Χρύσα Φραγκιαδάκη – Δική του: με το Δικαίωμα της Λευκής Επιλογής

Δική τουμέ τό Δικαίωμα τῆς Λευκῆς Ἐπιλογῆς
(
μέ ἀφορμή τό ποίημα τοῦ Billy Collins
«Taking off Emily Dickinson’s clothes»)

Ἡ Ἔμιλυ Ντίκινσον (Emily Dickinson), τό σημαντικότερο μυαλό πού ἐμφανίστηκε ἀνάμεσα στούς Δυτικούς ποιητές τούς τελευταίους περίπου τέσσερις αἰῶνες κατά τόν Χάρολντ Μπλούμ (Harold Bloom), δέν εἶχε δημοσιεύει ὅσο ζοῦσε παρά ἑπτά ποιήματα – καί μάλιστα ἀνώνυμα. Πεθαίνοντας σέ ἡλικία 54 ἐτῶν, τό 1886, ἄφησε στούς οἰκείους της ἕναν ἀπρόσμενο καί ἐν πολλοῖς ἀνεκτίμητο ποιητικό θησαυρό (περίπου 900 ποιήματα ταξινομημένα σέ 60 «τετράδια» καί ἕνα χάος ἀπό ἄλλα τόσα, ἡμιτελή ἤ ἀνεπεξέργαστα, γραμμένα μέ μολύβι σέ κάθε εἴδους χαρτί καί ἀπόκομμα) – καί τό αἴνιγμα τῆς ζωῆς της, γιά νά τό διαχειριστοῦν… ἐν λευκῶ.

Πραγματικά, ἡ ἀποτραβηγμένη, περίκλειστη ζωή της πυροδότησε τή φαντασία τῶν μελλοντικῶν ἀναγνωστῶν της σχεδόν ἐξίσου ἔντονα μέ τή ρηξικέλευθη, ἀνανεωτική καί ἀπό κάθε ἄποψη μοναδική ποίησή της, ἡ ὁποία βρῆκε τό δρόμο τῆς ἔκδοσης ὕστερα ἀπό διάφορες περιπέτειες ἀποδοχῆς, «ἀναδοχῆς» καί «ἐπιμέλειας» (βλέπε «κανονιστικές» ἐπεμβάσεις). Ἡ εἰκόνα-κλισέ μέ τήν ὁποία ταυτίστηκε ἡ Ἔμιλυ Ντίκινσον εἶναι αὐτή τῆς μονίμως λευκοντυμένης μοναχικῆς φιγούρας πού ἔζησε κλεισμένη στό πατρικό της σπίτι στό Ἄμχερστ τῆς Μασαχουσέτης, ἐπικοινωνώντας σχεδόν μόνο μέ τήν ἀδερφή της Λαβίνια (Lavinia), τόν ἀδερφό της Ὦστιν (Austin) καί τή νύφη της Σούζαν Γκίλμπερτ-Ντίκινσον (Suzan Gilbert-Dickinson) (ἡ ὁποία φέρεται ὡς ἐπιστήθια φίλη, προνομιακή πρωταναγνώστρια καί μοναδική κριτικός τοῦ ἔργου της), τό ὑπηρετικό προσωπικό – καί διατηρώντας σποραδική ἀλληλογραφία μέ τόν Τόμας Γουέντγουορθ Χίγκινσον (Thomas Wentworth Higginson), τό δοκιμιογράφο καί κριτικό ὁ ὁποῖος δέν βρῆκε τήν τόλμη, ὅσο ἐκείνη ἦταν ἐν ζωῆ, νά ὑπερβεῖ τά παραδοσιακά, συντηρητικά λογοτεχνικά κριτήρια τῆς ἐποχῆς καί νά τήν ἐνθαρρύνει ἠθικά καί πρακτικά στήν ἔκδοση τῶν ποιημάτων της.

