Ἐλπίδα καί παραίτηση
Ἐπιλογή ἀπό τή γερμανόφωνη ποίηση
τοῦ ὕστερου 18ου καί τοῦ 19ου αἰώνα
[Ἄιχεντορφ, Γκαῖτε, Κέρνερ, Σίλερ, Χάινε, Χαίλντερλιν κ.ἄ.]
Ἀφιέρωμα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΛΕΝΙΑ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ιδεαλισμός, ἐξερεύνηση τοῦ ἀκραίου, πόθος γιά ἐλευθερία καί ἀγάπη γιά τό ἀνέφικτο καί τό παράδοξο διαπνέουν τούς γερμανόφωνους ποιητές τοῦ ὕστερου 18ου καί τοῦ 19ου αἰώνα: ποιητές τῆς αὐγῆς καί τῆς καρδιᾶς τοῦ ρομαντικοῦ κινήματος, ἀλλά καί ἄλλους, ὅπως ὁ Γκαῖτε, πού ἐνῶ ἀρνήθηκαν τή σχέση μέ τό Ρομαντισμό, ἐντούτοις τόν ἐπηρέασαν βαθύτατα καί εἶχαν στούς κόλπους του φλογερούς θαυμαστές. Ἡ ποίησή τους παίζει μέ τήν ἐλπίδα σάν νά ‘ναι ὅπλο ἤ πιστός φίλος, ἕνας φίλος συχνά ἐπικίνδυνος καί πλάνος. Ὁ ἀντίποδας τοῦ φίλου αὐτοῦ, ἡ παραίτηση, ταυτίζεται συχνά μέ τή λαχτάρα γιά τό θάνατο, μέ τήν ἐγκατάλειψη στήν ἐξουσία τοῦ τυράννου-ἔρωτα ἤ τήν ἀπαλλαγή ἀπό τίς ψευδαισθήσεις τῶν ἐγκοσμίων. Εἶναι ὅμως ἐλπίδα καί παραίτηση πάντοτε ἐχθρές;
Ὁ Ρομαντισμός, ἤδη ἀπ’ τά πρῶτα του βήματα, πετᾶ μακριά τούς πανανθρώπινους νόμους περί Ἁρμονίας καί Ὡραίου πού κήρυξε ὁ Διαφωτισμός. Τό ἀδιάσειστο καί ἀναλλοίωτο παύουν νά τόν ἐνδιαφέρουν: ψάχνει τώρα στό χῶμα τῆς πατρίδας, στό πνεῦμα πού διαπερνᾶ τό ἔθνος καί τή δημώδη του τέχνη, στή νοσταλγία γιά τό ἀνεπίστρεπτο, γιά τό ἄπειρο, τό ὑπερβατικό καί ἀνεκλάλητο. Ποθεῖ ὅμως καί τήν ἐλευθερία καί τό καινούριο. Δέν τό πράττει τόσο. Μᾶλλον τό ὁραματίζεται περιπλανώμενος ἀνάμεσα σέ μνήματα καί ἐρείπια ἤ ἀτενίζοντάς το ἀπό τά ὑψώματα τῆς ἀπομόνωσης. Ξεχνᾶ νά γκρεμίσει, συνεπαρμένος ἀπό τό μυστήριο. Ἀναβάλλει τή χειραφέτησή του σκάβοντας γιά τίς ρίζες του ἀνάμεσα σέ νεκρά κλαδιά καί φύλλα. Ἡ λατρεία γιά τό μυστήριο καί τό ἀθέατο τόν κάνει νά ἀντλεῖ ζωή ἀπό τό θάνατο καί νά θανατώνει τή ζωή ἐπιμένοντας μέχρις ἐσχάτων σέ αἰσθήματα καί ἀγῶνες χωρίς προοπτική. Ἐλπίδα καί παραίτηση συμβιώνουν μέ παράδοξο τρόπο μέσα στό ράθυμο καί ὁρμητικό του αἷμα, στή νεανική ἀλλά βαριά ἀπό τή μνήμη σκέψη του, μέσα στήν ἀνίατη ἀγάπη του γιά ἀδιέξοδες πράξεις καί γεγονότα πού ὁδηγοῦν μετά ἀπό πλῆθος οἰωνῶν καί μέ μαθηματική ἀκρίβεια στό μοιραῖο. Ὁ Ρομαντισμός παίζει θυελλωδῶς μέ τίς ἀντιφάσεις καί τό παράλογο, ὅπως ἔπαιξε ὁ Διαφωτισμός μέ τή νηφαλιότητα καί τούς νόμους τῆς λογικῆς. Βυθομετρᾶ τίς ἀβύσσους τῆς ψυχῆς καί σπάει τούς νόμους τοῦ δυϊσμοῦ: ἀγαπημένη του ἀσχολία γίνεται ἡ πάλη τῶν ἀντιθέτων, τό ἀπερίγραπτο καί ἀτελές τῆς ὕπαρξης, ὅ,τι κρύβεται πίσω ἀπό τά φαινόμενα καί τή