Harold Bloom
Σαίξπηρ
Ἡ ἐπινόηση τοῦ ἀνθρώπινου[1]
Μετάφραση: Αρης Μπερλής
Στόν ἀναγνώστη
Οἱ λογοτεχνικοί χαρακτῆρες πρίν ἀπό τόν Σαίξπηρ εἶναι σχετικά ἀμετάβλητοι. Γυναῖκες καί ἄντρες μεγαλώνουν, γερνοῦν καί πεθαίνουν ἀλλά δέν ἀλλάζουν διότι ἄλλαξε ἡ σχέση τους μέ τόν ἑαυτό τους, ἀλλά μᾶλλον ἐπειδή ἄλλαξε ἡ σχέση τους μέ τούς θεούς ἤ τόν Θεό. Στόν Σαίξπηρ οἱ χαρακτῆρες ἐξελίσσονται μᾶλλον παρά ἐκτυλίσσονται, καί ὁ λόγος εἶναι ὅτι ἀνασχηματίζουν τήν ἰδέα ἤ τήν εἰκόνα πού ἔχουν γιά τόν ἑαυτό τους. Μερικές φορές αὐτό γίνεται διότι τό αὐτί τους πιάνει τόν ἑαυτό τους νά μιλάει, στόν ἑαυτό τους ἤ σέ ἄλλους. Τοῦτο εἶναι ὁ δρόμος τους πρός τήν ἀτομικότητα καί κανένας ἄλλος συγγραφέας, πρίν ἤ μετά τόν Σαίξπηρ, δέν ὁλοκλήρωσε τόσο καλά τό θαῦμα τῆς δημιουργίας τόσο ἐντελῶς διαφορετικῶν ἀλλά συγκροτημένων φωνῶν γιά τούς μείζονες χαρακτῆρες του, πού ξεπερνοῦν τούς ἑκατό, καί γιά τίς πολλές ἑκατοντάδες ἐλάσσονα ἀλλά εὐδιάκριτα πρόσωπα τῶν ἔργων του.
Ὅσο περισσότερο διαβάζει κανείς καί μελετᾶ τά ἔργα τοῦ Σαίξπηρ, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεῖ ὅτι ἡ ἀκριβής στάση ἀπέναντί τους εἶναι τό δέος. Δέν ξέρω πῶς προέκυψε ὁ Σαίξπηρ καί μετά ἀπό εἴκοσι χρόνια πού τόν διδάσκω τό αἴνιγμα παραμένει γιά μένα ἄλυτο. Τοῦτο τό βιβλίο, παράλληλα μέ τήν εὐχή νά φανεῖ χρήσιμο, εἶναι μιά προσωπική κατάθεση, ἡ ἔκφραση ἑνός μακροχρόνιου (ἄν καί καθόλου μοναδικοῦ) πάθους, καί τό ἀποκορύφωμα μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς ἀνάγνωσης, μελέτης, κριτικῆς καί διδασκαλίας τῆς λογοτεχνίας τῆς δημιουργικῆς φαντασίας [imaginative literature], ὅπως πεισματικά ἐπιμένω νά τήν ἀποκαλῶ. Ἡ λατρεία τοῦ Βάρδου, ἡ λατρεία τοῦ Σαίξπηρ, θά ἔπρεπε νά εἶναι μιά κοσμική θρησκεία περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἤδη εἶναι. Τά ἔργα παραμένουν τό ἔσχατο ὅριο τῆς ἀνθρώπινης δημιουργίας: αἰσθητικά, γνωσιακά, κατά κάποιους τρόπους ἠθικά, ἀκόμη καί πνευματικά. Εἶναι πέρα ἀπό τίς πνευματικές μας δυνάμεις, εἶναι πάντα πιό μπροστά ἀπό μᾶς. Ὁ Σαίξπηρ δέν θά σταματήσει ποτέ νά μᾶς ἑρμηνεύει, ἐν μέρει διότι μᾶς ἐπινόησε, πού εἶναι τό κεντρικό ἐπιχείρημα αὐτοῦ τοῦ βιβλίου. Καί στό ἐπιχείρημα αὐτό ἐπανέρχομαι συχνά, σέ ὁλόκληρο τό βιβλίο, γιατί μπορεῖ νά φανεῖ παράξενο σέ πολλούς.
Προσφέρω μιά ἀρκούντως περιεκτική ἑρμηνεία ὅλων τῶν ἔργων τοῦ Σαίξπηρ στόν κοινό ἀναγνώστη καί θεατρόφιλο. Μολονότι ὑπάρχουν ζῶντες σαιξπηρικοί κριτικοί τούς ὁποίους θαυμάζω (καί ἀπό τούς ὁποίους ἀντλῶ), μέ ἀπογοητεύουν πολλές σημερινές ἀναγνώσεις τοῦ Σαίξπηρ, ἀπό πανεπιστημιακούς ἤ δημοσιογραφοῦντες κριτικούς. Οὐσιαστικά, αὐτό πού θέλω εἶναι νά συνεχίσω μιά παράδοση ἑρμηνείας πού περιλαμβάνει τόν Σάμιουελ Τζόνσον, τόν Οὐίλλιαμ Χάζλιτ, τόν Α.Σ. Μπράντλυ καί τόν Χάρολντ Γκόνταρντ,[2] μιά παράδοση πού σήμερα θεωρεῖται ξεπερασμένη. Οἱ χαρακτῆρες τοῦ Σαίξπηρ εἶναι ρόλοι γιά ἠθοποιούς, ἀλλά εἶναι καί κάτι πολύ περισσότερο: ἡ ἐπιρροή τους στή ζωή ὑπῆρξε τεράστια, σχεδόν τόσο ὅσο καί οἱ ἐπιδράσεις τους στή μετά τόν Σαίξπηρ λογοτεχνία. Κανένας συγγραφέας παγκοσμίως δέν μπορεῖ νά ἀνταγωνιστεῖ τόν Σαίξπηρ στήν προφανῆ δημιουργία χαρακτήρων, καί λέω «προφανῆ» μέ κάποια ἀπροθυμία. Τό νά ἀπαριθμήσουμε τά χαρίσματα τοῦ Σαίξπηρ δέν ἔχει νόημα· ποῦ ν’ ἀρχίσει κανείς καί ποῦ νά τελειώσει. Ἔγραψε τήν καλύτερη ποίηση καί τήν καλύτερη πρόζα πού γράφτηκε στήν ἀγγλική ἤ σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη δυτική γλώσσα. Αὐτό εἶναι ἀξεχώριστο ἀπό τή γνωσιακή του δύναμη· ἡ σκέψη του ἔχει μεγαλύτερο εὖρος ἀπό τή σκέψη ὁποιουδήποτε ἄλλου συγγραφέα. Μπορεῖ νά φαίνεται ἀπίστευτο ὅτι αὐτά τά ἐπιτεύγματα τά ξεπερνάει ἕνα τρίτο, ἀλλά προσχωρῶ στήν παράδοση πού ἐγκαινίασε ὁ Τζόνσον, ὑποστηρίζοντας, τέσσερις αἰῶνες μετά τόν Σαίξπηρ, ὅτι ὁ Βάρδος ξεπέρασε ὅλους τούς προκατόχους του (ἀκόμη καί τόν Τσῶσερ) καί ἐπινόησε τό ἀνθρώπινο ὅπως συνεχίζουμε νά τό γνωρίζουμε. Ἕνας πιό συντηρητικός τρόπος διατύπωσης αὐτοῦ τοῦ ἐπιχειρήματος, ἀλλά κατά τήν ἄποψή μου ἀδύναμος ἤ λανθασμένος, εἶναι νά ὑποστηρίξεις ὅτι ἡ πρωτοτυπία τοῦ Σαίξπηρ ἔγκειται στήν ἀναπαράσταση τῆς γνώσης, τῆς προσωπικότητας, τοῦ χαρακτήρα. Ἀλλά ὑπάρχει στά ἔργα ἕνα στοιχεῖο πού ξεχειλίζει, ἕνα περίσσευμα πέρα ἀπό τήν ἀναπαράσταση, πού βρίσκεται ἐγγύτερα στή μεταφορά τῆς «δημιουργίας». Οἱ κορυφαῖοι σαιξπηρικοί χαρακτῆρες – ὁ Φάλσταφ, ὁ Ἅμλετ, ἡ Ρόζαλιντ, ὁ Ἰάγος, ὁ Λήρ, ὁ Μακμπέθ, ἡ Κλεοπάτρα κ.ἄ.– εἶναι ἐξαιρετικά παραδείγματα ὄχι μόνο τοῦ πῶς ἀρχίζει μᾶλλον παρά τοῦ πῶς ἐπαναλαμβάνεται ἕνα νόημα, ἀλλά καί τοῦ πῶς δρομολογοῦνται νέοι τρόποι συνειδητότητας.
Μπορεῖ νά διστάζουμε νά ἀναγνωρίσουμε πόσο λογοτεχνική ἦταν ἡ κουλτούρα μας, ἰδιαίτερα σήμερα πού τόσοι θεσμικοί παράγοντες τῆς λογοτεχνίας συντάσσονται πρόθυμα μέ ὅσους διακηρύσσουν τόν θάνατό της. Πολλοί Ἀμερικανοί πού πιστεύουν ὅτι λατρεύουν τόν Θεό, στήν πραγματικότητα λατρεύουν τρεῖς μείζονες λογοτεχνικούς χαρακτῆρες: τόν Γιεχωβᾶ τοῦ (ἤ τῆς) συγγραφέα J (πού συνέγραψε τή Γένεση, τήν Ἔξοδο καί τούς Ἀριθμούς), τόν Ἰησοῦ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Μάρκου καί τόν Ἀλλάχ τοῦ Κορανίου. Δέν ἰσχυρίζομαι ὅτι ὑποκαθιστοῦμε τή λατρεία αὐτῶν τῶν χαρακτήρων μέ τή λατρεία τοῦ Ἅμλετ, ἀλλά ὁ Ἅμλετ εἶναι ὁ μόνος κοσμικός ἀνταγωνιστής αὐτῶν τῶν μεγάλων προδρόμων χαρακτήρων. Ὅπως καί αὐτοί, μοιάζει νά μήν εἶναι ἁπλῶς καί μόνον ἕνας λογοτεχνικός ἤ δραματικός χαρακτήρας. Ἡ ὅλη ἐπίδρασή του στήν οἰκουμενική κουλτούρα εἶναι ἀνυπολόγιστη. Μετά τόν Ἰησοῦ, ὁ Ἅμλετ εἶναι τό πρόσωπο μέ τίς περισσότερες ἀναφορές στή δυτική συνείδηση· κανείς δέν προσεύχεται σέ αὐτόν ἀλλά καί κανείς δέν μπορεῖ νά τόν ἀποφύγει ἐπί μακρόν. (Δέν μπορεῖ νά ἀναχθεῖ σέ ἕναν ρόλο· θά πρέπει νά μιλᾶμε γιά «ἁμλετικούς ρόλους γιά ἠθοποιούς», ἐφόσον ὑπάρχουν περισσότεροι Ἅμλετ ἀπ’ ὅσο ἠθοποιοί γιά νά τούς παίξουν.) Ἐξαιρετικά οἰκεῖος ἀλλά ἄγνωστος πάντα, ὁ Ἅμλετ σάν αἴνιγμα συμβολίζει τό μέγα αἴνιγμα πού ἀποτελεῖ ὁ ἴδιος ὁ Σαίξπηρ: μιά ὁραματική σύλληψη πού εἶναι τά πάντα καί τίποτα, ἕνα πρόσωπο πού ἦταν (σύμφωνα μέ τόν Μπόρχες) ὁ καθένας καί κανένας, μιά τέχνη τόσο ἄπειρη πού μᾶς περιέχει, καί θά συνεχίσει νά περιέχει ὅλους ὅσοι ἐνδεχομένως ἔρθουν μετά ἀπό μᾶς.
Μέ τά περισσότερα ἔργα προσπάθησα νά εἶμαι ὅσο εὐθύς μοῦ ἐπιτρέπουν οἱ ἰδιορρυθμίες μου καί μέ δεδομένο ὅτι θεωρῶ σπουδαιότερους τούς χαρακτῆρες ἀπό τή δράση καί δίνω ἔμφαση σέ αὐτό πού ἐγώ ἀποκαλῶ «προσκήνιο», «πρῶτο πλάνο» [«foregrounding»], πού τό προτιμῶ ἀπό τό «φόντο», τό «βάθος» [«backgrounding»] τῶν ἱστορικιστῶν, παλαιότερων καί νεότερων. Τό συμπερασματικό κεφάλαιο μέ τόν τίτλο «Στό προσκήνιο» μπορεῖ νά διαβαστεῖ σέ σχέση μέ ὁποιοδήποτε ἀπό τά ἔργα καί θά μποροῦσε νά μπεῖ σέ ὁποιαδήποτε θέση τοῦ βιβλίου. Δέν μπορῶ νά ἰσχυριστῶ ὅτι εἶμαι εὐθύς μέ τόν Ἑρρίκο Δ΄, ὅπου ἔχω αὐτή τήν ἐμμονή μέ τόν Φάλσταφ, τόν θνητό θεό τῶν φαντασιῶν μου. Γράφοντας γιά τόν Ἅμλετ, ἐπιχείρησα μιά κυκλοτερῆ κίνηση, ἐρευνώντας τά μυστήρια τοῦ ἔργου καί τοῦ πρωταγωνιστῆ του, γυρίζοντας πάντα στή βασική θέση μου (ἀκολουθώντας τόν Πῆτερ Ἀλεξάντερ[3]) ὅτι ὁ νεαρός Σαίξπηρ ἦταν καί ὄχι ὁ Τόμας Κίντ πού ἔγραψε τήν πρώτη μορφή τοῦ Ἅμλετ, δέκα χρόνια πρίν ἀπό τόν Ἅμλετ πού γνωρίζουμε ἐμεῖς. Στόν Βασιλιά Λήρ ἔχω ἰχνηλατήσει τίς τύχες τῶν τεσσάρων πιό δραματικῶν χαρακτήρων – τοῦ Τρελοῦ, τοῦ Ἔντμουντ, τοῦ Ἔντγκαρ καί τοῦ ἴδιου τοῦ Λήρ– γιά νά ἐντοπίσω τό τραγικό στοιχεῖο σέ αὐτή τήν πιό τραγική ἀπ’ ὅλες τίς τραγωδίες.