Ὡστόσο, ὁ βασικός μύθος ἀναπαρήχθη σέ δύο τουλάχιστον ἐκδοχές, πού σχετίζονται τόσο μέ τό πρόσωπο πού ἀνέλαβε τελικά τήν εὐθύνη τῆς ἐπιμέλειας καί ἔκδοσης τοῦ ἔργου της, τή Μέημπελ Λούμις Τόντ (Mabel Loomis Todd), σύζυγο ἑνός καθηγητῆ στό Amherst College, ὅσο καί μέ καλά κρυμμένα οἰκογενειακά μυστικά: θεωρεῖται κοινό μυστικό ὅτι ἡ Μέημπελ ὑπῆρξε γιά πολλά χρόνια ἐρωμένη τοῦ Ὦστιν –ὁ γάμος τοῦ ὁποίου μέ τή Σούζαν μᾶλλον δέν ἐκπλήρωνε ὅλες τίς προϋποθέσεις τῆς εὐτυχίας– καί ὡς ἐκ τούτου διαρκής πηγή τριβῶν στή ζωή τῆς οἰκογένειας, μιᾶς ζωῆς πού ἐνδέχεται ἡ εὐαίσθητη Ἔμιλυ νά τή βίωσε ὡς «γεμάτο ὅπλο», σύμφωνα μέ τόν πασίγνωστο στίχο της. Ἀπό τήν πλευρά τῶν Ντίκινσον, εὐνοήθηκε ἡ εἰκόνα μιᾶς συγκινητικῆς, ὑπερευαίσθητης γυναίκας ἡ ὁποία, πληγωμένη πιθανῶς ἀπό τόν ἀνεκπλήρωτο ἔρωτά της γιά ἕναν ἄντρα τόν ὁποῖο δέν μποροῦσε νά ἔχει, ἔζησε μοναχικά καί ἀποτραβηγμένα, βρίσκοντας παρηγοριά στήν καθημερινή οἰκογενειακή ζωή καί στό γράψιμο. Ἀπό τήν πλευρά τῶν συγγενῶν τῆς Μέημπελ, φαίνεται ὅτι εὐνοήθηκε ἡ ἐκδοχή πώς ἡ ποιήτρια ὁδηγήθηκε στήν ἀπομόνωση ἐξαιτίας τῆς ἀπογοήτευσης, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά ἐκδώσει τήν ποίησή της, καί τῆς βαθμιαίας ἀποξένωσής της ἀπό τή Σούζαν, ἡ ὁποία ἔπαψε νά τή στηρίζει θεωρώντας την ἀνίκανη γι’ αὐτό. Στό παρασκήνιο, γιά τό ἐκρηκτικά διευρυνόμενο ἀναγνωστικό κοινό της «ἔπαιξαν» ὅλα τά πιθανά σενάρια σχετικά μέ τίς αἰτίες τῆς ἀπομόνωσής της, καθώς καί σχετικά μέ τή σεξουαλικότητά της: γράφτηκε ὅτι ἦταν λεσβία (μέ τήν ὑπόνοια ὁμοφυλοφιλικῆς σχέσης μέ τή Σούζαν), ὅτι παρέμεινε ἀνέραστη σέ ὁλόκληρη τή ζωή της, ὅτι ἦταν ἀγοραφοβική σέ βαθμό ὑστερίας καί, τέλος, μιά νεότερη ἐκδοχή, τήν ὁποία ὑποστηρίζει ἡ συγγραφέας Λύνταλ Γκόρντον (Lyndall Gordon) στό βιβλίο της Lives like Loaded Guns, Vicking Press (Νέα Ὑόρκη, 2010), τή θέλει νά πάσχει ἀπό κάποια μορφή ἐπιληψίας πού τήν ἐμπόδιζε νά ἔχει κανονική ζωή, γιά τόν ἐπιπρόσθετο λόγο ὅτι μιά τέτοια πάθηση ἀποτελοῦσε στίγμα γιά τήν κλειστή βικτοριανή κοινωνία τοῦ Ἄμχερστ τοῦ 19ου αἰώνα.

