Jorge Luis Borges
Σύντομοι ὁρισμοί γιά τήν ποιητική τέχνη
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ
Ἡ ποίηση δέν εἶναι λιγότερο μυστηριώδης ἀπό τά ὑπόλοιπα στοιχεῖα τοῦ κόσμου. Ἕνας ἤ δύο πετυχημένοι στίχοι δέν μποροῦν νά ἐξάπτουν τή ματαιοδοξία μας, ἀφοῦ εἶναι δωρεά τῆς Τύχης ἤ τοῦ Πνεύματος· μόνο τά λάθη εἶναι δικά μας. Ἐλπίζω ὁ ἀναγνώστης νά ἀνακαλύψει στίς σελίδες μου κάτι πού νά ἀξίζει τόν κόπο νά διατηρηθεῖ στή μνήμη του· σ’ αὐτόν τόν κόσμο ἡ ὀμορφιά εἶναι κάτι κοινό.
«Ὁ ποιητής εἶναι ἕνα ὑποχείριο, ἕνα εὐκαιριακό ὄργανο τοῦ ποιήματος πού γράφει».
«Στήν ποίηση, τό κύριο πρόσωπο εἶναι ὁ ἀναγνώστης. Ἡ λυρική ποίηση γράφεται μέ τέτοιον τρόπο πού ὁ ἀναγνώστης νά τοποθετεῖται αὐτοπροσώπως στό κέντρο της. Εἶναι βαθμίδες τῆς ψυχῆς».
«Ἡ ποίηση εἶναι ἡ τέχνη νά προκαλεῖς συγκίνηση χρησιμοποιώντας τό παιγνίδι τῶν λέξεων».
«Μπορεῖ νά ζήσει κανείς χωρίς χιλιάδες πράγματα, χωρίς ποίηση ὅμως δέν μπορεῖ νά ζήσει».
«Ἡ διαφορά μεταξύ ποίησης καί πεζογραφίας βρίσκεται στόν ἀναγνώστη, ὁ ὁποῖος στή μέν πεζογραφία ζητᾶ πληροφορία καί ἐπιχείρημα, ἐνῶ στήν ποίηση ξέρει ὅτι ὀφείλει νά συγκινηθεῖ».
«Ἡ ποίηση ἦταν ἕνα πάθος, ἐκτοπισμένο σήμερα ἀπό τήν πολιτική καί τήν οἰκονομία. Αὐτό τό χαμένο πάθος εἶναι μιά μορφή εὐτυχίας – ἴσως ἡ ὕψιστη».
«Ἡ ποίηση εἶναι μιά ἁπλή, ρητορική μαγεία. Τό γράψιμο ἑνός ποιήματος εἶναι μιά μικρή μαγική χειρονομία πού συντελεῖται μέ τή φαντασία καί τό πνεῦμα τοῦ ἀναγνώστη μαζί μέ τοῦ ποιητῆ».
«Ἡ ποίηση δέν εἶναι κάτι πού τό διαλέγεις, οὔτε εἶναι ἐπάγγελμα. Ἁπλῶς συμβαίνει πότε πότε νά μιλάει μέσα ἀπό σένα».
«Μετά ἀπό τόσα χρόνια ἔχω καταλήξει ὅτι ὁ τονισμός, ἡ φωνή τοῦ ποιητῆ, εἶναι τό σημαντικότερο πράγμα στήν ποίηση. Κατόπιν ἔρχονται οἱ μεταφορές ἤ ὁ μύθος».
ΜΥΘΙΚΗ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ
Ἄραγε μέσ’ ἀπ’ αὐτό τό ἀργοκίνητο, λασπερό ποτάμι
μπῆκαν οἱ πλῶρες πού μοῦ ἱδρῦσαν τήν πατρίδα;
Σκαμπανεβάζοντας τά χρωματιστά καραβάκια
θά διέσχισαν τά ὑδρόβια τῶν σκοτεινῶν ρευμάτων.
Ἄς ὑποθέσουμε, ἐμβαθύνοντας λιγάκι, πώς τό ποτάμι
ἦταν τότε πιό γαλάζιο σάν προέκταση τοῦ οὐρανοῦ
μ’ ἕνα ἀστεράκι κόκκινο νά σημαδεύει τό σημεῖο
πού ἄραξε ὁ Χουάν Ντίας καί τόν περιδρόμιασαν οἱ ἰνδιάνοι.
Τό σίγουρο εἶναι ὅτι χιλιάδες καί χιλιάδες ἄντρες
ἦρθαν ἀπό μιά θάλασσα πέντε φεγγάρια πλάτος
πλημμυρισμένη τότε ἀκόμα μέ κάθε λογῆς τέρατα, γοργόνες
καί γιγάντιους μαγνῆτες πού τρελαῖναν τήν πυξίδα.