Ὁ Ἅμλετ, ὁ μέντορας τοῦ Φρόυντ, καταφέρνει νά πείσει τούς πάντες νά αὐτοαποκαλυφθοῦν, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ πρίγκιπας (ὅπως καί ὁ Φρόυντ) ξεφεύγει ἀπό τούς βιογράφους του. Αὐτό πού ὁ Ἅμλετ ἀσκεῖ στά ἄλλα πρόσωπα τοῦ ἔργου εἶναι μιά σύνοψη τῶν ἀποτελεσμάτων πού ἔχουν τά ἔργα τοῦ Σαίξπηρ στούς κριτικούς. Προσπάθησα μέχρι τά ὅρια τῶν δυνατοτήτων μου νά μιλήσω γιά τόν Σαίξπηρ καί ὄχι γιά τόν ἑαυτό μου, ἀλλά εἶμαι βέβαιος ὅτι τά ἔργα ἔχουν κατακλύσει τή συνείδησή μου καί μέ διαβάζουν καλύτερα ἀπ’ ὅσο ἐγώ διαβάζω αὐτά. Ἔγραψα κάποτε ὅτι ὁ Φάλσταφ δέν θά δεχόταν νά μᾶς βαριέται, ἄν καταδεχόταν νά μᾶς ἐκπροσωπεῖ. Αὐτό ἰσχύει καί γιά τούς ὁμοίους του, εἴτε αὐτοί εἶναι καλόβουλοι ὅπως ἡ Ρόζαλιντ καί ὁ Ἔντγκαρ, εἴτε εἶναι τρομακτικά κακόβουλοι ὅπως ὁ Ἰάγος καί ὁ Ἔντμουντ, ἤ μᾶς ὑπερβαίνουν ὅπως ὁ Ἅμλετ, ὁ Μακμπέθ καί ἡ Κλεοπάτρα. Μᾶς σύρουν στή ζωή παρορμήσεις πού δέν μποροῦμε νά ἐλέγξουμε καί μᾶς διαβάζουν ἔργα στά ὁποῖα δέν μποροῦμε νά ἀντισταθοῦμε. Πρέπει νά ἐπιστρατεύουμε ὅλες μας τίς δυνάμεις ὅταν διαβάζουμε τόν Σαίξπηρ, γνωρίζοντας ὅτι τά ἔργα του μᾶς διαβάζουν ἀκόμη πιό δραστικά. Μᾶς διαβάζουν τελεσίδικα.
Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΑΙΞΠΗΡ
Ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα «Γιατί ὁ Σαίξπηρ;» πρέπει νά εἶναι «Ὑπάρχει κανείς ἄλλος;».
Ἡ ρομαντική κριτική, ἀπό τόν Οὐίλλιαμ Χάζλιτ καί τόν Οὐῶλτερ Πέητερ μέχρι τόν Α.Σ. Μπράντλυ καί τόν Χάρολντ Γκόνταρντ,[4] μᾶς δίδαξε ὅτι αὐτό πού εἶναι σημαντικό στόν Σαίξπηρ τό βρίσκουμε περισσότερο στόν Τσῶσερ καί στόν Ντοστογέφσκι παρά στούς συγχρόνους του, τόν Μάρλοου καί τόν Μπέν Τζόνσον.[5] Αὐτό πού ἀποκαλοῦμε ἐσωτερικό κόσμο δέν εἶναι εἶδος ἐν ἀφθονία στούς δημιουργούς τοῦ Ταμερλάνου καί τοῦ Σέρ Ἐπίκουρου Μαμμωνᾶ.[6] Τό κοινό πλαίσιο στό ὁποῖο ἔδρασαν ὁ Σαίξπηρ, ὁ Τζώρτζ Τσάπμαν[7] καί ὁ Τόμας Μίντλτον[8] δέν θά μᾶς ἐξηγήσει ποτέ γιατί ἦταν ὁ Σαίξπηρ καί ὄχι ὁ Τσάπμαν ἤ ὁ Μίντλτον αὐτός πού μᾶς ἄλλαξε. Ὁ Δρ Τζόνσον[9] μιλάει καλύτερα ἀπ’ ὅλους τούς κριτικούς γιά τή μοναδικότητα τοῦ Σαίξπηρ. Ὁ Δρ Τζόνσον κατάλαβε πρῶτος σέ τί ἔγκειται ἡ ὑπεροχή τοῦ Σαίξπηρ: στήν ποικιλία τῶν χαρακτήρων. Κανείς, πρίν ἤ μετά τόν Σαίξπηρ, δέν ἔφτιαξε τόσο πολλά διαφορετικά πρόσωπα.
Ὁ Τόμας Καρλάυλ, ὁ δύσθυμος βικτωριανός προφήτης, θά πρέπει νά εἶναι σήμερα ὁ τελευταῖος σαιξπηρικός κριτικός πού χαίρει ἐκτίμησης. Ὡστόσο, ἡ καλύτερη συνοπτική κρίση γιά τόν Σαίξπηρ εἶναι δική του: «Ἄν μοῦ ζητοῦσαν νά ὁρίσω τήν ἰδιαίτερη δύναμη τοῦ Σαίξπηρ θά ἔλεγα ὅτι εἶναι ἡ ὑπεροχή τῆς διάνοιας, καί σέ αὐτό πιστεύω ὅτι ἔχω συμπεριλάβει τά πάντα». Ὁ Καρλάυλ εἶναι ἀκριβής. Ὑπάρχουν μεγάλοι ποιητές πού δέν εἶναι στοχαστές, ὅπως ὁ Τέννυσον καί ὁ Οὐώλτ Οὐίτμαν, καί ὑπάρχουν μεγάλοι ποιητές ἐκπληκτικῆς νοηματικῆς πρωτοτυπίας, ὅπως ὁ Μπλέηκ καί ἡ Ἔμιλυ Ντίκινσον. Ἀλλά δέν ὑπάρχει κανένας συγγραφέας στή Δύση, ἤ στήν Ἀνατολή ἀπό αὐτούς πού μπορῶ νά διαβάσω, πού νά φτάνει τόν Σαίξπηρ στή διανοητική δύναμη, καί μεταξύ τῶν συγγραφέων θά συμπεριελάμβανα τούς κορυφαίους φιλοσόφους, τούς σοφούς τῶν θρησκειῶν καί τούς ψυχολόγους ἀπό τόν Μονταίν ὥς τόν Νίτσε καί τόν Φρόυντ.
Αὐτή ἡ κρίση, εἴτε εἶναι τοῦ Καρλάυλ εἴτε δική μου, δέν μοῦ φαίνεται ὅτι ἐκφράζει κανενός εἴδους Βαρδολατρεία· ἐπαναλαμβάνει ἁπλῶς τήν παρατήρηση τοῦ Τ.Σ. Ἔλιοτ ὅτι σχετικά μέ τόν Σαίξπηρ τό μόνο πού μποροῦμε νά ἐλπίζουμε εἶναι νά κάνουμε λάθος μέ ἕναν καινούριο τρόπο. Ἁπλῶς, αὐτό πού θέλω νά προτείνω εἶναι νά σταματήσουμε νά κάνουμε γι’ αὐτόν λάθη ἐγκαταλείποντας κάθε προσπάθεια νά εἴμαστε ὀρθοί. Διαβάζω καί διδάσκω τόν Σαίξπηρ σχεδόν καθημερινά τά τελευταῖα δώδεκα χρόνια καί εἶμαι πεπεισμένος ὅτι τόν βλέπω θολά. Ἡ διάνοιά του εἶναι ἀνώτερη ἀπό τή δική μου. Γιατί νά μή μάθω νά τόν ἑρμηνεύω μετρώντας αὐτή τήν ἀνωτερότητα ἡ ὁποία, στό κάτω κάτω, εἶναι ἡ μόνη ἀπάντηση στό ἐρώτημα «Γιατί ὁ Σαίξπηρ;». Ἡ ὑποτιθέμενη πρόοδος πού ἔχει σημειωθεῖ στήν πολιτισμική ἀνθρωπολογία καί σέ ἄλλα σχετικά εἴδη «Θεωρίας» δέν συνιστᾶ καί πρόοδο στήν κατανόηση τοῦ Σαίξπηρ.
Ὡς πρός τήν εὐρυμάθεια, τή διάνοια καί τήν ἰδιαίτερη προσωπικότητα, μοῦ φαίνεται ὅτι ὁ Σάμιουελ Τζόνσον εἶναι ὁ κορυφαῖος κριτικός λογοτεχνίας στή Δύση. Τά κείμενά του γιά τόν Σαίξπηρ ἔχουν κατ’ ἀνάγκην μοναδική ἀξία: ὅταν ὁ σπουδαιότερος ἑρμηνευτής σχολιάζει τόν μεγαλύτερο συγγραφέα, οἱ κρίσεις του εἶναι ἀναπόφευκτο νά παρουσιάζουν μεγάλο καί διαρκές ἐνδιαφέρον. Γιά τόν Τζόνσον, ἡ οὐσία τῆς ποίησης εἶναι ἡ ἐπινόηση [invention], καί μόνο ὁ Ὅμηρος μπορεῖ νά ἀνταγωνιστεῖ τόν Σαίξπηρ σέ πρωτοτυπία. Ἐπινόηση γιά τόν Τζόνσον, ὅπως καί γιά μᾶς, σημαίνει ἕναν τρόπο εὕρεσης ἤ ἀνακάλυψης. Χρωστᾶμε στόν Σαίξπηρ τά πάντα, λέει ὁ Τζόνσον, καί αὐτό πού ἐννοεῖ εἶναι ὅτι ὁ Σαίξπηρ μᾶς ἔμαθε νά καταλαβαίνουμε τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ Τζόνσον δέν φτάνει στό σημεῖο νά πεῖ ὅτι ὁ Σαίξπηρ μᾶς ἐπινόησε, ἀλλά ὑπαινίσσεται τό ἀληθές νόημα τῆς σαιξπηρικῆς μίμησης: «Οἱ μιμήσεις προκαλοῦν πόνο ἤ ἡδονή, ὄχι γιατί ἐκλαμβάνονται ὡς πραγματικότητες ἀλλά διότι φέρνουν στόν νοῦ μας τίς πραγματικότητες». Ὁ Τζόνσον, πάνω ἀπ’ ὅλα, εἶναι ἐμπειρικός κριτικός καί γνωρίζει ὅτι οἱ πραγματικότητες ἀλλάζουν, οἱ πραγματικότητες εἶναι ἀλλαγή. Αὐτό πού ἐπινοεῖ ὁ Σαίξπηρ εἶναι τρόποι παρουσίασης τῶν ἀνθρωπίνων ἀλλαγῶν, μεταβολές πού δέν προκαλοῦνται μόνο ἀπό ψεγάδια καί φθορές ἀλλά καί ἀπό τή βούληση καί ἀπό τίς πρόσκαιρες ἀδυναμίες τῆς βούλησης. Ἕνας τρόπος γιά νά διαπιστώσουμε τό κριτικό σφρίγος τοῦ Τζόνσον εἶναι νά δοῦμε τή δύναμη τῶν συμπερασμάτων του: βρίσκεται πάντα μέσα στά ἔργα τοῦ Σαίξπηρ καί τά κρίνει ὅπως κρίνει τήν ἀνθρώπινη ζωή, χωρίς νά ξεχνᾶ ποτέ ὅτι στόχος τοῦ Σαίξπηρ εἶναι πάντα νά φέρει τή ζωή στόν νοῦ μας, νά μᾶς κάνει νά ἀντιληφθοῦμε αὐτό πού δέν μποροῦμε νά τό δοῦμε χωρίς τόν Σαίξπηρ. Ὁ Τζόνσον γνωρίζει ὅτι ὁ Σαίξπηρ δέν εἶναι ἡ ζωή, ὅτι ὁ Φάλσταφ καί ὁ Ἅμλετ εἶναι μεγαλύτεροι ἀπό τή ζωή, ἀλλά γνωρίζει ἐπίσης ὅτι ὁ Φάλσταφ καί ὁ Ἅμλετ ἔχουν ἀλλάξει τή ζωή. Ὁ Σαίξπηρ, σύμφωνα μέ τόν Τζόνσον, μιμεῖται ὀρθά τήν ἀνθρώπινη φύση, πού εἶναι οἰκουμενική καί ὄχι κοινωνικό φαινόμενο. Ὁ Α.Ντ. Νάταλ, στό θαυμάσιο βιβλίο του Μιά νέα μίμηση,[10] παρατηρεῖ ὅτι ὁ Σαίξπηρ, ὅπως ὁ Τσῶσερ, «σιωπηρά ἀμφισβήτησε τήν ὑπερβατική ἀντίληψη τῆς πραγματικότητας». Ὁ Τζόνσον, συνειδητά χριστιανός, δέν θά ἄφηνε τόν ἑαυτό του νά πεῖ κάτι τέτοιο ἀλλά, ἀπό τή φρίκη πού νιώθει γιά τόν φόνο τῆς Κορντήλια στό τέλος τοῦ ἔργου, εἶναι σαφές ὅτι τό καταλάβαινε καί τόν θορυβοῦσε.
