Λεωνίδας Ἐμπειρίκος
Σημείωμα γιά τά ἀνέκδοτα κείμενα*
τοῦ Ἀνδρέα Ἐμπειρίκου πού δημοσιεύονται
στό παρόν ἀφιέρωμα
Σέ αὐτό τό ἀφιέρωμα δημοσιεύονται γιά πρώτη φορά δύο σημειώματα (σσ. 94-95) καί τέσσερα κείμενα (σσ. 95-112) ἀπό τά κατάλοιπα τοῦ Ἀνδρέα Ἐμπειρίκου.
Τά δύο σημειώματα γράφονται ἀπό τόν Ἐμπειρίκο, ὑπογράφονται ἀπό αὐτόν, ἐνῶ φαίνονται ἐπίσης γραμμένα ἀπό τό χέρι τοῦ ἰδίου, τά ὀνόματα τῶν Κ.Θ. Δημαρᾶ καί Ν. Καλαμάρη. Τά σημειώματα ἀποτελοῦν ψηφίδες τῆς ἱστορίας ἑνός ἐγχειρήματος τό ὁποῖο, στή διάρκεια μίας πενταετίας, προσέλαβε ἀρκετές διαφορετικές μορφές, ἀλλά ἔμεινε τελικά ἀνολοκλήρωτο. Πρόκειται γιά τίς ἐπίμονες προσπάθειες ἔκδοσης περιοδικοῦ – πρωτοποριακοῦ ἀρχικά, ὑπερρεαλιστικοῦ στή συνέχεια– ἀπό τούς Νίκη Καλαμάρη καί Ἀνδρέα Ἐμπειρίκο, μέ συνοδοιπόρο τόν Κ.Θ. Δημαρά, μέχρι τό 1935, τόν Ὀδυσσέα Ἐλύτη, τόν Νίκο Ἐγγονόπουλο, τόν Ὀρέστη Κανέλλη, τόν Θαλῆ Ρητωρίδη καί τόν Δημήτρη Καραπάνο, στή μετέπειτα περίοδο. Σέ αὐτές τίς προσπάθειες ἔχουν ἀναφερθεῖ διαδοχικά οἱ Φραγκίσκη Ἀμπατζοπούλου[1], Ἀλέξανδρος Ἀργυρίου[2], Μιχάλης Χρυσανθόπουλος[3] καί Νίκος Σιγάλας, ὁ ὁποῖος παραπέμπει στό ἕνα ἀπό τά δύο ἐδῶ δημοσιευόμενα σημειώματα.[4]
Τά τρία ἀπό τά τέσσερα ἀνέκδοτα κείμενα εἶναι κατά κάποιον τρόπο συγγενῆ. Ἔχουν ὅλα τους ἡμερολογιακό χαρακτήρα. Τά δύο εἶναι στήν κυριολεξία ἡμερολόγια. Τό τρίτο εἶναι ἕνα σπονδυλωτό ποιητικό πεζό, πού ἀποτελεῖ παράλληλα ἕνα εἶδος ποιητικοῦ ἡμερολογίου. Σέ αὐτό ἀναλύονται ποιήματα μέσῳ τῶν ἱστορικῶν ἤ προσωπικῶν γεγονότων πού ἐμπλέκονται ἤ σχετίζονται συνειρμικά μέ τή συγγραφή τους. Πρόκειται λοιπόν, ἀφενός, γιά μιά διάφορη, μή γραμμική, ποιητική πραγμάτευση τοῦ βιωμένου χρόνου, τῶν γεγονότων καί τῆς Ἱστορίας, μέ κύρια πηγή ἔμπνευσης τό χρόνο, τά γεγονότα καί τήν ἱστορία τοῦ ἐν ἐξελίξει πολέμου. Ἀφετέρου, ἀποτελοῦν καί τά τρία κείμενα ἀνάλυσης: τῶν γεγονότων, τῆς ποίησης, τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς τοῦ ποιητῆ (ὑποκειμενικῆς καί ἀντικειμενικῆς, ὅπως γράφει). Ὅλα μαζί ἀπηχοῦν τό κλίμα μέσα στό ὁποῖο συνεγράφη τό κεντρικότερο ἴσως ἔργο τοῦ Ἀνδρέα Ἐμπειρίκου, Γραπτά ἤ Προσωπική Μυθολογία, μέγα μέρος τοῦ ὁποίου, γιά διαφόρους λόγους παρέμεινε ἀνέκδοτο.[5]