συνείδηση, πίσω ἀκόμη καί ἀπό τή βούληση καί τή νόηση: Ὄχι πιά τό τί συμβάλλει στήν ἁρμονία, ἀλλά τό τί τή διαλύει καί τήν ὑπονομεύει. Ὄχι οἱ σύμμαχοι τῶν φωτεινῶν αἰσθημάτων ἀλλά οἱ μυστικοί τους πολέμιοι, οἱ σκοτεινοί τους ἀντίποδες. Ὄχι ἡ εὐθεία ἀλλά ἡ τεθλασμένη ὁδός: πόση ἐλπίδα μπορεῖ νά πηγάσει γιά τόν κατακτητή ἔρωτα ἀπό τήν ὑποταγή καί τήν ἐγκατάλειψη τοῦ ἰδίου θελήματος; Πόση παραίτηση ἀπό τά ἐγκόσμια χρειάζεται γιά νά μπορέσεις νά ἐλπίσεις στά μέλλοντα ἀγαθά; Πόση ἐλπίδα μπορεῖ νά κρύβει ἡ ὀλιγάρκεια, πόση παραίτηση ἡ προσδοκία τοῦ ἰδεώδους;
Πόσα πρέπει νά ἀφήσει κανείς πίσω του ἀπ’ τόν οἰκεῖο, ἀγαπημένο κόσμο, γιά νά στραφεῖ πρός τήν ἄγνωστη πατρίδα πού τόν καλεῖ ἀκατάβλητη; Κι αὐτή ἡ περίφημη μακρινή πατρίδα, τροφός τόσων ἐλπίδων, δέν γεννᾶ ἄραγε μαζί μ’ αὐτές καί τήν παραίτηση; Τήν παραίτηση τοῦ ὁδοιπόρου πώς θά τή βρεῖ ποτέ σ’ αὐτό τόν κόσμο; Ἡ τέλεια πατρίδα ἴσως καί νά ‘ναι εὐφημισμός: τό γλυκύτερο ὄνομα τῆς μοναξιᾶς τοῦ ἀουτσάιντερ. Ἴσως νά εἶναι τό χρυσό ὅραμα στό ὁποῖο πρέπει νά ἐλπίσει ὁ ἀλλόκοτος, ἀνένταχτος ρομαντικός, γιά νά βρεῖ τή δύναμη νά παραιτηθεῖ ἀπό τόν ἁπτό κόσμο πού τόν γέννησε. Ἡ ἐλπίδα γιά μιά πατρίδα ἀπαλλαγμένη ἀπό βία καί ἀδικία, γεμάτη θαλερούς καρπούς καί πνευματώδεις ἀνθρώπους, ὑπῆρξε γιά τό Διαφωτισμό ἡ πίστη σ’ ἕνα εὔρωστο, φωτεινό μέλλον στό ὁποῖο φτάνεις ἐξασκώντας τή νόηση, τή βούληση καί τό ἦθος σου. Μοιάζει ὅμως πώς πολλά ἀπό τά ἐργαλεῖα πού κράτησε τό ἐνήλικο, δεξιοτεχνικό χέρι τοῦ Διαφωτισμοῦ, γίνονται ἐπικίνδυνα στό ἀσυγκράτητο, ἐφηβικό μπράτσο τῶν ρομαντικῶν ἐπαναστατῶν. Ἡ πίστη στή γνώση μεταμορφώνεται σέ ὀδυνηρή ἐπίγνωση τοῦ ἄπειρου καί ἀπροσδιόριστου σύμπαντος. Ἡ ἐλευθερία τριγυρίζει σάν ἐξόριστο θηρίο τά ἀνάκτορα τῆς Παλινόρθωσης.
Οἱ λογαριασμοί μέ τό παρελθόν καί τούς προγόνους χάσκουν σάν ἀνοιχτά μνήματα. Τά σφάλματα, οἱ παρεξηγήσεις, τά αἰσθήματα βαραίνουν πάνω στούς ἀνθρώπους. Οἱ ρομαντικοί ἀπορρίπτουν μέ βδελυγμία τίς λύσεις πού ἔδινε μέ μαγικό ραβδί τό μπαρόκ: τά συγκαταβατικά πρός τήν ἀνθρώπινη φύση χαμόγελα, τά ἐπιμύθια σέ ἄψογο στίλ, τό κλείσιμο τοῦ ματιοῦ πρός τούς συνένοχους θεατές. Ἀκόμη καί ἡ σχέση μέ τόν Θεό ξεφεύγει γι’ αὐτούς ἀπό τήν ἐθιμοτυπία καί γίνεται προσωπική, βασανιστική καί περίπλοκη. Οἱ δρόμοι πού βγάζουν ἔξω ἀπό τίς πόλεις καί τά μπαρόκ ἀνάκτορα εἶναι γεμάτοι λάσπη καί κακοτοπιές. Κάτι ὑπάρχει πίσω ἀπό τά πράγματα, κάτι σκοτεινό καί ἄμορφο ἀλλά πανταχοῦ παρόν, πού ἔχει πάντοτε τήν τελευταία λέξη καί συγχύζει καί ὁδηγεῖ στό ναυάγιο τίς ἀνθρώπινες προσπάθειες.