Μόνο ἡ Βίβλος ἔχει μιά περίμετρο πού ἐγκλείει τά πάντα, ὅπως ὁ Σαίξπηρ, καί οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι πού διαβάζουν τή Βίβλο θεωροῦν ὅτι ἔχει θεία ἔμπνευση, ἄν δέν ἔχει συντεθεῖ ἄμεσα ἀπό τή θεότητα. Κέντρο τῆς Βίβλου εἶναι ὁ Θεός, ἤ ἴσως τό ὅραμα ἤ ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ, ἡ θέση τοῦ ὁποίου κατ’ ἀνάγκην δέν εἶναι καθορισμένη. Τά ἔργα τοῦ Σαίξπηρ ἔχουν χαρακτηριστεῖ ἡ Ἐγκόσμια Γραφή ἤ πιό ἁπλά τό σταθερό κέντρο τοῦ Δυτικοῦ Κανόνα. Στήν πραγματικότητα τά κοινά μεταξύ Βίβλου καί Σαίξπηρ εἶναι λιγότερα ἀπ’ ὅσα ὑποθέτουν οἱ περισσότεροι, καί ὑποψιάζομαι ὅτι τό μόνο κοινό στοιχεῖο εἶναι κάποια οἰκουμενικότητα, παγκόσμια καί πολυπολιτισμική. Ἡ οἰκουμενικότητα δέν εἶναι σήμερα τοῦ συρμοῦ, μέ ἐξαίρεση τούς θρησκευτικούς θεσμούς καί αὐτούς πού τούς ἐπηρεάζουν. Κι ὡστόσο, δέν μπορῶ νά καταλάβω πῶς μπορεῖ κανείς νά ἀρχίσει νά μελετᾶ τόν Σαίξπηρ χωρίς νά βρεῖ κάποιον τρόπο πού νά ἐξηγεῖ τήν κυριαρχική παρουσία του στά πιό ἀπίθανα περιβάλλοντα: ἐδῶ, ἐκεῖ, καί παντοῦ ταυτοχρόνως. Εἶναι κάτι σάν βόρειο σέλας, ὁρατό ἀπό μᾶς ἀλλά ἀπρόσιτο γιά τούς περισσότερους. Βιβλιοθῆκες καί θέατρα (καί κινηματογράφοι) δέν τόν χωρᾶνε, ἔχει γίνει ἕνα τεράστιο φάσμα φωτός πού εἶναι σχεδόν ἀδύνατο νά τό συλλάβουμε σέ ὅλη του τήν ἔκταση. Ἡ Ὑψηλή Ρομαντική Βαρδολατρεία, πού τόσο περιφρονεῖται στά αὐτοδυσφημούμενα πανεπιστήμιά μας, εἶναι ἁπλῶς ἡ πιό κανονιστική ἀπό τίς πίστεις πού τόν λατρεύουν.
Δέν καταπιάνομαι σέ αὐτό τό βιβλίο μέ τό πῶς αὐτό συνέβη ἀλλά μέ το γιατί συνεχίζεται. Ἄν ὑπάρχει συγγραφέας πού ἔγινε θνητός Θεός, αὐτός εἶναι ὁ Σαίξπηρ. Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει τήν ὑπεροχή του, τήν πρώτη θέση στήν ὁποία ἀνέβηκε μόνο μέ τήν ἀξία του; Ποιητές καί μελετητές τιμοῦν τόν Δάντη· ὁ Τζέημς Τζόυς καί ὁ Τ.Σ. Ἔλιοτ θά ἤθελαν νά τόν προτιμοῦν ἀπό τόν Σαίξπηρ, ἀλλά τούς ἦταν ἀδύνατον. Ὁ κοινός ἀναγνώστης (καί δόξα τῶ Θεῶ ἔχουμε ἀκόμη τέτοιους) μετά βίας μπορεῖ νά διαβάσει Δάντη, ἀλλά μπορεῖ νά διαβάσει ἄνετα καί νά παρακολουθήσει ἔργα τοῦ Σαίξπηρ. Οἱ λίγοι ἰσάξιοί του – ὁ Ὅμηρος, ὁ/ἡ J τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Δάντης, ὁ Τσῶσερ, ὁ Θερβάντες, ὁ Τολστόι, ἴσως ὁ Ντίκενς– μᾶς θυμίζουν ὅτι ἡ παρουσίαση τοῦ ἀνθρώπινου χαρακτήρα καί τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας παραμένει πάντα ἡ ὑψηλότερη λογοτεχνική ἀξία, εἴτε στόν δραματικό εἴτε στόν λυρικό ἤ στόν ἀφηγηματικό λόγο. Εἶμαι ἀρκετά ἀφελής ὥστε νά διαβάζω ἀδιάκοπα, ἀφοῦ δέν μπορῶ, ἀπό μόνος μου, νά γνωρίσω σέ βάθος πολλούς ἀνθρώπους. Στούς θεατρόφιλους τῆς ἐποχῆς τοῦ Σαίξπηρ ἄρεσαν ὁ Φάλσταφ καί ὁ Ἅμλετ περισσότερο ἀπ’ ὅλους τούς ἄλλους χαρακτῆρες τοῦ Σαίξπηρ, ὅπως καί σ’ ἐμᾶς, διότι ὁ Χοντρός ὁ Τζάκ καί ὁ Πρίγκιπας τῆς Δανιμαρκίας εἶναι οἱ πιό πλούσιοι, οἱ πιό μεγάλοι χαρακτῆρες σέ ὅλη τή λογοτεχνία, μεγαλύτεροι ἀπό τόν Γιαχβέ τοῦ/τῆς J τῆς Βίβλου, τόν Ἰησοῦ τοῦ κατά Μάρκον Εὐαγγελίου, τόν Δάντη τοῦ Προσκυνητῆ καί τόν Τσῶσερ τοῦ Προσκυνητῆ, τόν Δόν Κιχώτη καί τήν Ἔστερ Σάμερσον,[11] τόν ἀφηγητή τοῦ Προύστ καί τόν Λέοπολντ Μπλούμ.[12] Ἴσως εἶναι ὁ Φάλσταφ καί ὁ Ἅμλετ, ὄχι ὁ Σαίξπηρ, οἱ θνητοί θεοί, ἤ ἴσως οἱ δυό τους, ὁ πιό πνευματώδης χαρακτήρας καί ὁ πιό διανοούμενος, πού θεοποίησαν τόν δημιουργό τους.
Τί τό κοινό ἔχουν ὁ Φάλσταφ καί ὁ Ἅμλετ; Ἄν ἡ ἐρώτηση μπορεῖ νά ἀπαντηθεῖ, θά μπορούσαμε νά μποῦμε μέσα στόν ἄνθρωπο Σαίξπηρ, τό προσωπικό μυστήριο τοῦ ὁποίου, γιά μᾶς, εἶναι ὅτι δέν φαίνεται καθόλου μυστηριώδης σ’ ἐμᾶς. Ἀφήνοντας κατά μέρος τήν ἠθική, ὁ Φάλσταφ καί ὁ Ἅμλετ εἶναι αἰσθητά ἀνώτεροι ἀπ’ ὅλους τούς ἄλλους πού συναντοῦν, καί συναντοῦμε κι ἐμεῖς, στά ἔργα τους. Αὐτή ἡ ἀνωτερότητα εἶναι γνωσιακή, γλωσσική καί φαντασιακή, ἀλλά πάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι θέμα προσωπικότητας. Ὁ Φάλσταφ καί ὁ Ἅμλετ εἶναι μεγάλες χαρισματικές προσωπικότητες, ἐνσαρκώνουν τή Θεία Εὐλογία στήν πρωταρχική παλαιοδιαθηκική ἔννοιά της, τῆς «ζωτικότητας χωρίς ὅρια». Οἱ ἡρωικοί βιταλιστές δέν εἶναι μεγαλύτεροι ἀπό τή ζωή, εἶναι τό μέγεθος, ἡ εὐρύτητα τῆς ζωῆς. Ὁ Σαίξπηρ, πού ὅπως φαίνεται δέν ὑπῆρξε ποτέ ἡρωικός ἤ βιταλιστής στήν καθημερινή του ζωή, δημιούργησε τόν Φάλσταφ καί τόν Ἅμλετ σάν ἀπόδοση φόρου τιμῆς τῆς τέχνης πρός τή φύση. Περισσότερο ἀπ’ ὅλους τούς ἄλλους μεγάλους χαρακτῆρες τοῦ Σαίξπηρ – τή Ρόζαλιντ, τόν Σάυλοκ, τόν Ἰάγο, τόν Λήρ, τόν Μακμπέθ, τήν Κλεοπάτρα– ὁ Φάλσταφ καί ὁ Ἅμλετ εἶναι ἡ ἐπινόηση τοῦ ἀνθρώπινου, ἡ ἀρχή τῆς προσωπικότητας ὅπως τή γνωρίζουμε.
Ἡ ἰδέα τοῦ χαρακτήρα, τοῦ ἐγώ ὡς ἠθικοῦ παράγοντα, ἔχει πολλές πηγές: τόν Ὅμηρο καί τόν Πλάτωνα, τόν Ἀριστοτέλη καί τόν Σοφοκλῆ, τή Βίβλο καί τόν Ἅγιο Αὐγουστίνο, τόν Δάντη καί τόν Κάντ, καί πολλούς ἄλλους πού μπορεῖ κανείς νά προσθέσει. Ἡ προσωπικότητα, μέ τή δική μας ἔννοια, εἶναι σαιξπηρική ἐπινόηση καί δέν εἶναι μόνο ἡ μεγαλύτερη πρωτοτυπία τοῦ Σαίξπηρ ἀλλά καί ἡ αὐθεντική αἰτία τῆς ὀξυδέρκειάς του. Στόν βαθμό πού ἐκτιμοῦμε, καί ἐλεεινολογοῦμε, τήν προσωπικότητα, τή δική μας ἤ τῶν ἄλλων, εἴμαστε κληρονόμοι τοῦ Φάλσταφ καί τοῦ Ἅμλετ καί ὅλων τῶν ἄλλων χαρακτήρων πού γεμίζουν τό θέατρο τοῦ Σαίξπηρ, πού θά μπορούσαμε νά τό ἀποκαλέσουμε σκηνή τῶν χρωμάτων τοῦ πνεύματος.
Δέν μποροῦμε νά ξέρουμε πόσο πίστευε ὁ Σαίξπηρ στήν ἀξία τῆς προσωπικότητας. Γιά τόν Ἅμλετ τό ἐγώ εἶναι μιά ἄβυσσος, τό χάος τοῦ τίποτα. Γιά τόν Φάλσταφ τό ἐγώ εἶναι τό πᾶν. Ἴσως ὁ Ἅμλετ, στήν Ε΄ Πράξη, ξεπερνάει τόν μηδενισμό του, ἀλλά δέν μποροῦμε νά εἴμαστε βέβαιοι μέ ἐκείνη τή χαοτική σφαγή, τήν αὐλή τῆς Ἐλσινόρης ἀποδεκατισμένη καί ἐπί σκηνῆς μόνο τόν λιμοκοντόρο Ὄσρικ, μερικούς κομπάρσους, καί τόν Ὁράτιο πού εἶναι πάντα σέ ὅλα καί μέσα καί ἔξω. Χάνει τελικά ὁ Ἅμλετ τήν εἰρωνεία του; Γιατί δίνει τήν ἐπιθανάτιο ψῆφο του στόν παλικαρά τόν Φόρτινμπρας πού θυσιάζει τούς στρατιῶτες του σέ μιά μάχη γιά ἕνα χέρσο χωράφι πού δέν φτάνει κάν γιά νά θαφτοῦν τά πτώματά τους; Ὁ Φάλσταφ, καί μετά τήν ἀπόρριψη καί καταστροφή του, παραμένει ἡ προσωποποίηση τῆς ζωντάνιας. Ἡ τεράστια προσωπικότητά του, πού εἶναι γιά μᾶς μιά μεγάλη ἀξία, δέν τόν ἔσωσε ἀπό τήν κόλαση τῆς προδομένης φιλίας· κι ὡστόσο, ἡ τελευταία εἰκόνα τοῦ Φάλσταφ πού ἔχουμε, ὅπως μᾶς τή δίνει ἡ Κυρά Κουίκλυ ἡ ταβερνιάρισσα στόν Ἑρρίκο Ε΄, παραμένει μιά μεγάλη ἀξία, θυμίζοντάς μας τόν Εἰκοστό Τρίτο Ψαλμό καί ἕνα παιδί πού παίζει μέ λουλούδια. Φαίνεται ἀλλόκοτο νά διαπιστώνουμε ὅτι ὁ Σαίξπηρ δίνει στούς δύο μεγαλύτερους χαρακτῆρες του τό ὀξύμωρο πού ἀποκαλοῦμε «καλό θάνατο», ἀλλά πῶς ἀλλιῶς νά τό ποῦμε;
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ προσωπικότητες (κατά τή δική μας ἔννοια) ὑπάρχουν στά ἔργα κανενός ἀπό τούς ἀνταγωνιστές τοῦ Σαίξπηρ; Ὁ Μάρλοου περιορίζεται σκόπιμα σέ σκίτσα, ἀκόμη καί μέ τόν Βαραββᾶ, τόν μοχθηρό Ἑβραῖο, καί ὁ Μπέν Τζόνσον ἐξίσου σκόπιμα περιορίζεται σέ ἰδεογράμματα, ἀκόμη καί στόν Βολπόνε, πού ἡ τελική τιμωρία του μᾶς θλίβει. Μοῦ ἀρέσει ἰδιαίτερα ὁ Τζών Οὐέμπστερ[13] ἀλλά οἱ ἡρωίδες καί οἱ κακοῦργοι τῶν ἔργων του ὠχριοῦν μπροστά στούς χαρακτῆρες τοῦ Σαίξπηρ. Πολλοί μελετητές προσπαθοῦν νά μᾶς πείσουν γιά τίς δραματουργικές ἀρετές τοῦ Τζώρτζ Τσάπμαν καί τοῦ Τόμας Μίντλτον, ἀλλά κανένας δέν ὑποστήριξε ὅτι μπόρεσαν νά δώσουν σέ ἕναν ρόλο ἐσωτερικότητα. Δέν συμφωνοῦν ὅταν λέω ὅτι ὁ Σαίξπηρ μᾶς ἐπινόησε, ἀλλά θά ἦταν διαφορετικό ἄν κάποιος ὑποστήριζε ὅτι θά ἤμασταν διαφορετικοί ἄν ὁ Μπέν Τζόνσον καί ὁ Μάρλοου δέν εἶχαν γράψει τίποτα. Τό θαυμάσιο ἀστεῖο τοῦ Σαίξπηρ ἦταν νά ταυτίσει τόν Πιστόλη, ἀκόλουθο τοῦ Φάλσταφ στό Δεύτερο Μέρος τοῦ Ἑρρίκου Δ΄, μέ τόν Ταμερλάνο τοῦ Μάρλοου. Πιό ὕπουλο εἶναι τό εἰρωνικό ἀλλά καί τρομακτικό πορτρέτο τοῦ Μάρλοου στόν ρόλο τοῦ κακοῦ ἀλλά γοητευτικοῦ Ἔντμουντ στόν Βασιλιά Λήρ. Ὁ Μαλβόλιο στή Δωδεκάτη νύχτα εἶναι ἕνα παρωδιακό πορτρέτο τοῦ Μπέν Τζόνσον καί ταυτόχρονα ἕνα πρόσωπο τόσο πειστικά ἀνθρώπινο ὥστε ἀναπόφευκτα νά θυμίζει στόν θεατή ὅτι ὁ Τζόνσον δέν ἔχει κανένα μεστό ἀνθρώπινο ὄν στά δικά του ἔργα. Ὁ Σαίξπηρ, πού εἶναι ὄχι μόνο ὁ ἴδιος πνευματώδης ἀλλά καί αἰτία τοῦ πνευματώδους σέ ἄλλους, ἀφομοίωσε τούς ἀνταγωνιστές του γιά νά ὑπαινιχθεῖ ὅτι ἡ ἐκπληκτική προσωπικότητά τους ξεπερνοῦσε κατά πολύ τούς χαρακτῆρες τῶν ἔργων τους ἀλλά ὄχι αὐτό πού μποροῦσε ὁ ἴδιος νά φτιάξει ἀπό αὐτούς τούς χαρακτῆρες. Κι ὡστόσο, ὁ μηδενισμός τοῦ Ἔντμουντ, ὅπως καί τοῦ Ἰάγου, δέν μπορεῖ νά ἀναμετρηθεῖ μέ τόν μηδενισμό τοῦ Ἅμλετ, καί ἡ ἀνήσυχη κωμική λάμψη τοῦ Μαλβόλιο εἶναι σταγόνα μπροστά στόν ἄσωστο ὠκεανό τοῦ γέλιου τοῦ Φάλσταφ. Ἴσως δίνουμε πολλή προσοχή στίς θεατρικές μεταφορές τοῦ Σαίξπηρ, στήν ἀπροκάλυπτη αὐτοσυνειδησία του ὡς ἠθοποιοῦ-δραματουργοῦ. Τά πρότυπά του πρέπει νά ἔρχονταν πιό συχνά ἀπό σφαῖρες ἄλλες ἀπό τή δική του, ἀλλά μπορεῖ νά μήν «ἐμιμεῖτο τή ζωή» ἀλλά νά τή δημιουργοῦσε στά καλύτερα ἔργα του.
