέν εἶναι ὅτι ἡ –συντηρητική!– ἐφημερίδα δημοσίευσε τό ποίημα, ἀλλά ὅτι ὁ τότε καγκελάριος ἔσπευσε νά ἀπαντήσει μέ σοβαρότητα καί σεβασμό, χρησιμοποιώντας μάλιστα πρός ἐπίρρωσιν τῶν ἐπιχειρημάτων του στίχους ἄλλου ποιητῆ.

γ) Ὁ τρόπος παρουσίασης τῶν ποιητικῶν βιβλίων στά βιβλιοπωλεῖα: ἐδῶ εὔσημα πρέπουν στίς «ποιητικές γωνιές» διάσημων ἀγγλοσαξονικῶν βιβλιοπωλείων ἀλλά καί ἡ ἀφιέρωση ἐκ μέρους τους «πάγκων» στήν ποιητική ἐπικαιρότητα: γιά ἑβδομάδες ἐκτίθενται, ἔτσι, σέ συγκεκριμένο πάγκο διάσημου βρετανικοῦ βιβλιοπωλείου τά ὑποψήφια γιά τό Βραβεῖο T.S. Eliot βιβλία – κάτι πού γίνεται καί γιά ἐμπορικότερα εἴδη, ὅπως τά ὑποψήφια γιά τό Βραβεῖο Booker μυθιστορήματα. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ διαδικασία τῆς βράβευσης καί τά ἴδια τά ποιήματα ἀφενός τιμῶνται μέσω τῆς δημοσιότητας, ἀφετέρου ἐκτίθενται ἀκόμη περισσότερο σέ κρίση καί ἀξιολόγηση. Μπορεῖ κανείς νά καθίσει καί νά ξεφυλλίσει μέ τήν ἡσυχία του τά ὑποψήφια πρός βράβευση ποιητικά ἔργα, παρακινούμενος στήν ἀνάγνωση καί, πάνω ἀπ’ ὅλα, στήν κριτική. Ἡ ποίηση γίνεται ὑπόθεση τουλάχιστον τοῦ δυνάμει αὐτονόητου κοινοῦ της: τῶν θαμώνων ἑνός βιβλιοπωλείου.

δ) Ἡ κριτική γύρω ἀπό τήν τρέχουσα ἀλλά καί τήν παραδοσιακή ποιητική δημιουργία εἶναι διαρκής, ζωντανή, συγκεκριμένη, κατά τό δυνατόν εὔληπτη. Σέ αὐτό συμβάλλουν καί ἀναγνωρισμένοι διανοούμενοι-ποιητές πού συχνά ἀναλαμβάνουν τό βάρος καί τήν εὐθύνη μιᾶς τέτοιας ἐργασίας (ἄς μνημονεύσουμε ἐντελῶς ἐνδεικτικά τόν Σερβοαμερικανό ποιητή Τσαρλς Σίμιτς καί τόν Γερμανό ἀπό τή Δρέσδη Ντούρς Γκρυνμπάιν).

ε) Στόν ἀντίποδα τῶν παραπάνω βρίσκεται ὁ ἑλληνικός συρμός τῶν «βιβλιοπαρουσιάσεων». Δέν εἴμαστε σέ θέση νά ἀποφανθοῦμε σχετικά μέ τή γενεαλογία τοῦ πράγματος, διατηροῦμε πάντως σοβαρές ἐπιφυλάξεις ὡς πρός τήν πραγματική συμβολή τῆς πρόσφατης αὐτῆς μόδας στήν ὑπόθεση τοῦ βιβλίου καί, πάντως, ὡς πρός τήν ποίηση μᾶς προκαλεῖ τεράστια ἀμηχανία. Ταιριάζει, βέβαια, τούτη ἡ ἀμήχανη καί ἐπιφανειακή κοσμικότητα στή νεομιντιακή ῤιάλιτι», στήν πραγματικότητα τῆς Ἑλλάδας τοῦ 21ου αἰώνα, ὅπου λόγος καί εἰκόνα ἐκκρίνονται χωρίς τό παραμικρό βάρος, χωρίς τήν παραμικρή συνέπεια, πέρα ἀπό τό ἀλύπητο σκότωμα τοῦ χρόνου (σάν μιά γενικευμένη τάση αὐτοκαταστροφῆς, ἀλλά στή γελοία ἐκδοχή της…). Δέν ἀπαγγέλλεται πλέον σχεδόν καθόλου ἡ ποίηση, ὅπως εἶναι ὁ σκοπός κι ὁ φυσικός προορισμός της. Ἡ φωνή τῶν ποιητῶν – χαμένη μέσα σέ θόρυβο ἀπροσδιόριστης σύστασης. Οἱ βιβλιοπαρουσιάσεις ὅμως – αὐτές καλά κρατοῦν…