Ὁ Μπίλλυ Κόλλινς (Billy Collins), δαφνοστεφής ποιητής τῆς Ἀμερικῆς καί καθηγητής τῆς ἀγγλικῆς γλώσσας στό Lehman College τοῦ City University of New York μέ πλούσιο ἀκαδημαϊκό ἔργο, ἐπιχειρεῖ μιά δική του, πρωτότυπη προσέγγιση στήν προσωπικότητα καί στή ζωή τῆς Ἔμιλυ Ντίκινσον, στό πλαίσιο τῆς ποιητικῆς συνομιλίας μέ τήν ἀγαπημένη του ὁμότεχνη (ἐκτός τοῦ ὅτι διδάσκει τήν ποίησή της, ἔχει γράψει τήν Εἰσαγωγή στήν ἔκδοση Modern Library Collection of Emily Dickinson’s Poems). Ὁ ἴδιος ἐξηγεῖ ὅτι, ἄν καί θεωρεῖ ὅτι ὅλη αὐτή ἡ βιογραφική περιέργεια δέν θά ὑπῆρχε χωρίς τά ἴδια της τά ποιήματα, πού εἶναι αὐτάρκη καί τά ἐξηγοῦν ὅλα, ὅλες αὐτές οἱ εἰκασίες καί ἡ ἀμείωτη περιέργεια τοῦ κοινοῦ τόν ὁδήγησαν νά γράψει ἕνα ποίημα μέ τίτλο «Taking off Emily Dickinson’s clothes», ὅπου «μέ κάπως παιγνιώδη τρόπο, προσπάθησε νά βάλει τά πράγματα σέ μιά τάξη… κάνοντας ἔρωτα μαζί της»! Πέραν τοῦ γαργαλιστικοῦ τίτλου καί τοῦ εὐφυοῦς εὑρήματος, πού ὡστόσο τοῦ κόστισε κάμποση «κριτική» ἀπό τούς φεμινιστικούς ἀκαδημαϊκούς κύκλους, ὁ Κόλλινς καταφέρνει μέ ἀπολαυστικό τρόπο νά ἀποδώσει τά αἰσθήματα πού γεννᾶ στόν ἀναγνώστη ἡ ποίηση τῆς Ντίκινσον, τήν ὁποία βιώνει κάποιος ἐν εἴδει ἐρωτικῆς κορύφωσης, ἀρκεῖ νά καταφέρει πρῶτα νά ἐπιμείνει ὑπομονετικά στά «προκαταρκτικά» τῆς ἀνάγνωσης: στήν ὀπτική ἀπόλαυση τοῦ σώματος τοῦ ποιήματος, «ντυμένου» μέ τήν περίτεχνη καί ἐξεζητημένη στίξη (τίς περίφημες παῦλες της, τά ἀρχιγράμματα κ.λπ.), στούς ἤχους του (μέ τή βοήθεια τοῦ κοινοῦ –στήν κυριολεξία– μέτρου της, τοῦ common meter τῶν παιδικῶν τραγουδιῶν καί τῶν προτεσταντικῶν ὕμνων, πού διαδοχικά καθησυχάζει καί ἐρεθίζει τόν ἀναγνώστη), στή σταδιακή οἰκειοποίηση τῆς ἐξαιρετικά δυνατῆς εἰκονοποιίας του μέχρι τό σόκ ἀπό τήν ἀνατρεπτική χρήση τῆς γλώσσας. Σέ λογοτεχνικό ἐπίπεδο, ὁ Κόλλινς ἀνανεώνει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο οἱ ποιητές συνομιλοῦν μέ ποιητές, ἀλλά καί περιγράφει γλαφυρά ποιά εἶναι ἡ πραγματική σχέση κάθε ἀναγνώστη μέ τό (ἀντι)κείμενο τοῦ πόθου του, ἀφοῦ (γιά νά παραφράσουμε ἤ μᾶλλον νά ἀντιστρέψουμε τόν Χάρη Βλαβιανό στό «Minima Poetica», Ποιόν ἀφορᾶ ποίηση; ) ἀνταλλαγή λεξιλογίου εἶναι ἔρωτας.

 

ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Οἱ τρεῖς τελευταῖοι στίχοι τοῦ ποιήματος τοῦ Κόλλινς παραφράζουν τρία γνωστά καί σημαντικά ποιήματα τῆς Ἔμιλυ Ντίκινσον, τά: 254 (Hope is the thing with feathers –), 764 (My Life had stood – a Loaded Gun –) καί 280 (I felt a Funeral in my Brain). Σέ ὅλο τό ποίημα, ἐξάλλου, ὑπάρχουν διάσπαρτες νύξεις σέ ἄλλα ποιήματά της (ἡ εἰκόνα τῆς μύγας στό τζάμι καί τῆς καρότσας-νεκροφόρας (;) πού περνᾶ ἔξω ἀπό τό σπίτι), καθώς καί στήν εἰκονοποιία της καί στήν ἰδιότυπη χρήση τῆς στίξης.

Γιά τή μετάφραση τοῦ ποιήματος χρησιμοποιήθηκε ἡ συλλογή Sailing Alone Around the Room, Random House Paperback Editions (Νέα Ὑόρκη, 2002). Γιά τά στοιχεῖα σχετικά μέ τή λογοτεχνική παραγωγή τῆς Ντίκινσον χρησιμοποιήθηκαν οἱ εἰσαγωγικές σημειώσεις τοῦ μεταφραστῆ Κώστα Ἰωάννου στήν ἔκδοση Emily Dickinson, ποιήτρια τῶν ἑπομένων ἐποχῶν, Γαβριηλίδης (Ἀθήνα, 1996), ἐνῶ κάποια στοιχεῖα σχετικά μέ τίς νεότερες εἰκασίες γιά τή ζωή της καί τά ἀποσπάσματα τῆς συνέντευξης τοῦ Μπίλλυ Κόλλινς πάρθηκαν ἀπό τήν ἐκπομπή Fresh Air τῆς Terry Gross στό NPR, μέ τίτλο «A poet’s affection to Emily Dickinson» (6 Ἰουλίου 2010).