Πῶς μπόρεσε νά φτιάξει αὐτούς τούς χαρακτῆρες; Πῶς μπόρεσε νά δημιουργήσει πρόσωπα πού εἶναι «ἐλεύθεροι καλλιτέχνες τοῦ ἑαυτοῦ τους», κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἔγελου; Ἡ καλύτερη ἀπάντηση θά μποροῦσε νά ἦταν «Μιμούμενος τόν Σαίξπηρ». Δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Σαίξπηρ μιμήθηκε τόν Τσῶσερ καί τή Βίβλο μέ τήν ἔννοια πού μιμήθηκε τόν Μάρλοου καί τόν Ὀβίδιο. Πῆρε νύξεις ἀπό τόν Τσῶσερ, καί αὐτές οἱ νύξεις ἦταν πιό σημαντικές ἀπό αὐτά πού πῆρε ἀπό τόν Μάρλοου καί τόν Ὀβίδιο, τουλάχιστον ὡσότου φτάσει στή δημιουργία τοῦ Φάλσταφ. Ὑπάρχουν πολλά προεικάσματα ζωηρῶν χαρακτήρων στόν Σαίξπηρ πρό τοῦ Φάλσταφ: ὁ Φώλκονμπριτζ ὁ Νόθος στόν Βασιλιά Ἰωάννη, ὁ Μερκούτιο στό Ρωμαῖος καί Ἰουλιέττα, ὁ Πάτος στό Ὄνειρο καλοκαιρινῆς νύχτας. Καί ἔχουμε καί τόν Σάυλοκ, πού εἶναι ἕνα θρυλικό τέρας, ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Ἑβραίου, καί ταυτόχρονα ἕνας ταραγμένος ἄνθρωπος πού εἶναι ἀφύσικα δεμένος μέ τό τέρας. Ἀλλά ὑπάρχει μιά ποιοτική διαφορά μεταξύ αὐτῶν τῶν χαρακτήρων καί τοῦ Ἅμλετ, ἐνῶ ἡ διαφορά μεταξύ τοῦ Ἅμλετ καί τοῦ Φάλσταφ εἶναι διαφορά βαθμοῦ. Ἡ ἐσωτερικότητα γίνεται ἡ καρδιά τοῦ φωτός καί τοῦ σκότους μέ τρόπους πιό ριζοσπαστικούς ἀπ’ ὅσο ποτέ στή λογοτεχνία.
Ἡ παράδοξη δύναμη τοῦ Σαίξπηρ νά δημιουργεῖ ἰσχυρές προσωπικότητες ἴσως νά μήν μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ. Γιατί οἱ χαρακτῆρες του μᾶς φαίνονται τόσο πραγματικοί, πῶς μπόρεσε νά σκαρώσει μιά τόσο πειστική ψευδαίσθηση; Ἱστορικές (ἤ ἱστορικοποιημένες) θεωρήσεις δέν μᾶς ἔχουν βοηθήσει νά βροῦμε ἱκανοποιητικές ἀπαντήσεις σέ αὐτά τά ἐρωτήματα. Κοινωνικά καί ἀτομικά ἰδεώδη ἦταν ἴσως πιό διαδεδομένα στόν κόσμο τοῦ Σαίξπηρ ἀπ’ ὅσο φαίνεται νά εἶναι στόν δικό μας. Ὁ Λήντς Μπάρολ παρατηρεῖ ὅτι τά ἰδεώδη στήν Ἀναγέννηση, εἴτε χριστιανικά εἴτε φιλοσοφικά ἤ ἀποκρυφιστικά, ἔδιναν ἔμφαση στήν ἀνάγκη μας νά συμμετάσχουμε σέ κάτι πού μᾶς ἐκφράζει ἀλλά εἶναι μεγαλύτερο ἀπό μᾶς, ὅπως ὁ Θεός ἤ ἕνα πνεῦμα. Αὐτές οἱ ἀπαιτήσεις προκαλοῦσαν ἔνταση καί ἄγχος, καί ὁ Σαίξπηρ ἀξιοποίησε ἀριστοτεχνικά τό κενό μεταξύ προσώπων καί προσωπικῶν ἰδεωδῶν. Ἡ ἐπινόηση αὐτοῦ πού ὀνομάζουμε «προσωπικότητα» εἶναι ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀξιοποίησης; Ὁπωσδήποτε διακρίνουμε τήν ἐπιρροή τοῦ Σαίξπηρ στόν μαθητή του Τζών Οὐέμπστερ ὅταν ὁ Φλαμίνεο, στό τέλος τοῦ Λευκοῦ Διαβόλου, φωνάζει:
Ἐνῶ κοιτᾶμε ψηλά στά οὐράνια, συγχέουμε
Τούτη τή γνώση μέ ἐκείνη.
Στόν Οὐέμπστερ, ἀκόμη καί στίς καλύτερες στιγμές του, μποροῦμε νά ἀκούσουμε τά σαιξπηρικά παράδοξα νά ἐπαναλαμβάνονται ἐπιδέξια, ἀλλά οἱ χαρακτῆρες δέν ἔχουν ἀτομικότητα. Ποιός μπορεῖ νά μᾶς πεῖ τίς διαφορές στήν προσωπικότητα τοῦ Φλαμίνεο καί τοῦ Λοντοβίκο στόν Λευκό Διάβολο; Κοιτάζοντας ψηλά στά οὐράνια καί συγχέοντας τούτη τή γνώση μέ ἐκείνη τή γνώση δέν κάνουν τόν Φλαμίνεο καί τόν Λοντοβίκο κάτι περισσότερο ἀπό ἁπλά ὀνόματα πάνω σέ μιά σελίδα. Ὁ Ἅμλετ, πού ἐπιχειρηματολογεῖ συνεχῶς μέ τόν ἑαυτό του, δέν φαίνεται νά ὀφείλει τή συντριπτική πραγματικότητά του σέ μία σύγχυση τῆς προσωπικῆς μέ τήν ἰδεώδη γνώση. Ὁ Σαίξπηρ μᾶς δίνει μᾶλλον ἕναν Ἅμλετ πού εἶναι ἐνεργός παράγων παρά ἀποτέλεσμα συγκρουόμενων συνειδητοποιήσεων. Εἴμαστε πεπεισμένοι γιά τήν ἀνώτερη πραγματικότητα τοῦ Ἅμλετ διότι ὁ Σαίξπηρ ἔχει κάνει τόν Ἅμλετ ἐλεύθερο, κάνοντάς τον νά γνωρίζει τήν ἀλήθεια, τήν ἀλήθεια πού γιά μᾶς εἶναι ἀφόρητη. Ἕνα σαιξπηρικό ἀκροατήριο εἶναι ὅπως οἱ θεοί τοῦ Ὀλύμπου στόν Ὅμηρο: κοιτᾶμε καί ἀκοῦμε καί δέν μπαίνουμε στόν πειρασμό νά ἐπέμβουμε. Ἀλλά εἴμαστε ἐπίσης διαφορετικοί ἀπό τό ἀκροατήριο τῶν θεῶν τοῦ Ὁμήρου, γιατί εἴμαστε θνητοί καί συγχέουμε κι ἐμεῖς τή μία γνώση μέ τήν ἄλλη. Δέν μποροῦμε νά ἀντλήσουμε, ἀπό τήν κοινωνική ἱστορία τῆς ἐποχῆς τοῦ Σαίξπηρ ἤ ἀπό τή δική μας, πληροφορίες πού θά μᾶς βοηθοῦσαν νά ἐξηγήσουμε τήν ἱκανότητά του νά δημιουργεῖ «μορφές πιό πραγματικές ἀπό τούς ζωντανούς ἀνθρώπους», κατά τή διατύπωση τοῦ Σέλλεϋ. Οἱ ἀνταγωνιστές συνάδελφοι τοῦ Σαίξπηρ ὑπόκειντο στίς ἴδιες ἐπιρροές ἰδεῶν γιά τόν ἔρωτα, τήν τάξη, τό Αἰώνιο, ἀλλά μᾶς ἔδωσαν, στήν καλύτερη περίπτωση, εὔγλωττες καρικατοῦρες χαρακτήρων, ὄχι πραγματικούς ἄντρες καί γυναῖκες.
Διαβάζοντας τόν Σαίξπηρ καί βλέποντάς τον νά παίζεται, δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε σέ τί πίστευε, πέραν τῆς ποιήσεως, καί σέ τί δυσπιστοῦσε. Ὁ Γκ.Κ. Τσέστερτον,[14] θαυμάσιος λογοτεχνικός κριτικός, ἐπέμενε ὅτι ὁ Σαίξπηρ ἦταν Καθολικός καί ὅτι ὁ Ἅμλετ ἦταν πιστός μᾶλλον παρά σκεπτικιστής. Καί οἱ δύο ἰσχυρισμοί μοῦ φαίνονται ἀβάσιμοι ἀλλά τελικά δέν εἶμαι σέ θέση νά γνωρίζω, ὅπως δέν ἦταν καί ὁ Τσέστερτον. Ὁ Κρίστοφερ Μάρλοου εἶχε τίς ἀμφισημίες του καί ὁ Μπέν Τζόνσον τίς δικές του ἀμφιθυμίες, ἀλλά μερικές φορές μποροῦμε νά ρισκάρουμε κάποιες εἰκασίες σχετικά μέ τά προσωπικά τους πιστεύω. Διαβάζοντας τόν Σαίξπηρ μπορῶ νά συναγάγω ὅτι δέν τοῦ ἄρεσαν οἱ δικηγόροι, προτιμοῦσε τό ποτό ἀπό τό φαγητό, καί προφανῶς τοῦ ἄρεσαν καί τά δύο φύλα. Ἀλλά δέν ἔχω ἰδέα ἄν εὐνοοῦσε τόν προτεσταντισμό ἤ τόν καθολικισμό ἤ ἄν ἀδιαφοροῦσε καί γιά τούς δύο. Δέν ξέρω ἄν πίστευε ἤ δέν πίστευε στόν Θεό ἤ στήν Ἀνάσταση. Οἱ πολιτικές του πεποιθήσεις, ὅπως καί οἱ θρησκευτικές, μοῦ διαφεύγουν, ἀλλά νομίζω ὅτι ἦταν ἐν γένει ἐπιφυλακτικός. Φοβόταν τόν ὄχλο καί τίς ἐξεγέρσεις ἀλλά φοβόταν καί τίς καταχρήσεις τῆς ἐξουσίας. Φιλοδοξοῦσε νά ἀνήκει στήν τάξη τῶν εὐγενῶν καί δέν καμάρωνε πού ἦταν κάποτε ἠθοποιός. Φαίνεται νά ἐκτιμοῦσε περισσότερο τόν Βιασμό τῆς Λουκρητίας ἀπό τόν Βασιλιά Λήρ, καί σέ αὐτό παραμένει μοναδικός (μέ ἐξαίρεση τόν Τολστόι, ἐνδεχομένως).