Τό πρῶτο (σσ. 95-98) εἶναι ἕνα πολύ σύντομο ἡμερολόγιο τό ὁποῖο ὁ Ἐμπειρίκος ἀρχίζει δύο μέρες πρίν ἀπό τήν ἔναρξη τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου (30 Αὐγούστου-7 Σεπτεμβρίου 1939). Σέ αὐτό φαίνεται ἡ ἐνημέρωσή του γιά τά διεθνῆ γεγονότα καί ὁ ἐναργής τρόπος μέ τόν ὁποῖον διαβλέπει τόσο τούς ἀπεχθεῖς στόχους τῆς ναζιστικῆς κυβέρνησης τῆς Γερμανίας ὅσο καί τό ἰμπεριαλιστικό παιγνίδι τῶν ὑπολοίπων δυνάμεων, τῆς Βρετανίας ἰδίως, μέ τήν ὁποία ἡ Ἑλλάδα θά ὑποχρεωθεῖ νά συμπλεύσει. Μετά τήν κήρυξη τοῦ πολέμου καί τόν καταιγισμό τῶν γεγονότων πού ἀκολουθοῦν, τό ἡμερολόγιο διακόπτεται καί ἀρχίζει σέ ἕνα ἄλλο τετράδιο τό «Ἡμερολόγιο ἑνός ποιητοῦ»[6], ὅπου σημειώνονται συστηματικά τά πολεμικά ἀνακοινωθέντα πού ἀκούει στό ραδιόφωνο, τά διαγγέλματα καί τά γεγονότα τοῦ πολέμου ἐν γένει. Τά πολεμικά ἀνακοινωθέντα τοῦ ραδιοφώνου συνιστοῦν γιά τόν ἴδιο τόν ἱστορικό καμβά τῆς ἐποχῆς. Σέ αὐτά ἀναφέρεται καί στό δεύτερο ἡμερολόγιο πού δημοσιεύεται ἐδῶ (σσ. 99-101). Γράφεται τρία χρόνια ἀργότερα, τόν Ἀπρίλιο τοῦ ’43, ὑπό γερμανική κατοχή, καί διαπνέεται ἀπό τή φιλοδοξία (φανερή σέ ὁλόκληρο τό ἐγχείρημα πού συνιστοῦν τά Γραπτά) τῆς «ἀντικειμενικῆς» πραγμάτωσης, μέσῳ τῆς συγγραφῆς, τῆς «ὑποκειμενικῆς» (ἐνίοτε ἀσυνείδητης) ζωῆς τοῦ συγγραφέα. Τό ἡμερολόγιο ἔχει τρεῖς μόνο ἐγγραφές, ἐδῶ δημοσιεύεται ὁλόκληρη ἡ πρώτη, τῆς 21ης Ἀπριλίου 1943· μέρος τῆς τρίτης ἐγγραφῆς, τῆς 29ης Ἀπριλίου 1943, ἔχει δημοσιευτεῖ στό «Ἐπίμετρο» τοῦ Ἀνθολογίου τοῦ Μεγάλου Ἀνατολικοῦ ἀπό τόν Γιώργη Γιατρομανωλάκη.[7]