5. Ἄς συνοψίσουμε, τώρα, τά παραπάνω σέ πραγματικό καί συμβολικό ἐπίπεδο. Οἱ σύγχρονες ἐκδοχές τοῦ ποιητῆ ἤ τῆς ποιήτριας (καί ἦταν, νομίζουμε, κάπως ἔτσι καί παλαιότερα) στήν ἑλληνική κοινωνία δέν ἀφήνουν, φοβόμαστε, περιθώρια γιά πολλές παραλλαγές. Ὀφείλει, ὁ ποιητής, νά εἶναι γόνος πλούσιας οἰκογένειας καί νά συμφιλιωθεῖ μέ τήν ἰδέα ὅτι θά ροκανίσει δημιουργικά μέν, ἀπολύτως παθητικά δέ, τό μερίδιό του στήν οἰκογενειακή περιουσία. Ἤ νά εἶναι οἱονεί ἐπαίτης, νά ζήσει στερημένος ἀπό τά στοιχειώδη, ἀνταποκρινόμενος σέ κάποια ἐξαμβλωματική εἰκόνα ρομαντικοῦ ποιητῆ (μά ποιός ἀκριβῶς διάσημος ποιητής ὑπῆρξε πράγματι τέτοιος κλοσάρ; σκαλίζοντας τή μνήμη ἀδυνατοῦμε νά ἀνασύρουμε ἔστω καί ἕνα ὄνομα…). Ἤ, τέλος, ἐπί τό πονηρό καί ἑλληνικότατο (βλ. «πατέντα»), νά καταφέρει κάπως, μέ κάποιον τρόπο, νά πετύχει μιά ἀργομισθία…

Βραβεῖα, κατ’ οὐσίαν δέν ὑπάρχουν. Μιά χώρα μέ δυό νομπελίστες ποιητές δέν μερίμνησε οὔτε γιά τό στοιχειῶδες, πού θά ἦταν ἡ ἀπονομή βραβείου ἐπ’ ὀνόματί τους… Τά ὑπάρχοντα βραβεῖα ἀντί νά ἐνισχύονται καί νά ριζώνουν καί νά ἀποδίδουν μέ κάθε τρόπο, φυτοζωοῦν καί ὑπονομεύονται καί τρεμοσβήνουν ἀνάμεσα στά διάφορα «στραβά» τους (κατισχύει ἐδῶ μερικές φορές τό ἀφελές ἤ ἀριστερίστικο ἤ καί τά δυό «πονάει πόδι-κόψει πόδι»). Γιά ὑποτροφίες, ἄς μή γίνεται λόγος.