Ὁ Τσέστερτον καί ὁ Ἄντονυ Μπάρτζες ἔχουν τονίσει τή ζωτικότητα τοῦ Σαίξπηρ. Θά προχωρήσω λίγο περισσότερο καί θά χαρακτηρίσω τόν ἴδιο τόν Σαίξπηρ βιταλιστή, ὅπως ὁ ἥρωάς του ὁ Φάλσταφ. Ἡ ζωτικότητα, τήν ὁποία ὁ Χάζλιτ ἀποκάλεσε «gusto», μπορεῖ νά εἶναι τό κλειδί γιά τήν ὑπερφυσική ἱκανότητα τοῦ Σαίξπηρ νά προικίζει τούς χαρακτῆρες του μέ διακριτή προσωπικότητα καί ἐξατομικευμένο γλωσσικό ὕφος. Δέν μπορῶ νά δεχτῶ ὅτι ὁ Σαίξπηρ προτιμοῦσε τόν Πρίγκιπα Χάλ[15] ἀπό τόν Φάλσταφ, καθώς πιστεύουν οἱ περισσότεροι μελετητές. Ὁ Χάλ εἶναι μακιαβελικός· ὁ Φάλσταφ, ὅπως ὁ Μπέν Τζόνσον (καί ὅπως ὁ Σαίξπηρ;), σφύζει ἀπό ζωή, ὅπως βέβαια καί οἱ μεγάλοι σαιξπηρικοί δολοφονικοί κακοῦργοι: ὁ Ἀαρών ὁ Μαυριτανός, ὁ Ριχάρδος Γ΄, ὁ Ἰάγος, ὁ Ἔντμουντ, ὁ Μακμπέθ. Τό ἴδιο οἱ κωμικοί κακοί: ὁ Σάυλοκ, ὁ Μαλβόλιο, ὁ Κάλιμπαν. Ἡ πληθωρικότητα στόν Σαίξπηρ, πού παίρνει συχνά τερατώδεις διαστάσεις, εἶναι τοῦ εἴδους τοῦ Ραμπελαί, τοῦ Μπλέηκ καί τοῦ Τζόυς. Ὁ ἄνθρωπος Σαίξπηρ, προσηνής ἀλλά καί δαιμόνιος, δέν ἦταν περισσότερο Φάλσταφ ἀπ’ ὅσο ἦταν Ἅμλετ, ἀλλά κάτι κάνει τούς ἀναγνῶστες καί τούς θεατές τῶν ἔργων νά συσχετίζουν τόν δραματουργό μέ τούς δύο χαρακτῆρες. Μόνο ἡ Κλεοπάτρα καί οἱ ἰσχυρότεροι ἀπό τούς «κακούς» χαρακτῆρες – ὁ Ἰάγος, ὁ Ἔντμουντ, ὁ Μακμπέθ– ἐντυπώνονται στή μνήμη μας τόσο ἀνεξίτηλα ὅσο ὁ ἀνέμελος Φάλσταφ καί ὁ διανοούμενος Ἅμλετ.
Ὅταν διαβάζουμε τά ἔργα τοῦ Σαίξπηρ, καί μέχρις ἑνός βαθμοῦ ὅταν παρακολουθοῦμε τίς παραστάσεις τους, ἡ συνήθης καί εὔλογη διαδικασία εἶναι νά βυθιστοῦμε στό κείμενο καί τούς ὁμιλητές, καί νά ἀφήσουμε τήν ἀντίληψή μας νά κινηθεῖ πέρα ἀπό αὐτό πού διαβάζουμε σέ σχετικά συμφραζόμενα καί περιβάλλοντα. Αὐτή ἦταν ἡ διαδικασία πού ἀκολουθεῖτο ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Δρ Τζόνσον καί τοῦ Ντέηβιντ Γκάρικ,[16] τοῦ Οὐίλλιαμ Χάζλιτ καί τοῦ Ἔντμουντ Κήν[17] μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Α.Σ. Μπράντλυ[18] καί τοῦ Χένρυ Ἴρβιν,[19] τοῦ Τζών Γκίλγκουντ[20] καί τοῦ Τζ. Οὐίλσον Νάιτ.[21] Δυστυχῶς, μολονότι αὐτός ὁ τρόπος προσέγγισης εἶναι καί εὔλογος καί «φυσικός», σήμερα θεωρεῖται ξεπερασμένος καί ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπό μιά αὐθαίρετη καί ἰδεολογικά ἐπιβεβλημένη πλαισίωση [contextualization], πού εἶναι τό ψωμοτύρι τῆς κακῆς ἐποχῆς μας. Στόν «Γαλλικό Σαίξπηρ» (καθώς θά τόν ἀποκαλῶ) ἡ μέθοδος πού ἀκολουθεῖται εἶναι νά ἀρχίζεις μέ μιά δική σου πολιτική θέση, πού δέν ἔχει καμία σχέση μέ τά ἔργα τοῦ Σαίξπηρ, κι ἔπειτα νά ἐντοπίζεις σέ κάποιο ἔργο κάποια μικρολεπτομέρεια κοινωνικῆς ἱστορίας τῆς Ἀγγλικῆς Ἀναγέννησης πού φαίνεται νά στηρίζει τήν ἄποψή σου. Μέ αὐτό τό κομμάτι στό χέρι, μπαίνεις στό ταλαίπωρο ἔργο καί βρίσκεις μιά σχέση, ἀσχέτως τοῦ πόσο καλά μπορεῖς νά τή στηρίξεις, ἀνάμεσα στό ὑποτιθέμενο στοιχεῖο κοινωνικῆς ἱστορίας πού ἔχεις ἐπιλέξει καί τά λόγια τοῦ Σαίξπηρ. Θά μέ χαροποιοῦσε ἄν πειθόμουν ὅτι παρωδῶ τή δραστηριότητα τῶν πανεπιστημιακῶν καί τῶν σκηνοθετῶν αὐτῆς πού ἀποκαλῶ «Σχολή τῆς Μνησικακίας» – τούς κριτικούς πού βάζουν τή θεωρία πάνω ἀπό τή λογοτεχνία– ἀλλά ἔχω ἐξηγήσει μέ σαφήνεια τί συμβαίνει, εἴτε στήν τάξη εἴτε στή σκηνή.
Ἀντικαθιστώντας τόν «Ἰησοῦ» μέ τόν «Σαίξπηρ», παραπέμπω στούς στίχους τοῦ Οὐίλλιαμ Μπλέηκ:
Εἶμαι βέβαιος ὅτι τοῦτος ὁ Σαίξπηρ δέν κάνει
Εἴτε γιά Ἄγγλο εἴτε γιά Ἑβραῖο.[22]
Τό κακό μέ τόν «Γαλλικό Σαίξπηρ» δέν εἶναι ὅτι δέν εἶναι «Ἀγγλικός Σαίξπηρ», πόσο μᾶλλον Ἑβραϊκός ἤ Χριστιανικός ἤ Ἰσλαμικός. Τό κακό εἶναι ὅτι δέν εἶναι Σαίξπηρ· ὁ Σαίξπηρ δέν χωράει στά «ἀρχεῖα» τοῦ Φουκώ καί δέν ἀσχολεῖται πρωτίστως μέ «κοινωνικά» ζητήματα. Μπορεῖς νά φέρεις ὁτιδήποτε στόν Σαίξπηρ καί τό ἔργο θά λάμψει περισσότερο ἀπ’ ὅσο αὐτό πού θά φέρεις θά τό φωτίσει. Μολονότι οἱ ἐπαγγελματίες μνησίκακοι ἐπιμένουν ὅτι ἡ αἰσθητική στάση εἶναι καθαυτήν ἰδεολογική, ἐγώ θά διαφωνήσω καί αὐτό πού φέρνω στόν Σαίξπηρ σέ αὐτό τό βιβλίο εἶναι μόνο τό αἰσθητικό (μέ τήν ἔννοια πού δίνουν στή λέξη ὁ Γουῶλτερ Πέητερ καί ὁ Ὄσκαρ Οὐάιλντ). Ἤ μᾶλλον, ὁ Σαίξπηρ μοῦ τό φέρνει, ἀφοῦ ὁ Σαίξπηρ ἔμαθε στόν Πέητερ, στόν Οὐάιλντ καί σέ ὅλους ἐμᾶς τό αἰσθητικό, τό ὁποῖο, καθώς εἶπε ὁ Πέητερ, εἶναι ζήτημα ἀντίληψης καί αἴσθησης. Ὁ Σαίξπηρ μᾶς διδάσκει πῶς καί τί νά ἀντιλαμβανόμαστε, πῶς καί τί νά αἰσθανόμαστε καί πῶς νά βιώνουμε τήν αἴσθηση. Προσπαθώντας νά μᾶς μεγεθύνει, ὄχι ὡς πολίτες ἤ χριστιανούς ἀλλά ὡς συνειδήσεις, ὁ Σαίξπηρ ξεπέρασε ὅλους τούς δασκάλους του ὡς ψυχαγωγός. Οἱ μνησίκακοι τῆς ἐποχῆς μας, πού μποροῦν νά χαρακτηριστοῦν (χωρίς κακία) «τά φρικιά τῆς θεωρίας», δέν ἀπολαμβάνουν τά ἔργα.
Ἄν καί ὁ Γκ.Κ. Τσέστερτον ἤθελε νά πιστεύει ὅτι ὁ Σαίξπηρ ἦταν Καθολικός, τουλάχιστον κατά τό πνεῦμα, ἦταν ὡστόσο τόσο καλός κριτικός πού δέν θά μποροῦσε νά ἐντοπίσει τήν οἰκουμενικότητα τοῦ Σαίξπηρ στόν χριστιανισμό. Αὐτό μᾶς μαθαίνει νά μή σχηματοποιοῦμε τόν Σαίξπηρ σύμφωνα μέ τίς δικές μας πολιτισμικές προτιμήσεις. Συγκρίνοντας τόν Σαίξπηρ μέ τόν Δάντη, ὁ Τσέστερτον τονίζει τήν εὐρύτητα τοῦ Δάντη ὅταν ἀσχολεῖται μέ τή χριστιανική ἀγάπη καί τή χριστιανική ἐλευθερία, ἐνῶ ὁ Σαίξπηρ «εἶναι παγανιστής, ἀφοῦ οἱ καλύτερες στιγμές του εἶναι ὅταν περιγράφει τά μεγάλα πνεύματα σέ δεσμά». Αὐτά τά «δεσμά» προφανῶς δέν εἶναι πολιτικά. Μᾶς ὁδηγοῦν στήν οἰκουμενικότητα, πάνω ἀπ’ ὅλα στόν Ἅμλετ, τό μεγαλύτερο ἀπ’ ὅλα τά πνεύματα, πού ψάχνει νά βρεῖ τήν ἀλήθεια, ἡ ὁποία θά τόν ἀφανίσει. Ἡ μεγαλύτερη χρησιμότητα τοῦ Σαίξπηρ εἶναι νά τόν ἀφήσεις νά σέ μάθει νά σκέφτεσαι, προσπαθώντας νά βρεῖς μιά ἀλήθεια στήν ὁποία θά φτάσεις καί θά τήν κατέχεις χωρίς αὐτή νά σέ ἀφανίσει.
2
Δέν εἶναι ψευδαίσθηση τό ὅτι οἱ ἀναγνῶστες (καί οἱ θεατές) βρίσκουν περισσότερη ζωντάνια στά λόγια τοῦ Σαίξπηρ καί στούς χαρακτῆρες πού τά λένε ἀπ’ ὅσο σέ ὁποιονδήποτε ἄλλο συγγραφέα, ἤ καί σέ ὅλους μαζί τούς ἄλλους συγγραφεῖς. Ἡ νεότερη ἀγγλική διαμορφώθηκε ἀπό τόν Σαίξπηρ. Τό Oxford English Dictionary εἶναι φτιαγμένο κατ’ εἰκόνα του. Οἱ νεότεροι ἄνθρωποι διαμορφώνονται ἀκόμη ἀπό τόν Σαίξπηρ, ὄχι ὡς Ἄγγλοι ἤ ὡς Ἀμερικανίδες, ἀλλά μέ τρόπους πού ὅλο καί περισσότερο εἶναι μετα-εθνικοί καί μετα-φυλικοί. Ὁ Σαίξπηρ ἔχει γίνει ὁ πρῶτος οἰκουμενικός συγγραφέας· ἀντικατέστησε τή Βίβλο στήν ἐκκοσμικευμένη συνείδηση. Οἱ ἀπόπειρες νά ἐξηγηθεῖ ἱστορικά ἡ ὑπεροχή του ἔχουν ναυαγήσει. Ἡ ὑπεροχή του εἶναι μοναδική· οἱ πολιτισμικοί παράγοντες πού, σύμφωνα μέ τούς κριτικούς, τήν ἑρμηνεύουν, ἰσχύουν ἐξίσου καί γιά τόν Τόμας Ντέκκερ[23] καί τόν Τζώρτζ Τσάπμαν. Οἱ σύγχρονες ἑρμηνεῖες δέν μᾶς πείθουν διότι οἱ θεωρητικές προϋποθέσεις τους μειώνουν τίς διαφορές μεταξύ τοῦ Σαίξπηρ καί τῶν ὁμοτέχνων του.
Αὐτά πού δέν ἔχουν ἀποτέλεσμα στήν πράξη εἶναι οἱ κριτικές ἤ θεατρικές προσεγγίσεις τοῦ συρμοῦ πού προσπαθοῦν νά ἐντάξουν τόν Σαίξπηρ σέ πλαίσια ἱστορικά ἤ σύγχρονα. Ἡ ἀπομυθοποίηση εἶναι μιά τεχνική ἀδύναμη γιά νά ἐφαρμοστεῖ στόν μοναδικό συγγραφέα πού φαίνεται πώς ἔγινε ὁ ἑαυτός του παρουσιάζοντας ἄλλους. Παραφράζω τόν Χάζλιτ ὅταν μιλάει γιά τόν Σαίξπηρ, καθώς ὑποδηλώνει ὁ ὑπότιτλος αὐτοῦ τοῦ βιβλίου. Μετά χαρᾶς ἀκολουθῶ τόν Χάζλιτ, ἀναζητώντας τή σαιξπηρική διαφορά, αὐτό πού ὑπερβαίνει τίς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ τῆς μιᾶς καί τῆς ἄλλης κουλτούρας ἤ ἐντός τῆς ἴδιας κουλτούρας. Τί ἐπέτρεψε στόν Σαίξπηρ νά εἶναι ὁ ὑπέρτατος magister ludi; Ὁ Νίτσε, ὅπως καί ὁ Μονταίν, ψυχολόγος σαιξπηρικῆς σχεδόν δύναμης, μᾶς δίδαξε ὅτι ὁ πόνος εἶναι ἡ αὐθεντική πηγή τῆς ἀνθρώπινης μνήμης. Δεδομένου ὅτι ὁ Σαίξπηρ εἶναι ὁ πιό ἀξιομνημόνευτος συγγραφέας, μπορεῖ νά εἶναι βάσιμη ἡ αἴσθηση ὅτι ὁ πόνος πού μᾶς προκαλεῖ ὁ Σαίξπηρ εἶναι τόσο σημαντικός ὅσο καί ἡ εὐχαρίστηση. Δέν χρειάζεται νά εἶναι κανείς Δρ Τζόνσον γιά νά τρομάζει στήν ἰδέα ὅτι θά διαβάσει ἤ θά παρακολουθήσει μιά παράσταση τοῦ Βασιλιᾶ Λήρ, ἰδιαίτερα τήν Πέμπτη Πράξη, ὅπου ὁ Κορντήλια δολοφονεῖται καί ὁ Λήρ πεθαίνει κρατώντας τη στήν ἀγκαλιά του. Προσωπικά, φοβᾶμαι ἀκόμη περισσότερο τόν Ὀθέλλο· ἡ λύπη πού προκαλεῖ εἶναι ἄφατη, ὑπό τόν ὅρο ὅτι ἀναγνωρίζουμε (ὅπως καί ὁ σκηνοθέτης τοῦ ἔργου) τήν ἀξιοπρέπειά του καί ἐκτιμοῦμε τό ὅτι μόνος του προκάλεσε τόν ἐπονείδιστο ξεπεσμό του.