 

Μπίλλυ Κόλλινς

ΓΔΥΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ

Πρῶτα, ἡ τούλινη πελερίνα,
πού τραβήχτηκε εὔκολα ἀπ’ τούς ὤμους της κι ἀφέθηκε
στήν πλάτη τῆς ξύλινης καρέκλας.

Καί τό μπονέ της,
πού ὁ φιόγκος του λύθηκε μ’ ἕνα ἐλαφρό τράβηγμα.

Ὕστερα, τό μακρύ λευκό φόρεμα, πιό
περίπλοκη ὑπόθεση μέ τά φιλντισένια
κουμπιά κατά μῆκος τῆς πλάτης,
τόσο μικροσκοπικά καί πολυάριθμα πού περνάει μιά ζωή
μέχρι νά καταφέρουν τά χέρια μου νά τό ἀνοίξουν,
σάν τόν κολυμβητή πού σχίζει τό νερό,
καί νά γλιστρήσουν μέσα.

Θά θέλετε νά ξέρετε
ὅτι ἐκείνη στεκόταν
δίπλα στό ἀνοιχτό παράθυρο τῆς ἐπάνω κρεβατοκάμαρας,
ἀκίνητη, μέ κάπως γουρλωμένα μάτια,
κοιτώντας κάτω πρός τόν κῆπο,
μέ τό λευκό φόρεμα στά πόδια της σάν λιμνούλα
στό δρύινο πάτωμα μέ τίς φαρδιές σανίδες.

Τήν πολυπλοκότητα τῶν γυναικείων ἐσωρούχων
στήν Ἀμερική τοῦ δέκατου ἔνατου αἰώνα
δέν πρέπει νά τήν προσπερνᾶς·
κι ἐγώ προχωροῦσα σάν ἐξερευνητής τῶν πόλων
ἀνάμεσα σέ καρφίτσες, ἀγκράφες καί πόρπες,
δεσίματα, τιράντες καί κορσέδες μέ μπανέλες,
ἀρμενίζοντας πρός τό παγόβουνο τῆς γύμνιας της.

Ἀργότερα, ἔγραψα σ’ ἕνα τετράδιο
πώς ἦταν σάν νά ἵππευα ἕναν κύκνο μές στή νύχτα,
ἀλλά, βεβαίως, δέν μπορῶ νά σᾶς τά πῶ ὅλα –
μέ ποιόν τρόπο πῆρε τά μάτια ἀπ’ τόν κῆπο,
πῶς χύθηκαν τά μαλλιά της ἐλεύθερα ἀπ’ τά τσιμπιδάκια,
ὅτι ὑπῆρχαν ξαφνικές παῦλες
ὅσες φορές μιλούσαμε.

Αὐτό πού μπορῶ νά σᾶς πῶ εἶναι
πώς εἶχε φοβερή ἡσυχία στό Ἄμχερστ
ἐκεῖνο τό ἀπόγεμα τοῦ Σαββάτου,
μονάχα μιά ἅμαξα περνοῦσε ἔξω ἀπ’ τό σπίτι
καί μιά μύγα βούιζε στό τζάμι.

Ἔτσι τήν ἄκουσα ὁλοκάθαρα ν’ ἀνασαίνει
ὅταν ξεκούμπωσα καί τήν τελευταία
κόπιτσα τοῦ κορσέ της,

τήν ἄκουσα καί ν’ ἀναστενάζει ὅταν τελικά τόν ξέσφιξα,
ὅπως ἀναστενάζουν μερικοί ἀναγνῶστες ὅταν ἀντιλαμβάνονται
ὅτι ἡ Ἐλπίδα ἔχει φτερά,
ἡ Λογική εἶναι μιά σανίδα,
ἡ Ζωή εἶναι ἕνα γεμάτο ὅπλο
πού σέ κοιτάζει κατάφατσα μέ κίτρινο μάτι.

ΧΡΥΣΑ ΦΡΑΓΚΙΑΔΑΚΗ

Το δοκίμιο και το ποίημα δημοσιεύτηκαν σε αυτό το τεύχος.