Τό «μήνυμα» πού ἡ κοινωνία δίνει μέ αὐτό τόν τρόπο στά μέλη της, πού ἐπιθυμοῦν νά ἀφιερωθοῦν στήν ποιητική τέχνη, εἶναι σαφές, ὅσο καί τετριμμένο: λούφα, παραλλαγή, δῆθεν, ἄσε καλύτερα, μήν τήν ψάχνεις, ποῦ νά σοῦ λέω τώρα… Τό ζήτημα καλύπτεται ἀπό ἕνα ξεφτισμένο πέπλο πού δέν ἀποπνέει μυστήριο ἀλλά κακομοιριά καί ἀθεράπευτο ἐπαρχιωτισμό. Ὁ ποιητής συμβολίζεται ἔτσι ὡς ἰδιόρρυθμη θεατρική φιγούρα: ὀλίγον τρελός, ὀλίγον ἀριστοκράτης, ὀλίγον μπαγάσας, ὀλίγον ἐπαίτης. Ἕνα τέτοιο μοντέλο παρασιτικῆς λειτουργίας, δέν παραπέμπει ἀσφαλῶς σέ σοβαρή καί κοπιώδη πνευματική-καλλιτεχνική δραστηριότητα. Αὐτό τόν ποιητή ἡ (ἑλληνική) κοινωνία τόν ἀνέχεται (ὅσο τόν ἀνέχεται) μέ ἀνάμεικτα συναισθήματα περιφρόνησης καί κάποιου δέους, ὅπως θά ἔνιωθε ἴσως κανείς παλιότερα γιά τόν τρελό τοῦ χωριοῦ. Ἄς τόν ἀφήσουμε νά φυτοζωεῖ, μοιάζει νά λέει (ἡ κοινωνία), κι ἄν κατά λάθος πετύχει καί καμία μεγάλη διάκριση (κανένα Νομπέλ, ἴσως, μιᾶς καί ἔχουμε παράδοση), τότε ὅλα θά τοῦ τά συγχωρέσουμε τοῦ ἄχρηστου αὐτοῦ. Καί θά τόν ἀγαπήσουμε, καί στά σχολεῖα θά τόν βάλουμε, καί κακόγουστη προτομή, στό τέλος τέλος μπορεῖ καί νά τοῦ φτιάξουμε. Σύνταξη, ἄραγε, θά τοῦ δώσουμε; Εἶναι, πάντως, σχεδόν βέβαιο πώς δέν θά τόν διαβάσουμε κιόλας!

Μεγάλο μέρος τῆς καθ’ ἡμᾶς συζήτησης περί τήν ποίηση καί διαφόρων ὑποκειμενικῶν «στάσεων» ἀπέναντί της συνηγορεῖ καί στηρίζει μιά τέτοια ροπή, σάν αὐτή πού περιγράψαμε. Ἄς πάρουμε, γιά παράδειγμα, μέρος τῆς κριτικῆς. Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ποίηση, εἶναι συχνά τόσο στρυφνή καί ἀόριστη, τόσο στερούμενη θέσης καί ἐπιχειρημάτων, ὥστε θά μποροῦσε περίπου ἔτσι, μέ τά ἴδια λόγια, μέ μικρές παραλλαγές, νά εἰπωθεῖ γιά καμιά πενηνταριά διαφορετικά ποιητικά ἔργα – καί νά μήν εἶναι σίγουρος ὁ καλοπροαίρετος ἀναγνώστης ἄν τελικά ὠφελεῖται μέ αὐτό τόν τρόπο ἤ ὄχι τό κρινόμενο. Τό ζήτημα θά πρέπει νά προσεχτεῖ ἰδιαίτερα, διότι ὅταν ἀπουσιάζει κατά σύστημα τό μαχαίρι, εὔλογο εἶναι νά ἀναρωτηθεῖ κανείς κάποια στιγμή μήπως ἀπουσιάζει ἐπίσης καί τό πεπόνι…

Δέν σημαίνουν ὅλα αὐτά, ἐπ’ οὐδενί, πώς δέν μπορεῖ νά ἔχει κανείς τήν ποίηση ὡς δεύτερη, παράλληλη ἀπασχόληση ἀπό ἐπιλογή. Τό νά θέλει κάποιος νά εἶναι καί ποιητής (ἐκτός, φέρ’ εἰπεῖν, ἀπό καθηγητής ἤ γιατρός) καί θεμιτό εἶναι καί σεβαστό. Ἡ αὐτοπραγμάτωση τοῦ καθενός δέν εἶναι οὔτε τυποποιημένη ὑπόθεση οὔτε μονόδρομος οὔτε ὑπάρχουν συνταγές. Συζητοῦμε τό θέμα ὑπό τήν αὐτονόητη προϋπόθεση ὅτι κάποιος θά ἤθελε, ἄν μποροῦσε, νά ἀφιερωθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου, μέ κόπο καί σοβαρότητα στήν ὑπόθεση τῆς ποίησης (πού θά σήμαινε: νά διαβάζει, νά σκέφτεται, νά δοκιμάζει, νά ἐκτίθεται στήν περιπέτεια τῆς γραφῆς του καί στούς κινδύνους αὐτῆς…).