Δέν μπορῶ νά λύσω τό αἴνιγμα τῆς παρουσίασης τοῦ Σάυλοκ ἤ ἀκόμη καί τοῦ Πρίγκιπα Χάλ / Βασιλιᾶ Ἑρρίκου Ε΄. Ἡ πρωτογενής ἀμφιθυμία, τήν ὁποία ἐκλαΐκευσε ὁ Ζίγκμουντ Φρόυντ, εἶναι βασική στόν Σαίξπηρ, καί σέ σκανδαλώδη βαθμό ἦταν ἐπινόηση τοῦ ἴδιου τοῦ Σαίξπηρ. Ἡ ἀξιομνημόνευτη ὀδύνη, ἤ ἡ μνήμη τήν ὁποία γεννᾶ ἡ ὀδύνη, προκύπτει ἀπό μιά ἀμφιθυμία πού εἶναι ταυτόχρονα γνωσιακή καί συναισθηματική, ἀμφιθυμία τήν ὁποία ἀποδίδουμε χωρίς δεύτερη σκέψη στόν Ἅμλετ, ἀλλά ἡ ὁποία ἔχει προετοιμαστεῖ ἀπό τόν Σάυλοκ. Ἴσως ὁ Σάυλοκ ξεκίνησε σάν ἕνας κωμικός «κακός» – κάποτε τό πίστευα ἀλλά τώρα ἀμφιβάλλω. Τό ἔργο εἶναι τῆς Πόρσια, ὄχι τοῦ Σάυλοκ, ἀλλά ὁ Σάυλοκ εἶναι ὁ πρῶτος ἐσωτερικευμένος «κακός» ἥρωας τοῦ Σαίξπηρ, σέ ἀντίθεση μέ ἐξωτερικευμένους προδρόμους ὅπως ὁ Ἀαρών ὁ Μαυριτανός στόν Τίτο Ἀνδρόνικο, καί ὁ Ριχάρδος ὁ Γ΄. Πιστεύω ὅτι ὁ Πρίγκιπας Χάλ / Ἑρρίκος ὁ Ε΄ εἶναι ἡ ἑπόμενη ἄβυσσος ἐσωτερικότητας μετά τόν Σάυλοκ, δηλαδή ἄλλος ἕνας «κακός» ἥρωας, ἕνας εὐσεβής καί πατριωτικός Μακιαβέλλι, ἀλλά ἡ εὐσέβεια καί ἡ βασιλική μεγαλοπρέπεια εἶναι ἐπιθετικοί προσδιορισμοί, ἐνῶ ἡ ὑποκρισία εἶναι τό οὐσιαστικό. Ἀκόμη καί ἔτσι, ὁ ἀνυποχώρητος Σάυλοκ πού ἀπαιτεῖ δικαιοσύνη, εἶναι ἕνας ἐπίδοξος σφαγέας καί ὁ Σαίξπηρ μοχθεῖ γιά νά μᾶς πείσει ὅτι ἡ Πόρσια, ἄλλη μιά ἀπολαυστική ὑποκρίτρια, ἀποτρέπει μιά ὠμότητα μέ τήν ἐξυπνάδα της. Θά ἤλπιζε κανείς ὅτι ὁ Ἔμπορος τῆς Βενετίας εἶναι ὀδυνηρός ἀκόμη καί γι’ αὐτούς πού δέν εἶναι Ἑβραῖοι, ἄν καί ἡ ἐλπίδα μπορεῖ νά εἶναι ἀπατηλή.
Αὐτό πού δέν εἶναι ἀπατηλό εἶναι ἡ τρομακτική δύναμη τῆς βούλησης τοῦ Σάυλοκ, ἡ ἀπαίτησή του νά τηρηθεῖ τό συμβόλαιο. Καί βέβαια μπορεῖ νά μιλήσει κανείς γιά τήν τρομακτική βούληση τοῦ Χάλ / Ἑρρίκου τοῦ Ε΄, τήν ἀπαίτησή του νά ἀνέβει στόν θρόνο, νά πάρει τή Γαλλία, νά ἐξουσιάσει τούς πάντες, τό μυαλό τους καί τήν καρδιά τους. Ἡ μεγαλοσύνη τοῦ Ἅμλετ, ἡ ὑπέρβαση τοῦ ρόλου τοῦ «κακοῦ», συνάπτεται μέ τήν ἀπόρριψη τῆς βούλησης, πού περιλαμβάνει καί τήν ἐπιθυμία τῆς ἐκδίκησης, ἕνα σχέδιο τό ὁποῖο ἀποφεύγει νά ἐκτελέσει μέ τήν ἄρνηση, πού εἶναι γι’ αὐτόν ἕνας ἀναθεωρητικός τρόπος νά μετατρέπει κάθε κατάσταση σέ θέατρο. Ἡ θεατρική ἰδιοφυΐα τοῦ Σαίξπηρ εἶναι λιγότερο Ἰάγος ἀπ’ ὅσο Ἅμλετ. Ὁ Ἰάγος «δέν εἶναι τίποτα ἄν δέν ἐπικρίνει»,[24] ἀλλά εἶναι, τό πολύ, ἕνας μεγάλος ἐγκληματικός ἐστέτ, καί ἡ ὀξυδέρκειά του ὑπολείπεται ἀπό τήν εὐφυΐα τῆς γυναίκας του Αἰμιλίας. Ὁ Ἅμλετ εἶναι ὁ πιό ἐλεύθερος καλλιτέχνης, τό μυαλό του εἶναι πάντα κοφτερό, καί μετατρέπει τή φάκα στήν ὁποία ἔχει πιαστεῖ σέ Θέατρο τοῦ Κόσμου. Ὁ Σάυλοκ εἶναι ψυχαναγκαστικός, ὁ Χάλ / Ἑρρίκος ἕνας ἀχάριστος, ἀνίκανος νά δεῖ τή μοναδικότητα τοῦ Φάλσταφ, ὁ Ἰάγος δέν μπορεῖ νά ξεπεράσει τήν αἴσθηση ὅτι ἔχει ἀδικηθεῖ (ὅτι δέν ἀναγνωρίστηκε ἡ στρατιωτική του ἀξία), ἀλλά ὁ Ἅμλετ σηκώνει συνειδητά τό βάρος τοῦ μυστηρίου τοῦ θεάτρου, ἐπαυξημένου ἀπό τή δύναμη τοῦ Σαίξπηρ. Ὁ Ἅμλετ, ἐπίσης, παύει νά παριστᾶ τόν ἑαυτό του καί γίνεται κάτι περισσότερο – μιά οἰκουμενική μορφή, ὄχι μιά συνάθροιση ἀτομικοτήτων. Ὁ Σαίξπηρ ἔγινε μοναδικός παρουσιάζοντας ἄλλους ἀνθρώπους· ὁ Ἅμλετ εἶναι ἡ διαφορά πού πέτυχε ὁ Σαίξπηρ. Δέν ἐννοῶ ὅτι ἡ θαυμάσια ἀνιδιοτέλεια τοῦ Ἅμλετ στήν Πέμπτη Πράξη ἦταν ποτέ ἤ ἔγινε προσωπική ἀρετή τοῦ Σαίξπηρ, ἀλλά ὅτι ἡ τελική στάση τοῦ Ἅμλετ προσωποποιεῖ τήν Ἀρνητική Ἱκανότητα[25] τοῦ Σαίξπηρ, καθώς τήν ὅρισε ὁ Τζών Κήτς. Στό τέλος ὁ Ἅμλετ δέν εἶναι πιά ἕνα πραγματικό πρόσωπο καταδικασμένο νά ὑποφέρει μέσα σέ ἕνα ἔργο, καί μάλιστα σέ λάθος ἔργο. Τό πρόσωπο καί τό ἔργο χάνονται τό ἕνα μέσα στό ἄλλο, ὡσότου ἔχουμε μόνο τή γνωσιακή μουσική τοῦ «Ἄς εἶναι» καί τοῦ «Ἄσ’ το νά εἶναι».
3
Εἶναι δύσκολο νά περιγράψουμε τούς σαιξπηρικούς τρόπους ἀναπαράστασης χωρίς νά καταφύγουμε σέ ὀξύμωρα, γιατί οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς τούς τρόπους βασίζονται σέ φαινομενικές ἀντιφάσεις. Τό πρῶτο πού σοῦ ἔρχεται στόν νοῦ εἶναι μιά «νατουραλιστική εἰκονικότητα», πού ἀνταποκρίνεται στήν ἐνοχλημένη παρατήρηση τοῦ Βιττγκενστάιν ὅτι ἡ ζωή δέν εἶναι ὅπως ὁ Σαίξπηρ. Ὁ Ὄουεν Μπάρφιλντ[26] ἀπάντησε στόν Βιττγκενστάιν προκαταβολικά (τό 1928):
… ὑπάρχει λογική (ὅσο καί ἄν φαίνεται ταπεινωτικό) στήν παρατήρηση ὅτι αὐτά πού ἀποκαλοῦμε αἰσθήματά μας εἶναι στήν πραγματικότητα νοήματα τοῦ Σαίξπηρ.
Ἡ ζωή ἡ ἴδια ἔχει γίνει μιά νατουραλιστική εἰκονικότητα ἐν μέρει λόγω τῆς ἐπικράτησης τοῦ Σαίξπηρ. Ὁ Σαίξπηρ δέν μᾶς ψυχολόγησε, πῆγε πιό πέρα, ἐπινόησε τά αἰσθήματά μας. Ἀπό τή στιγμή πού ὁ Ἅμλετ σταματᾶ κυριολεκτικά τό ἔργο – γιά νά ἀστειευτεῖ μέ τόν Πόλεμο τῶν Θεάτρων, γιά νά διατάξει τόν Ἠθοποιό Βασιλιά νά παίξει τήν παράλογη σκηνή ὅπου ὁ Αἰνείας ἀφηγεῖται τή σφαγή τοῦ Πριάμου, γιά νά ἐπιβάλει κάποια πειθαρχία στούς ἠθοποιούς– , θεωροῦμε τόν Ἅμλετ ἕναν ἀπό μᾶς, πού κατά κάποιον τρόπο τοῦ φορτώθηκε ἕνας ρόλος, καί μάλιστα σέ λάθος ἔργο. Μόνο ὁ πρίγκιπας εἶναι πραγματικός· οἱ ἄλλοι, ὅπως καί ἡ δράση, εἶναι θέατρο.
Μποροῦμε νά φανταστοῦμε τόν ἑαυτό μας χωρίς τόν Σαίξπηρ; Καί ὅταν λέω «ἑαυτό μας» δέν ἐννοῶ μόνο τούς ἠθοποιούς, τούς σκηνοθέτες, τούς δασκάλους, τούς κριτικούς, ἀλλά καί σένα καί ὅλους τούς γνωστούς σου. Ἡ παιδεία μας, στόν ἀγγλόφωνο κόσμο ἀλλά καί σέ πολλά ἄλλα ἔθνη, ὑπῆρξε σαιξπηρική. Ἀκόμη καί σήμερα, πού ἡ παιδεία μας παραπαίει, καί ὁ Σαίξπηρ βάλλεται ἀπό τούς ἰδεολόγους τοῦ συρμοῦ, οἱ ἴδιοι οἱ ἰδεολόγοι εἶναι καρικατοῦρες τῶν σαιξπηρικῶν χαρακτήρων. Ἡ ὑποτιθέμενη «πολιτική» τους ἀντικατοπτρίζει τά πάθη τῶν δικῶν του χαρακτήρων. Προσωπικά θά προτιμοῦσα νά εἶναι μακιαβελικοί καί μνησίκακοι, κατά τό μαρλοουικό πρότυπο τοῦ Βαραββᾶ, τοῦ Ἑβραίου τῆς Μάλτας, ἀλλά δυστυχῶς τά ἰδεολογικά ὑποδείγματα εἶναι ὁ Ἰάγος καί ὁ Ἔντμουντ.