Ὁ Ρομαντισμός μετέτρεψε τήν προσδοκία σέ ἔμμονη ἰδέα: ἄρχισε νά κατατρύχεται ἀπό τόν πόθο τοῦ ἄλλου τόπου σάν ἀπό δαιμόνιο καί νά περνᾶ ἀπό μέρος σέ μέρος κι ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο, ἄπατρις καί ἀειπλάνητος. Ὁ πόθος γιά καθετί ἀνέφικτο ξεπήδησε ἀπό μέσα του. Τέλος, θέλησε νά κάνει ποθητό τό θάνατο. Ὀνόμασε τή φρίκη τοῦ μυστηρίου ἀνάπαυση καί ἀπαλλαγή ἀπό τόν κόσμο καί τούς ἀνθρώπους πού διαρκῶς ἐκχυδαΐζουν ὅ,τι πιάνουν στά χέρια τους καί ἐξανεμίζουν τή θεϊκή πνοή ὁποιουδήποτε ἰδεώδους.
Ἔσχατη ἀγάπη καί ἔσχατο μίσος γιά τούς ἀνθρώπους, τή φύση, τό θεῖο, τό σύμπαν συγκλονίζουν ἀδιάκοπα τούς ρομαντικούς. Ἡ τέχνη τῶν αἰσθημάτων πού τήν ἐξάσκησαν στό ἔπακρο, ἀφήνει γι’ αὐτούς πάντοτε ἔλλειμμα στό λογαριασμό τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.
Μπορεῖ μέν ἡ σχέση σου μέ τό σύμπαν νά εἶναι ἄφατη, ἐσύ ὅμως ὀφείλεις παρ’ ὅλα αὐτά νά τήν ἐκφράσεις. Αὐτή εἶναι ἡ ὅλη ἀγωνία, αὐτό εἶναι τό κεντρικό ζητούμενο. Αὐτή εἶναι ἡ ἀέναη Sehnsucht [λαχτάρα], αὐτός εἶναι ὁ διακαής πόθος, αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁδηγούμαστε σέ μακρινές χῶρες, […], ἐνδίδουμε σέ κάθε λογῆς φαντασιώσεις. […] Ἄν ὁ οἶκος πού ἀναζητοῦν οἱ ρομαντικοί, ἄν ἡ ἁρμονία καί ἡ τελειότητα γιά τίς ὁποῖες μιλοῦν ἦταν πράγματι δυνατόν νά τούς δοθοῦν, ἐκεῖνοι θά τίς ἀρνιόνταν. Πρόκειται κατά κανόνα –καί ἐξ ὁρισμοῦ θά ἔλεγα– γιά κάτι τό ὁποῖο μπορεῖ κανείς νά προσεγγίσει, ἀλλά ὄχι καί νά φτάσει: αὐτή εἶναι ἡ φύση τῆς πραγματικότητας.[1]
JOHANN WOLFGANG VON GOETHE [1749-1832]
Μινιόν
Ξέρεις ἐσύ τή χώρα αὐτή πού οἱ λεμονιές ἀνθίζουν;
Πού πορτοκάλια χρυσαφιά τίς φυλλωσιές φλογίζουν;
Αὔρα λεπτή ἀπ’ τά κυανά τά ουράνια κατεβαίνει
ψηλά ἡ δάφνη στέκει ἐκεῖ καί ἡ μυρτιά σωπαίνει;
Τήν ξέρεις ἄραγε;
Γιά εκεῖ
θά ‘θελα, ἀγαπημένε μου, μαζί σου νά τραβήξω!
Ξέρεις τό σπίτι; Κίονες τή στέγη του στηρίζουν,
λάμπει ἡ μεγάλη αἴθουσα, τά δώματα φεγγίζουν.
Κι ἀγάλματα ἀπό μάρμαρο στέκουν καί μέ κοιτᾶνε,
«Τί σοῦ ‘καναν, φτωχό παιδί;» εἶναι σάν νά ρωτᾶνε.
Τό ξέρεις ἄραγε;
Γιά εκεῖ
θά ἤθελα, προστάτη μου, μαζί σου νά τραβήξω.
Ξέρεις ἐκεῖνο τό βουνό πού ‘χει νεφέλης στέμμα;
Μές στήν ὁμίχλη χάνεται τοῦ μουλαριοῦ τό βλέμμα.
Καί κατοικεῖ μές σέ σπηλιές ἡ ἀρχαία σπορά τῶν δράκων
καί κάτω σπάει
γιά εκεῖ ὁ δρόμος μας τραβᾶ! Πατέρα, ἔλα νά πᾶμε!
Ἡ θάλασσα, στό γκρέμισμα τῶν βράχων!
Γιά εκεῖ!
Το αφιέρωμα δημοσιεύτηκε σε αυτό το τεύχος.