6. Πῶς διάκεινται ἄραγε ἀπέναντι σέ τούτη τήν κατάσταση οἱ Ἕλληνες ποιητές καί ποιήτριες; Ἄς ἐξαιρέσουμε ἀπό τή συζήτηση ὅσους καί ὅσες ἔχουν τήν ποίηση ὡς δεύτερη ἐπιλογή, ὡς ἀγαπημένο πάρεργο. Κι ἄς ἀναρωτηθοῦμε: πῶς νιώθει, στ’ ἀλήθεια, κάποιος πού θά ‘θελε, ἄν ἦταν αὐτό δυνατόν, νά ἀφιερωθεῖ στήν ποίηση ἐξ ὁλοκλήρου. Μιά κάποια λύση εἶναι τά «συναφή ἐπαγγέλματα» – ἄν ὑποθέσουμε πώς ἔχει κανείς ταλέντο ἐκδοτικό, διάθεση ὀργάνωσης καί ἐπιμέλειας τῶν κειμένων, κλίση πρός τή συν-εργασία, μεταφραστική δεινότητα… Αὐτό, βεβαίως, δέν μπορεῖ νά ἰσχύει γιά ὅλους ὅσοι ὑπηρετοῦν ταυτόχρονα καί τή μούσα. Ὑπάρχουν ἰδιοσυγκρασίες σάν ἐκεῖνες τοῦ Ρίλκε, τῆς Τσβετάγεβα, τοῦ Ἐλύτη, πού δέν χωροῦν σέ κανένα ἄλλο καλούπι ἐκτός ἀπό τό ποιητικό. Θέλει ἄραγε τό συλλογικό ὑποκείμενο πού συνηθίζουμε συμπεριληπτικά νά ἀποκαλοῦμε «ἑλληνική κοινωνία» νά ἀφήσει τήν ἐκκόλαψη καί τήν ἐπίτευξη τέτοιων κορυφαίων παραδειγμάτων στήν εὔνοια τῆς τύχης; Σέ μιά θολή, ἄραγε, μυστικιστική-κρυπτοαριστοκρατική πεποίθηση περί μαγικῆς γονιμότητας τοῦ παραδοσιακοῦ γλωσσικοῦ μας «λίκνου»; Ἤ θά ‘θελε νά μπορεῖ, πλάι σέ ἄλλες (νά τίς ἀποκαλέσουμε συμβατικά «προοδευμένες»;) κοινωνίες, νά ἐπαίρεται κι ἡ ἑλληνική κοινωνία πώς ἀνάλογες, προσδοκώμενες σύγχρονες ἐπιτεύξεις ὀφείλονται καί στίς ὑποδομές πού ἡ ἴδια διασφαλίζει προκειμένου νά δρέψει τούς καρπούς;

7. Κι οἱ ποιητές; θά ἀναρωτηθοῦμε πάλι. Ἕνα τέτοιο ἄνοιγμα τῆς κοινωνίας ἀπέναντί τους θά συνεπαγόταν τουλάχιστον δύο «ἄχθη»: τήν ἀνάληψη, ἐκ μέρους τους, ἀντίστοιχου μεριδίου εὐθύνης καί τήν ὑπαγωγή τους σέ διαδικασίες κρίσης καί ἀξιολόγησης πού θά ξεπερνοῦσαν τά στενότατα καφενειακά ὅρια τῶν σημερινῶν στεκιῶν. Θά καλοῦνταν, μέ λίγα λόγια, οἱ ποιητές νά καταθέσουν κάτι ἀπό τή σημερινή τους γραφικότητα, τήν πλήρη ἀνευθυνότητα (πού, δυστυχῶς, συντροφεύει καί μιά λανθάνουσα ἀνυποληψία, ὅπως προσπαθήσαμε πιό πάνω νά τήν περιγράψουμε), τήν ἐθιμική πλέον σέ μεγάλο βαθμό ἀπαρέσκειά τους πρός κάθε μορφή κρίσης καί ἀξιολόγησης.