Οἱ σαιξπηρικοί τρόποι ἀναπαράστασης καθεαυτούς προδίδουν ἄραγε ἕνα ἰδεολογικό στοιχεῖο, εἴτε χριστιανικό εἴτε ἀγνωστικιστικό εἴτε ἑρμητικό εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο; Τό ἐρώτημα, πού εἶναι δύσκολο νά διατυπωθεῖ, εἶναι ἐπιτακτικό: Τί εἶναι σέ ἔσχατη ἀνάλυση ὁ Σαίξπηρ στά ἔργα του; Κάποιος πού καταφάσκει στή ζωή, πέρα ἀπό τήν τραγωδία, ἤ ἕνας πραγματιστής μηδενιστής; Δεδομένου ὅτι εἶμαι ἕνας αἱρετικός ὑπερβατικός, ἕνας γνωστικιστής, θά ἤμουν εὐτυχής μέ ἕναν Σαίξπηρ πού φαίνεται νά ἔχει τουλάχιστον μιά ἐγκόσμια ὑπερβατικότητα, ἕνα ὅραμα τοῦ ὑψηλοῦ. Ἀλλά αὐτό δέν φαίνεται νά εἶναι ἐντελῶς ἀληθές· ὁ αὐθεντικός σαιξπηρικός χορός ψάλλει παραλλαγές τῆς λέξης «τίποτα» καί ἕνας σκοτεινός μηδενισμός στοιχειώνει ὅλα σχεδόν τά ἔργα, ἀκόμη καί τίς μεγάλες, σχετικά καθαρές κωμωδίες. Ὡς δραματουργός, ὁ Σαίξπηρ εἶχε τή σοφία νά μήν πιστεύει σε τίποτα, καί ἐνῶ φαίνεται πώς ἤξερε τά πάντα, πρόσεχε νά μή φτάνει αὐτή ἡ γνώση τήν ὑπερβατικότητα. Δεδομένου ὅτι ἡ εὐγλωττία του περιλαμβάνει τά πάντα καί τό δραματικό του ἐνδιαφέρον εἶναι ἀμείωτο, δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι κυριαρχεῖ στά ἔργα του ὁ μηδενισμός ἤ ἡ σαφής αἴσθηση ὅτι ἡ φύση ἀδιαφορεῖ γιά τούς ἀνθρώπινους κώδικες καί τόν ἀνθρώπινο πόνο. Κι ὡστόσο, ὁ μηδενισμός ἔχει μιά ἀλλόκοτη ἀντήχηση. Τόν Λεόντιο στό Χειμωνιάτικο παραμύθι δέν τόν θυμόμαστε ἀπό τή ρητή μεταμέλειά του στό τέλος τοῦ ἔργου – «Συγχωρῆστε με / πού ἀνάμεσα στίς σεπτές μορφές σας / ἔβαλα τήν κακή ὑποψία μου[27]»– ἀλλά ἀπό τόν μεγάλο παιάνα τῶν «τίποτα»:
Αὐτά εἶναι τίποτα;
Ἔ, τότε, ὅλος ὁ κόσμος κι ὅσα κλείνει μέσα του εἶναι τίποτα,
Ὁ οὐρανός πού μᾶς σκέπει τίποτα, ἡ Βοημία τίποτα,
Ἡ γυναίκα μου τίποτα, καί τίποτα αὐτά τά τίποτα δέν ἔχουν,
Ἄν αὐτά εἶναι τίποτα.[28]
Ἡ μηδενιστική παραφροσύνη του ἔχει σημασία γιά μᾶς, πολύ μεγαλύτερη ἀπό τήν ἀποκατεστημένη ψυχική του ὑγεία, γιατί ἡ ἀληθινή ποίηση εἶναι μέ τό κόμμα τοῦ Διαβόλου, κατά τή διαλεκτική ἔννοια τοῦ Διαβόλου ὅπως τή χρησιμοποίησε ὁ Οὐίλλιαμ Μπλέηκ. Ὁ ἀποστειρωμένος Βασιλιάς Λήρ τοῦ Νέηχαμ Τέητ,[29] μέ τό χάπι ἔντ, τήν Κορντήλια νά παντρεύεται τόν Ἔντγκαρ καί τόν Λήρ νά λάμπει ἀπό εὐτυχία, μπορεῖ νά χαροποίησε τόν Δρ Τζόνσον ἀλλά μᾶς στερεῖ τό κένωμα,[30] τό αἰσθητό κενό ἤ τήν ἔρημη γῆ στήν ὁποία καταλήγει τό ἔργο πού ἔγραψε ὁ Οὐίλλιαμ Σαίξπηρ.
4
Λίγοι ἀπό μᾶς εἴμαστε σέ θέση νά βεβαιώσουμε ὅτι ὁ Θεός πέθανε ἤ ζεῖ ἀκόμη ἤ περιπλανιέται κάπου ἐξόριστος (ἐνδεχόμενο τό ὁποῖο προτιμῶ). Ὑπάρχουν συγγραφεῖς πού εἶναι πράγματι νεκροί, ἀλλά ὄχι ὁ Οὐίλλιαμ Σαίξπηρ. Ὅσον ἀφορᾶ τούς δραματικούς χαρακτῆρες, ποτέ δέν ξέρω πῶς νά ἐκλάβω τίς διαβεβαιώσεις (καί τίς διαμαρτυρίες) τῶν σύγχρονων σαιξπηρικῶν κριτικῶν, πού μοῦ λένε ὅτι ὁ Φάλσταφ, ὁ Ἅμλετ, ἡ Ρόζαλιντ, ἡ Κλεοπάτρα καί ὁ Ἰάγος εἶναι ρόλοι γιά ἠθοποιούς καί ἠθοποιές, ὄχι «πραγματικοί» ἄνθρωποι. Ἐντυπωσιάζομαι (μερικές φορές) ἀπό αὐτές τίς νουθεσίες, ἀλλά ἐπιστρατεύω τά χειροπιαστά στοιχεῖα ὅτι οἱ ἐπικριτές μου εἶναι ὄχι μόνο λιγότερο ἐνδιαφέροντες ἀπό τόν Φάλσταφ καί τήν Κλεοπάτρα ἀλλά καί λιγότερο ζωντανοί ἀπό τούς σαιξπηρικούς χαρακτῆρες πού (χρησιμοποιώντας τή φράση τοῦ Μπέν Τζόνσον) «σφύζουν ἀπό ζωή». Ὅταν ἤμουν παιδί καί εἶδα τόν Ράλφ Ρίτσαρντσον νά παίζει τόν Φάλσταφ, ἐπηρεάστηκα τόσο πολύ ὥστε ποτέ δέν μπόρεσα νά δῶ ξανά τόν Ρίτσαρντσον νά παίζει, στή σκηνή ἤ στήν ὀθόνη, χωρίς νά τόν ταυτίζω μέ τόν Φάλσταφ, παρά τή μεγάλη καί λαμπρή ἑρμηνευτική γκάμα αὐτοῦ τοῦ ἐξαιρετικοῦ ἠθοποιοῦ. Ἡ πραγματικότητα τοῦ Φάλσταφ δέν μέ ἄφησε ποτέ καί μετά ἀπό πενήντα χρόνια ἦταν τό ἔναυσμα γι’ αὐτό τό βιβλίο. Ἄν ἕνας φτωχός ἠθοποιός κορδώνεται καί ἰδροκοπάει γιά μιά ὥρα στή σκηνή κι ἔπειτα δέν ξανακούγεται,[31] μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἕνας μεγάλος ἠθοποιός ἀντηχεῖ μιά ὁλόκληρη ζωή, ἰδιαίτερα ἄν παίζει ὄχι μόνο ἕναν ἰσχυρό ρόλο ἀλλά ἕναν χαρακτήρα πού εἶναι βαθύτερος ἀπό τή ζωή, ἕνα πνεῦμα ἀπαράμιλλο, πού ἰσάξιό του δέν θά συναντήσουμε ποτέ στή ζωή.
Πρέπει νά ξεκαθαρίσουμε ὅτι δέν εἴμαστε ἐδῶ γιά νά ἐκφέρουμε ἠθικές κρίσεις γιά τόν Φάλσταφ. Τά ἔργα τοῦ Σαίξπηρ ἔχουν τίς σωστές ἀναλογίες, ἔτσι ὥστε, ὅταν κρίνουμε, νά κρινόμαστε ἐπίσης μέ τό ἴδιο μέτρο. Ἄν βλέπεις τόν Φάλσταφ σάν ἕναν δειλό πού παριστάνει τόν παλικαρά, ἕναν ἀπατεώνα, ἕναν γελωτοποιό τοῦ πρίγκιπα Χάλ, ἔ, τότε, μαθαίνουμε κάτι γιά σένα ἀλλά δέν μαθαίνουμε τίποτα περισσότερο γιά τόν Φάλσταφ. Ἄν ἡ Κλεοπάτρα σου εἶναι μιά μπαγιάτικη πόρνη καί ὁ Ἀντώνιός της ἕνας ξεμωραμένος πού παριστάνει τόν Ἀλέξανδρο, τότε μαθαίνουμε κάτι περισσότερο γιά σένα καί κάτι λιγότερο γιά ἐκείνους. Οἱ ἠθοποιοί τοῦ Ἅμλετ κρατοῦν ἕναν καθρέφτη μπροστά στή φύση, ἀλλά ὁ καθρέφτης τοῦ Σαίξπηρ εἶναι μέσα σέ ἕναν ἄλλο καθρέφτη καί οἱ δύο καθρέφτες ἔχουν πολλές φωνές. Ὁ Φάλσταφ, ὁ Ἅμλετ, ἡ Κλεοπάτρα καί ὅλοι οἱ ἄλλοι δέν εἶναι εἰκόνες φωνῆς (ὅπως μποροῦν νά εἶναι οἱ λυρικοί ποιητές) καί δέν μιλοῦν ἐκ μέρους τοῦ Σαίξπηρ ἤ τῆς φύσης. Τέχνη κατ’ οὐσίαν ἀπεριόριστη, ἡ σαιξπηρική ἀναπαράσταση δέν μᾶς προσφέρει οὔτε τή φύση οὔτε μιά δεύτερη φύση, οὔτε τόν κόσμο οὔτε ἕναν ἑτερόκοσμο. «Ἡ ἴδια ἡ φύση εἶναι τέχνη», λέει ὁ Πολυξένης στό Χειμωνιάτικο παραμύθι, καί τοῦτο εἶναι μιά θαυμάσια ἀμφίσημη δήλωση. Ἄν ἔχω δίκιο ὅταν βλέπω τόν πρῶτο αὐθεντικό σαιξπηρικό χαρακτήρα στόν Φώκονμπριτζ τόν Μπάσταρδο τοῦ Βασιλιᾶ Ἰωάννη καί τόν τελευταῖο στήν Τρικυμία, τοῦτο δέν παύει νά παραμερίζει ὑπέροχα ἔργα μέ πολύ διαφορετικούς χαρακτῆρες, ἀπό τήν «προβληματική» τριάδα τῶν ἔργων Τρωίλος καί Χρυσηίδα, Τέλος καλό ὅλα καλά καί Μέ τό ἴδιο μέτρο, μέχρι τίς ἱερατικές μορφές τῶν Δύο εὐγενῶν συγγενῶν. Πού σημαίνει ὅτι οἱ σαιξπηρικοί χαρακτῆρες παρουσιάζουν τόση ποικιλία ὥστε δέν μποροῦμε νά ἀποκαλέσουμε κανέναν ἀπό αὐτούς ἀποκλειστικά «αὐθεντικό».
5
Οὐσιαστικά, εἶναι μικρή ἡ διαφορά ἀνάμεσα στό «Ὁ Ἅμλετ εἶναι ἕνας χαρακτήρας» καί «Ὁ Ἅμλετ εἶναι ἕνας ρόλος γιά ἠθοποιό». Κι ὡστόσο, κυρίως ἐξαιτίας τῶν ἰδιορρυθμιῶν τῆς νεότερης κριτικῆς, ἦρθε ἡ ὥρα νά μιλήσουμε ξανά γιά «λογοτεχνικούς καί δραματικούς χαρακτῆρες» ὥστε νά κατανοήσουμε καλύτερα τούς ἄντρες καί τίς γυναῖκες τοῦ Σαίξπηρ. Δέν κερδίζουμε πολλά πράγματα ὅταν μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι ὁ Ἅμλετ εἶναι φτιαγμένος ἀπό λέξεις, ὅτι εἶναι «ἁπλῶς» ἕνα σύνολο ἀπό σημάδια πάνω στή σελίδα. «Χαρακτήρας» σημαίνει καθένα ἀπό τά γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου καί, ἐπίσης, σημαίνει ἦθος, ποιόν. Οἱ λογοτεχνικοί καί δραματικοί χαρακτῆρες εἶναι μιμήσεις ἀνθρώπινων χαρακτήρων, ἤ ἔτσι κάποτε νομίζαμε, θεωρώντας ὅτι οἱ λέξεις, πού εἶναι ὅπως τά πράγματα, εἶναι καί ὅπως οἱ ἄνθρωποι. Οἱ λέξεις, βέβαια, ἀναφέρονται σέ ἄλλες λέξεις, ἀλλά ὁ ἀντίκτυπος πού ἔχουν σ’ ἐμᾶς ἀπορρέει, καθώς λέει ὁ Μάρτιν Πράις, ἀπό τή σφαίρα τῆς ἐμπειρίας, ὅπου ζοῦμε καί ὅπου ἀποδίδουμε ἀξίες καί νοήματα στίς ἰδέες πού σχηματίζουμε γιά τά πρόσωπα. Αὐτές οἱ ἀποδόσεις εἶναι κάτι σάν πραγματικότητες, καί τό ἴδιο εἶναι ἡ ἐντύπωσή μας ὅτι ἄλλοι λογοτεχνικοί καί δραματικοί χαρακτῆρες ἐνισχύουν τίς ἰδέες πού σχηματίζουμε γιά τά πρόσωπα καί ἄλλοι ὄχι.
Ὑπάρχουν δύο ἀντίθετοι τρόποι γιά νά ἑρμηνεύσουμε τήν ὑπεροχή τοῦ Σαίξπηρ. Ἄν, γιά σένα, ἡ λογοτεχνία εἶναι πρωτίστως γλώσσα, τότε τά πρωτεῖα τοῦ Σαίξπηρ εἶναι ἁπλῶς καί μόνον ἕνα πολιτισμικό φαινόμενο, τό ὁποῖο δημιούργησαν κοινωνικοπολιτικοί παράγοντες. Σύμφωνα μέ αὐτή τήν ἄποψη, ὁ Σαίξπηρ δέν ἔγραψε τόν Σαίξπηρ – τά ἔργα του γράφτηκαν ἀπό τίς κοινωνικές, πολιτικές καί οἰκονομικές δυνάμεις τῆς ἐποχῆς του. Ἀλλά τό ἴδιο καί ὅλα τά ἄλλα, καί τότε καί σήμερα, διότι ὁρισμένοι πρόσφατοι, λίγο-πολύ, Παρισινοί σπεκουλαδόροι ἔπεισαν πολλούς (ἄν ὄχι τούς περισσότερους) πανεπιστημιακούς κριτικούς ὅτι οὕτως ἤ ἄλλως δέν ὑπάρχουν συγγραφεῖς.
