ΜΕ ΛΥΡΙΣΜΟ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΑΙ ΑΝΕΝΤΑΧΤΟ
Ἀργύρης Χιόνης, Ὅ,τι περιγράφω μέ περιγράφει, Γαβριηλίδης, Ἀθήνα 2010
Δωδέκατη συλλογή γιά τόν Ἀργύρη Χιόνη (γενν. 1943), ἕξι χρόνια ἔπειτα ἀπό τήν προηγούμενη ποιητική του κατάθεση (Στό ὑπόγειο, Νεφέλη, 2004).
Ἐντατική καί πολύπλευρη ἡ ἐνδιάμεση λογοτεχνική του δραστηριότητα: μεταξύ ἄλλων, ὁ Χιόνης ἐξέδωσε συγκεντρωμένο τό ποιητικό του ἔργο ἀπό τό 1966 ἕως τό 2000 (Ἡ φωνή τῆς σιωπῆς, Νεφέλη, 2006), μετέφρασε ξένη ποίηση (Nicanor Parra, Ποιήματα ἐπείγουσας ἀνάγκης, Γαβριηλίδης, 2008), δημοσίευσε παλαιότερά του θεατρικά μονόπρακτα (Τό μήνυμα καί ἄλλες δύο φάρσες, Κίχλη, 2009), ἐνῶ καλλιέργησε μέ ἰδιαίτερη ἐπιτυχία, ἀποτυπωμένη καί σέ βραβεύσεις, καί τή φόρμα τοῦ σύντομου πεζογραφήματος.
Ἡ «νεανική» αὐτή δημιουργική ὁρμή, φανέρωση μιᾶς φωνῆς ἰδιαίτερης καί χαρακτηριστικῆς, ἐνταγμένη βέβαια στόν τρόπο τῆς ὡριμότητας, δέν τόν ἐγκαταλείπει οὔτε στό νέο του βιβλίο. Ὁ τίτλος, πού μπορεῖ νά διαβαστεῖ ὡς αἰσθητική ἀρχή καί διακήρυξη ποιητικῆς, καθορίζει τό ἐπίπεδο τοῦ στοχασμοῦ καί τή διαλεκτική σχέση τοῦ ποιητῆ μέ τά θέματά του. Κατά κάποιον τρόπο, τό Ὅ,τι περιγράφω μέ περιγράφει ἀναφέρεται σέ ὁλόκληρο τό ἔργο τοῦ Χιόνη, ὁριοθετώντας τό ἀντικείμενο τῆς ἀφήγησής του ἀπό βιβλίο σέ βιβλίο: μιά οἱονεί αὐτοβιογραφία ἐν ἐξελίξει, πολυπρόσωπη καί ποικιλόμορφη.
Τήν ἔκδοση συνοδεύει CD, ὅπου ὁ ποιητής ἀπαγγέλλει μεγάλο μέρος τοῦ βιβλίου, ἐνῶ ἔχουν μελοποιηθεῖ καί δύο ποιήματα, «Ὁ τζουτζές» ἀπό τόν Νίκο Ζούδιαρη, σέ ἑρμηνεία τοῦ Χρήστου Θηβαίου, καί «Ὁ στρατηλάτης» σέ σύνθεση καί ἑρμηνεία τοῦ Φοίβου Βλάχου. Ὑπογραμμίζεται ἔτσι ἡ σχέση τοῦ λόγου μέ τήν ἐκφορά του, ἡ πρόσληψη τῆς ποίησης καί μέ τήν ὅραση καί μέ τήν ἀκοή.
Στά πέντε μέρη πού ἀποτελοῦν τό βιβλίο, ὁ Χιόνης ἐνσωματώνει μορφικά στοιχεῖα τόσο ἀπό τόν ἔμμετρο στίχο ὅσο καί ἀπό τόν πεζό λόγο. Ἡ ποιητική ἐμπειρία βιώνεται ἐδῶ ὡς ἐξίσου λογοτεχνική καί φιλοσοφική· ὁ στοχασμός γίνεται ἄσκηση ποιητικῆς καί ἡ ποίηση μιά φιλοσοφία τῆς ματαιότητας.
Ἡ πρώτη ἑνότητα, τά «Προσωπεῖα», περιγράφει, θά λέγαμε, καί ἐπικαλεῖται διαφορετικές ἐκδοχές τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ. Πλάθονται φυσιογνωμίες πού προσδιορίζουν καί τήν πολιτική διάσταση τοῦ κειμένου, μέ τή μορφή τῆς παραβολῆς ἤ μέ τήν καβαφική εἰρωνεία.
Στίς «Ἐκδοχές τοῦ τέλους», πού εἶναι γραμμένες σέ πεζό λόγο βαθιᾶς συμπύκνωσης, ἀναδεικνύεται –ἀνάμεσα στή σιωπή καί τή μουσική– ἡ ἀντιπαράταξη στό θάνατο μέ νηφαλιότητα καί τσεχοφικό μειδίαμα, ἐνῶ οἱ «Προσευχές» συνιστοῦν μιά θεολογία τοῦ συναισθήματος, ἐμποτισμένη μέ τούς τόνους γήινης καί ἀνεπιτήδευτης τρυφερότητας.
Τά «Ἰδεογράμματα Β΄», ἄσκηση ὕφους ἀπό τό χαϊκού στό τάνκα, καταγράφουν, μέ λόγο λιτό καί ἐλλειπτικό, λυρικό καί παιγνιώδη, ὁδηγίες χρήσεως τοῦ βίου καί τῆς τέχνης. Τέλος, στήν πέμπτη ἑνότητα, μέ τόν τίτλο «Παίγνια καί σάτιρες», ὁ Χιόνης ἐπικοινωνεῖ διακειμενικά μέ τήν παράδοση τοῦ σατιρικοῦ λόγου, αὐτοσαρκάζεται καί ἀναστρέφει τολμηρά τούς μύθους αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Ὁ ποιητής κάνει τόν ἀπολογισμό του καί στοχάζεται, μέ διαυγές βλέμμα καί πνεῦμα. Ὁ στοχασμός αὐτός ὑπερβαίνει τό ποιητικό ἀντικείμενο, δίχως ὅμως νά τό στερεῖ ἀπό τούς χυμούς του. Μέ λυρισμό προσωπικό καί ἀνένταχτο, συνθέτει τά «εἰς ἑαυτόν» του, ἐκεῖνος πού «πέρασε τή ζωή του, / γράφοντας ποιήματα / μέ τή γομολάστιχα».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ
Η κριτική δημοσιεύτηκε σε αυτό το τεύχος.