8. Νά σχετίζεται ἄραγε ἡ στάση αὐτή μέ κάποιες γενικότερες τάσεις πού κάθε τόσο διαπιστώνουμε ὅτι μαστίζουν τόν δημόσιο βίο τῆς χώρας, κι ἔχουν ὡς σύμπτωμά τους τήν προχειρότητα, τήν αὐθαιρεσία, τήν ἄρνηση τοῦ διαλόγου, τήν ἄρνηση κρίσης καί ἀξιολόγησης; Δέν ἦταν, ὡστόσο, πάντοτε ἔτσι. Θά ‘πρεπε ἄραγε νά νοσταλγήσουμε παλαιότερες δεκαετίες, ὅταν οἱ Ἕλληνες συγγραφεῖς –ἀνάμεσά τους καί τά μεγαλύτερα ὀνόματα τῆς ἑλληνικῆς ποίησης κατά τόν προηγούμενο αἰώνα– συνδιαλέγονταν μέ τούς κριτικούς, τούς ἐκδότες καί μέ ἀλλήλους, ἀντάλλασσαν δημόσια καί ἰδιωτικά σχόλια, ἐπαίνους καί ἐπικρίσεις, διαξιφίζονταν γύρω ἀπό διακρίσεις καί βραβεύσεις… κι ἦταν ὅλα αὐτά ἡ θερμή βουή μιᾶς δημιουργικῆς κυψέλης πού δέν ἔπαυε νά ἀλληλεπιδρᾶ μέ τόν περίγυρό της, νά παίρνει καί νά δίνει, καί, γιατί ὄχι, νά μεγαλουργεῖ ξεπερνώντας τά σύνορα;

Σήμερα τό τοπίο θυμίζει συχνά (ὄχι πάντα) βάλτο μέ ἐρείπια καί ψιθύρους, σάν ἐκεῖνο τό βασίλειο τῶν Μοιρολατρῶν στό ὑπέροχο Παραμύθι χωρίς ὄνομα. Καί σίγουρα ἕνας σκηνοθέτης μετρίως κακεντρεχής δέν θά δυσκολευόταν νά διανείμει τούς ρόλους τοῦ βασιλιᾶ Ἀστόχαστου, τῆς βασίλισσας Παλάβως, τῆς Ζήλιως, τῆς Πικρόχολης…

9. Ἡ ἀντίθεση στήν ἀρχική θέση ἔχει, νομίζουμε, σκιαγραφηθεῖ ἐπαρκῶς κατά τήν ἀνάπτυξη τῶν συντεταγμένων τοῦ προβλήματος. Μιά κοινωνία πού ἀφήνει τήν ποίηση στήν τύχη της (καί δέν θίξαμε στό παρόν σημείωμα τό τεράστιο κεφάλαιο παιδείας-ἐκπαίδευσης σέ σχέση μέ τήν ὑπόθεση τῆς ποίησης, γιατί αὐτό θά ἀπαιτοῦσε μιά ἐκτενή καί αὐτοτελή ἀνάπτυξη), δέν μπορεῖ παρά νά προσδοκᾶ τυχαίους καρπούς. Σέ συνθῆκες ὤσμωσης, παγκοσμιοποίησης καί ἐντατικῆς πολιτισμικῆς ἐπικοινωνίας ὡστόσο εἶναι εὔκολο νά προδιαγράψει κανείς πρός τά ποῦ θά γείρει ἡ πλάστιγγα, πρός τά ποῦ θά κινηθεῖ ἡ μπάλα.

10. Ἡ ὀφειλόμενη, τέλος, σύνθεση: Πρέπει νά ἀνοίξουν οἱ στρόφιγγες τῆς ὑποστήριξης, μέ χρήματα καί ὑποδομές, καί νά ἀνοίξουν, ἀντίστοιχα καί ταυτόχρονα, τά μπουκωμένα κανάλια τῆς κριτικῆς, τοῦ διαλόγου, τῆς ἀξιολόγησης. Ἕνας γλωσσικός πολιτισμός πού δέν μπορεῖ μέ θάρρος καί εὐθύνη νά καθρεφτιστεῖ στήν ποίησή του καί νά τήν ἀντικαθρεφτίσει μέ τή σειρά του εἶναι ἕνας πολιτισμός σέ βαθιά παρακμή, ἄν ὄχι σέ ἐπιθανάτιο ρόγχο. Σέ πεῖσμα τῶν καιρῶν, σέ πεῖσμα τῆς καθεστηκυίας ἀνευθυνότητας προσωπικοτήτων ἀκραῖα συντηρητικῶν, πού ἀπό καθέδρας ἀρνοῦνται νά ἀναλάβουν τήν εὐθύνη τῶν ἴδιων τῶν διακρίσεων πού τούς ἀπονέμονται, ἀποφαινόμενοι ἀπαξιωτικά γιά τό σύνολο τῆς ποιητικῆς παραγωγῆς ὅσων εἶναι σήμερα κάτω τῶν… ἑξήντα (καί ὅμως, λέγονται καί ξαναλέγονται αὐτά ἀπό τίς στῆλες εἰδικῶν καί γενικῶν ἐντύπων, χωρίς νά προκαλοῦν ὀργή καί ἀντίδραση…), σέ πεῖσμα ὅλων αὐτῶν, ἡ σύγχρονη ἑλληνική ποίηση ὑπάρχει.