Στήνουν στήν ὄχθη κάτι πρόχειρα καλύβια, κοιμοῦνται
ἀνήσυχοι. Λένε πώς εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στό Ριατσουέλο,
μά αὐτά εἶναι παραμύθια πού μαγειρεύτηκαν στήν Μπόκα.
Χτίστηκε ὁλόκληρο χωριό: ἡ γειτονιά μου, τό Παλέρμο.
Ἕνα ὁλόκληρο χωριό καταμεσῆς τοῦ κάμπου
στό ἔλεος τοῦ λυκόφωτος, τῆς βροχῆς καί τοῦ σιρόκου,
σχηματίζοντας, ὅπως σήμερα, τή γειτονιά μου:
ὁδός Γουατεμάλας, Σεράνο, Παραγουάης καί Γκουρουτσάγα.
Λαμπύριζε κοκκινωπό, ἕνα μαγειρεῖο, σάν πίσω ὄψη
τραπουλόχαρτου· στό βάθος, εἶχαν στρώσει πόκα.
Ἀπό δῶ κάπου ξεφυτρώνει ἕνα ἀντράκι,
προστάτης κιόλας τῆς περιοχῆς, ὅλο νεῦρο καί ἀγριάδα.
Μιά λατέρνα ξεμυτίζει ἀπ’ τή γωνία μ’ ἕναν γύφτο,
οἱ ρόδες τρίζουν κι ἀκοῦς ἕνα τραγουδάκι.
Ὅλες οἱ μάντρες ἤδη ψηφίζαν, δαγκωτό, Ἰριγόγιεν,
κάποιο πιάνο κλαψούριζε τανγκό τοῦ Σαμπορίδο.
Ἕνα καπνοπωλεῖο σκόρπιζε ἄρωμα, σάν τριαντάφυλλο
τήν ἔρημο. Τό ἀπομεσήμερο βυθίστηκε στά περασμένα,
ὁ κόσμος μοιραζόταν ἕνα παρελθόν φευγαλέο.
Τό μόνο πού ἔλειπε ἦταν τό ἀπέναντι πεζοδρόμιο.
Μοῦ εἶναι δύσκολο νά φανταστῶ ὅτι ἡ πόλη ἄρχισε κάπου ἐδῶ πέρα
γιατί τή νιώθω αἰώνια, σάν τό νερό καί τόν ἀέρα.
Εἶχα ξεκινήσει νά μεταφράζω αὐτό τό ποίημα πρό ἐτῶν, μετά ἔχασα σέ μιά μετακόμιση τά χειρόγραφα καί τό ξαναβρῆκα πρίν λίγους μῆνες, ἀφοῦ εἶχε ὁλοκληρωθεῖ πιά ἡ ἔκδοση τῶν Ποιημάτων τοῦ Μπόρχες ἀπό τίς ἐκδόσεις Πατάκη. Πρόκειται γιά ἕνα νεανικό του ποίημα, γραμμένο σέ ἐλεύθερο στίχο, τό 1929, τό ὁποῖο ἀναπλάθει μέ εἰρωνικό τόνο τήν ὑποθετική ἵδρυση τοῦ Μπουένος Ἄιρες τόν 15ο αἰώνα. Ὁ Χουάν Ντίας πού μνημονεύει εἶναι ὁ πρῶτος ἱσπανός πού προσέγγισε μέ τό καράβι του τήν περιοχή. Κατέβηκε μέ δύο ἄνδρες του στή στεριά, αἰχμαλωτίστηκε ἀπό τούς ἰθαγενεῖς καί, κατά τά φαινόμενα, ὑπῆρξε θύμα κανιβαλισμοῦ, ἐνῶ τό πλήρωμά του κοιτοῦσε τρομοκρατημένο ἀπό τό καράβι, ἔκαναν μεταβολή καί ξαναγύρισαν στήν Ἱσπανία. Σιγά σιγά ἄρχισαν νά ἔρχονται κι ἄλλοι κατακτητές χτίζοντας μικρούς οἰκισμούς. Οἱ δρόμοι πού μνημονεύει ἦταν ἡ γειτονιά τῆς παιδικῆς του ἡλικίας καί μάλιστα, ἕνας ἀπό αὐτούς, ἡ ὁδός Γκουρουτσάγα, σήμερα ἔχει μετονομαστεῖ σέ ὁδό Χόρχε Λουίς Μπόρχες.
Το ποίημα δημοσιεύτηκε σε αυτό το τεύχος.