Ὁ ἄλλος τρόπος γιά νά ἑρμηνεύσουμε τήν ἀδιάλειπτη ὑπεροχή τοῦ Σαίξπηρ εἶναι πιό ἐμπειρικός: εἶναι καθολική ἡ παραδοχή ὅτι ὁ Σαίξπηρ εἶναι ὁ ἱκανότερος εἰκονογράφος τοῦ σύμπαντος τῆς πραγματικότητας, πάνω ἀπό κάθε ἄλλον, πρίν ἤ μετά ἀπό αὐτόν. Αὐτή ἡ ἀναγνώριση ἰσχύει τουλάχιστον ἀπό τά μέσα τοῦ δέκατου ὄγδοου αἰώνα μέχρι σήμερα. Ἡ ἐπανάληψη τήν ἔχει θαμπώσει, κι ὡστόσο παραμένει ἀληθής, ὅσο καί ἄν οἱ μνησίκακοι θεωρητικοί τή βρίσκουν μπανάλ. Γυρίζουμε πάντα στόν Σαίξπηρ ἐπειδή τόν ἔχουμε ἀνάγκη. Κανένας δέν μᾶς δίνει τόσο πολλά τοῦ κόσμου, πράγματα πού οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς τά θεωροῦμε ἀληθινά. Ἀλλά στό βιβλίο πού ἀκολουθεῖ, δέν θά περιοριστῶ στήν ὑπόθεση ὅτι ὁ Σαίξπηρ εἶναι προφανῶς ὁ καλύτερος συγγραφέας πού ὑπῆρξε ἤ θά ὑπάρξει. Ἡ πρωτοτυπία τοῦ Σαίξπηρ στήν παρουσίαση τῶν χαρακτήρων θά δειχθεῖ ἀπό ἀρχῆς μέχρι τέλους, καθώς καί ὁ βαθμός (τόσο μεγάλος πού προκαλεῖ δέος) κατά τόν ὁποῖο ὅλοι μας ἐπινοηθήκαμε ἀπό τόν Σαίξπηρ. Οἱ ἰδέες πού ἔχουμε ὡς πρός τό τί εἶναι αὐθεντικά ἀνθρώπινο χρωστᾶνε περισσότερα στόν Σαίξπηρ ἀπ’ ὅσο θά ἦταν ποτέ δυνατόν. Ὁ Σαίξπηρ ἔχει γίνει ἡ Γραφή, πού δέν διαβάζεται μέ τόν τρόπο πού πολλοί ἀπό μᾶς διαβάζουμε τή Βίβλο ἤ τό Κοράνι ἤ τά Δόγματα καί συμβόλαια τοῦ Τζόζεφ Σμίθ,[32] ὅπως δέν διαβάζεται μέ τόν τρόπο πού διαβάζουμε τόν Θερβάντες, τόν Ντίκενς ἤ τόν Οὐώλτ Οὐίτμαν. Τά Ἅπαντα τοῦ Οὐίλλιαμ Σαίξπηρ θά μποροῦσαν κάλλιστα νά ἀποκαλοῦνται Τό βιβλίο τῆς πραγματικότητας, κι ἄς εἶναι πολλά στόν Σαίξπηρ σκοπίμως φανταστικά. Ἔγραψα ἀλλοῦ ὅτι ὁ Σαίξπηρ δέν εἶναι μόνο ὁ ἴδιος ὁ Δυτικός Κανόνας, ἔχει γίνει ὁ οἰκουμενικός κανόνας, ἴσως ὁ μόνος συγγραφέας πού μπορεῖ νά διασωθεῖ ἀπό τή σημερινή ἀπαξίωση τῶν σπουδῶν στά ἐκπαιδευτικά μας ἱδρύματα, τόσο ἐδῶ ὅσο καί στό ἐξωτερικό. Ὁποιοσδήποτε ἄλλος μεγάλος συγγραφέας μπορεῖ νά παραμεριστεῖ καί νά ἀντικατασταθεῖ ἀπό τό ἀντι-ελιτιστικό τέλμα τῶν Πολιτισμικῶν Σπουδῶν. Ὁ Σαίξπηρ θά μείνει, ἀκόμη καί ἄν τόν ἐκδιώξουν οἱ πανεπιστημιακοί, κάτι πού δέν εἶναι πιθανό. Πλουτίζει τή γλώσσα πού μιλᾶμε, οἱ κύριοι χαρακτῆρες του ἔχουν γίνει ἡ μυθολογία μας. Αὐτός εἶναι, καί ὄχι ὁ ἀκούσιος μαθητής τοῦ Φρόυντ, ὁ ψυχολόγος μας. Ἡ πειστικότητά του ἔχει τίς ἀτυχεῖς ὄψεις της: ὁ Ἔμπορος τῆς Βενετίας μπορεῖ νά ὑποκίνησε τόν ἀντισημιτισμό περισσότερο ἀπό Τά Πρωτόκολλα τῶν Σοφῶν τῆς Σιών, ἄν καί λιγότερο ἀπό τό Κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο. Ὑπάρχει ἕνα τίμημα γιά ὅσα κερδίζουμε ἀπό τόν Σαίξπηρ.
[1] Δημοσιεύονται ἐδῶ τά δύο εἰσαγωγικά κεφάλαια τοῦ βιβλίου τοῦ Χάρολντ Μπλούμ γιά τόν Σαίξπηρ πού θά κυκλοφορήσει σέ μετάφραση Ἄρη Μπερλῆ ἀπό τίς ἐκδόσεις Guttenberg. (Ὄλες οἱ σημειώσεις εἶναι τοῦ μεταφραστῆ.)
[2] Harold Goddard (1878-1950): Ἀμερικανός φιλόλογος καί κριτικός. Τό βιβλίο του The Meaning of Shakespeare ἀποτέλεσε σταθμό στίς σαιξπηρικές σπουδές.
[3] Peter Alexander (1893-1969): καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τῆς Γλασκώβης, μελετητής καί ἐπιμελητής τῶν ἔργων τοῦ Σαίξπηρ. Ἔργα του: Shakespeare’s Life and Art (1939), Hamlet: Father and Son (1955) κ.ἄ.
[4] William Hazlitt, Characters of Shakespeare’s Plays (1817). Walter Pater, Appreciations (1889). A.C. Bradley, Shakesperean Tragedy (1904). Harold Goddard, The Meaning of Shakespeare (1951).
[5] Ὁ Christopher Marlow (1564-1593) καί ὁ Ben Jonson (1572-1637) εἶναι οἱ σπουδαιότεροι, μετά τόν Σαίξπηρ, δραματουργοί τῆς ἐλισαβετιανῆς ἐποχῆς.
[6] Sir Epicure Mammon, πρόσωπο στόν Ἀλχημιστή (1610) τοῦ Ben Jonson. Τό ἔργο ἔχει μεταφραστεῖ στά ἑλληνικά ἀπό τόν Παῦλο Μάτεσι.
[7] George Chapman (1559-1634): Ἄγγλος δραματουργός, ποιητής καί μεταφραστής τοῦ Ὁμήρου: Iliad (1611), Odyssey (1614-15). Θεωρεῖται ἀπό ὁρισμένους σχολιαστές ὅτι ἐνδεχομένως εἶναι ὁ ἀνταγωνιστής ποιητής γιά τόν ὁποῖο γράφει ὁ Σαίξπηρ στό Σονέτο 86.
[8] Thomas Middleton (1580-1627): σημαντικός Ἄγγλος δραματουργός καί ποιητής. Τό ἔργο του The Changeling εἶναι ἀκόμη δημοφιλές.
[9] Samuel Johnson (1709-1784), γνωστός ὡς Dr Johnson: Ἄγγλος κριτικός, ποιητής, πεζογράφος καί λεξικογράφος. Εἶναι ὁ κατεξοχήν ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων τοῦ 18ου αἰώνα καί θεωρεῖται ὁ μεγαλύτερος κριτικός πού ἔγραψε στήν ἀγγλική γλώσσα. Ἐπιμελήθηκε μιά σχολιασμένη ἔκδοση τῶν ἔργων τοῦ Σαίξπηρ, συνέθεσε τό πρῶτο μεγάλο λεξικό τῆς ἀγγλικῆς γλώσσας καί ἔγραψε Βίους τῶν διακεκριμένων Ἄγγλων ποιητῶν. Εἴκοσι πέντε ἐτῶν παντρεύτηκε ἀπό ἔρωτα τήν Ἑλίζαμπεθ Πόρτερ, χήρα εἴκοσι χρόνια μεγαλύτερή του. Εἶναι παροιμιώδης ἡ ἀντίδρασή του στήν πρόκληση τοῦ φίλου καί βιογράφου του Μπόσγουελ ὅτι «εἶναι ἀδύνατον νά ἀντικρούσεις τόν ἰσχυρισμό τοῦ φιλοσόφου Μπέρκελεϋ ὅτι τά πάντα στό σύμπαν εἶναι ἰδεατά». Ἡ ἀπάντηση τοῦ Τζόνσον δέν ἦταν ἕνα ἐπιχείρημα ἀλλά μιά χειρονομία: χτύπησε δυνατά μέ τό πόδι του μιά μεγάλη πέτρα λέγοντας «Ἔτσι τό ἀντικρούω».
[10] A.D. Nuttall, A New Mimesis (1983).
[11] Esther Summerson: ἡ κύρια ἡρωίδα καί ἐν μέρει ἀφηγητής στό μυθιστόρημα τοῦ Τσάρλς Ντίκενς Bleak House (μεταφρασμένο στά ἑλληνικά ἀπό τήν Κλαίρη Παπαμιχαήλ, μέ τόν τίτλο Ὁ ζοφερός οἶκος, Guttenberg, 2009).
[12] Leopold Bloom: ὁ κύριος ἥρωας στόν Ὀδυσσέα τοῦ Τζέημς Τζόυς.
[13] John Webster (1580-1634): Ἄγγλος δραματουργός. Κυριότερα ἔργα του Ἡ Δούκισσα τοῦ Μάλφι καί Ὁ λευκός Διάβολος.
[14] Gilbert Keith Chesterton (1874-1936): Ἄγγλος ποιητής, λογοτεχνικός κριτικός καί δημοσιογράφος.
[15] Ὁ Πρίγκιπας Χάλ (ὁ μετέπειτα Βασιλιάς Ἑρρίκος Ε΄) ἐμφανίζεται στά ἔργα τοῦ Σαίξπηρ Ἑρρίκος Δ΄ καί Ἑρρίκος Ε΄. Ἀρχικά φίλος τοῦ Φάλσταφ, τελικά τόν ἐγκαταλείπει.
[16] David Garrick (1717-1779): μεγάλος σαιξπηρικός ἠθοποιός τοῦ 18ου αἰώνα, φίλος καί μαθητής τοῦ Δρ Τζόνσον.
[17] Edmund Kean (1787-1833): Ἄγγλος ἠθοποιός, διάσημος στήν ἐποχή του.
[18] A.C. Bradley (1851-1935): Ἄγγλος κριτικός, μελετητής τοῦ Σαίξπηρ.
[19] Henry Irving (1838-1905): Ἄγγλος ἠθοποιός.
[20] John Gielgud (1904-2000): διακεκριμένος Ἄγγλος ἠθοποιός καί σκηνοθέτης.
[21] G. Wilson Knight (1897-1985): Ἄγγλος κριτικός, μελετητής τοῦ Σαίξπηρ.
[22] «I am sure this Jesus will not do / Either for Englishman or Jew». Ἀπό τό ποίημα τοῦ William Blake «The Everlasting Gospel».
[23] Thomas Dekker (1572-1632): Ἄγγλος δραματουργός.
[24] Πρβλ. Ὀθέλλος, Δεύτερη Πράξη, Σκηνή 1: Ὁ Ἰάγος στή Δεισδαιμόνα: «I am nothing if not critical».
[25] Negative Capability: ὅρος πού χρησιμοποίησε ὁ Κήτς σέ γράμμα του γιά νά περιγράψει τήν ἱκανότητα ἑνός στοχαστή ἤ ποιητῆ νά λειτουργεῖ χωρίς νά τόν ἐπηρεάζουν οἱ ἀντιφατικές ὄψεις τῆς πραγματικότητας, ἔχοντας συμφιλιωθεῖ μέ τό γεγονός ὅτι ὁρισμένα πράγματα εἶναι μοιραῖο νά παραμένουν γιά πάντα ἄλυτα, ἀμφίσημα καί ἀβέβαια.
[26] Owen Barfield (1898-1997): Ἄγγλος κριτικός. Τό παράθεμα εἶναι ἀπό τό ἔργο του Poetic Diction: A Study in Meaning (1928).
[27] Χειμωνιάτικο παραμύθι, Πέμπτη Πράξη, Σκηνή 3.
[28] Χειμωνιάτικο παραμύθι, Πρώτη Πράξη, Σκηνή 2.
[29] Nahum Tate (1652-1715): Ἰρλανδός ποιητής. Διασκεύασε πολλά ἔργα τῆς ἐλισαβετιανῆς ἐποχῆς. Ἡ διασκευή τοῦ Βασιλιᾶ Λήρ (τό 1681) ἦταν δημοφιλής.
[30] Ὅρος τῶν Γνωστικῶν. Δηλοῖ τόν κάτω «κενό κόσμο» τῶν φαινομένων, σέ ἀντίθεση μέ τόν ἄνω κόσμο, τό πλήρωμα τῶν ἰδεωδῶν μορφῶν. Ὁ Μπλούμ χρησιμοποιεῖ συχνά τόν ὅρο κένωμα σέ πολλά βιβλία του σάν χαρακτηρισμό τοῦ κόσμου τούτου.
[31] Ἀναφορά σέ στίχους ἀπό τόν μονόλογο τοῦ Μακμπέθ στήν Πέμπτη Πράξη τοῦ ἔργου: «Life’s but a walking shadow, a poor player / That struts and frets his hour upon the stage / And then is heard no more».
[32] Joseph Smith (1805-1844): Ἀμερικανός θρησκευτικός ἡγέτης, ἱδρυτής πολλῶν θρησκευτικῶν κινημάτων, ὅπως οἱ Μορμόνοι. Τά Δόγματα καί συμβόλαια (1835) εἶναι συλλογή διαλέξεων καί ἀποκαλυπτικῶν κειμένων.