Ὑπάρχουν οἱ ποιητές καί οἱ ποιήτριες πού εἶναι σέ θέση, κάθε στιγμή, νά ὑποστηρίξουν τούς στίχους τους ἐντός καί ἐκτός τῶν συνόρων τῆς γλώσσας μας. Πού αἰσθάνονται ἄνετα πλάι στούς ἀλλόγλωσσους ὁμοτέχνους τους, εἴτε αὐτοί εἶναι μετανάστες στή χώρα μας εἴτε ἀνήκουν στίς ἀποκαλούμενες «ἰσχυρές» γλῶσσες. Ὑπάρχουν οἱ ποιητές καί οἱ κριτικοί τους γιατί ὑπάρχουν ἔντυπα ὅπως ἡ Ποιητική (ἡ Ποίηση, ἄλλοτε) καί ἡ Νέα Ἑστία, πού μέ ἐπιμονή καί σοβαρότητα τούς στεγάζουν – χωρίς, βεβαίως, νά περάσει ἀπό κανενός ἰθύνοντος τό μυαλό ὅτι τέτοιου εἴδους προσπάθειες ἀποτελοῦν ἐθνικό κεφάλαιο, ἀπολύτως στηριζόμενο στήν ἰδιωτική πρωτοβουλία καί, κατά μέγα μέρος, στόν ἐθελοντισμό (γιά νά μή θεωρητικολογοῦμε διαρκῶς, καί γενικολογοῦμε, καί ψάχνουμε ψύλλους στά ἄχυρα: ὑπάρχουν καί στήν Ἑλλάδα ἀριστεῖες· ἄς τίς ἀναγνωρίσουμε!).

Ἡ σύγχρονη ἑλληνική ποίηση τῶν πενηντάρηδων, τῶν σαραντάρηδων, τῶν τριαντάρηδων, γιατί ὄχι καί τῶν εἰκοσάρηδων, ὑπάρχει. Οἱ ποιητές καί οἱ ποιήτριες τροφοδοτοῦν τήν ἐργασία τους μέ ὅ,τι διαθέτουν: μέ τή ζωή τους, τίς σπουδές τους, τά διαβάσματά τους, τήν ὕπαρξή τους στό ἀκέραιο. Ὑπάρχουν οἱ ποιητές καί οἱ ποιήτριες – στό βαθμό πού ἡ ποίηση εἶναι ἐπιλογή ζωῆς, καί ὡς τέτοια ἀναγκαστική. Γιατί ὅμως πρέπει νά εἶναι ὑποχρεωτικά καί ἐπιλογή γραφικότητας, κοινωνικῆς ἀμηχανίας, παρασιτισμοῦ, διγλωσσίας, μεταμφίεσης; Εἶναι ἄραγε αὐτή ἡ λεγόμενη «φύση τοῦ πράγματος»; Ὅποτε ὅμως γίνεται λόγος γιά «φύση τοῦ πράγματος» σέ τέτοιες ὑποθέσεις ἀκούγεται συντριπτικός ὁ θόρυβος τῶν ὅπλων πού κατατίθενται καί σκόνη πνιγηρή γεμίζει τά πνευμόνια.

Ἄς τολμοῦσε ἡ Ἑλλάδα νά ὁραματιστεῖ κάτι καλύτερο. Θά ἦταν βῆμα. Τό πρῶτο στή σειρά.

ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ

Το δοκίμιο δημοσιεύτηκε σε αυτό το τεύχος.