Τό τρίτο κείμενο, πού δημοσιεύεται ἐδῶ ὁλόκληρο (σσ. 101-111), ἀποτελεῖται ἀπό δύο μέρη μέ ἡμερομηνία συγγραφῆς τήν 8η Ἰανουαρίου καί τήν 27η Ἰανουαρίου 1942, ἀντιστοίχως. Τό καθένα τους εἶναι ἀνάλυμα ἑνός ποιήματος, σαφέστατα ὁλοκληρωμένο στό πρῶτο μέρος μέ τό τελικό σύνθεμά του (κατά μιά μέθοδο ἐμπνευσμένη ἀπό τήν ἑγελιανή διαλεκτική) καί πιθανότατα ἡμιτελές στό δεύτερο μέρος. Τό κείμενο ἀντιστοιχεῖ στό αἴτημα τοῦ Breton νά ἀναλύουν οἱ ὑπερρεαλιστές ποιητές τά αὐτόματα ποιήματά τους. Ὁ Ἐμπειρίκος προεκτείνει παράλληλα τό αἴτημα αὐτό κατά δύο τρόπους: ἀφενός, στήν ἀνάλυση δίνει ἔμφαση στίς ἡμερομηνίες καί στά γεγονότα (ἱστορικά καί προσωπικά) πού σχετίζονται εἴτε ἄμεσα, ὡς συγχρονικές συνθῆκες συγγραφῆς, εἴτε συνειρμικά μέ τό ποίημα (ἐξ οὗ καί ὁ ἔντονα ἡμερολογιακός χαρακτήρας στόν ὁποῖον ἔγινε ἀναφορά). Ἀφετέρου, στήν ἀνάλυση (κυριολεκτικά: στό «ἀνάλυμα») προστίθεται ἕνα τρίτο στάδιο, μιά τελική σύνθεση (ἤ «ἄρνηση τῆς ἄρνησης»), τήν ὁποία ὀνομάζει «σύνθεμα», ἕνα νέο δηλαδή πεζό ποίημα, κατά μιά πρωτότυπη ποιητική πρακτική. Τό κείμενο αὐτό, ἄτιτλο ἀκόμα στή μορφή τοῦ 1942 (στήν ὁποία δημοσιεύεται ἐδῶ), θά διευρυνθεῖ ὥστε νά ἀποτελέσει τή σπονδυλωτή σύνθεση μέ τόν τίτλο «Our Dominions Beyond the Seas ἤ Ἡ βίωσις τῶν στίχων», πού τή συναντᾶμε στό τετράδιο τοῦ 1945. Ἐκεῖ, ὅπου περιλαμβάνονται – καί μάλιστα μέ πίνακα περιεχομένων– ὅλα τά μέχρι τότε γραμμένα κείμενα τῶν Γραπτῶν, στά ὁποῖα περιέχεται καί ἡ Ἀργώ. Ὁ πίνακας περιεχομένων χωρίζεται σέ «Ἀντικείμενα Ὑποκειμένου», ὅπου περιλαμβάνονται τά κείμενα ποιητικῆς καί αὐτοανάλυσης «Ἀμούρ-Ἀμούρ», «Τά Τεκταινόμενα» καί ‛‛Our Dominons’’ καί σέ «Ὑποκείμενα Ἀντικειμένου», ὅπου περιλαμβάνονται ὅλα τά ὑπόλοιπα. Ἀποσπάσματα τοῦ τελευταίου αὐτοῦ κειμένου, τοῦ ‛‛Our Dominions’’, ἔχουν δημοσιευτεῖ στό περιοδικό Ὁ Πολίτης τόν Δεκέμβριο τοῦ 1998 καί στό περιοδικό Σύγχρονα Θέματα τά Χριστούγεννα τοῦ 2012.[8] Εἶναι ἐπίσης σημαντικό νά εἰπωθεῖ ὅτι στό κείμενο τοῦ 1942 περιλαμβάνεται ἤδη ἡ περιγραφή τοῦ πίνακα τοῦ de Chirico, ἡ ὁποία ἀπομονώνεται καί ἐνσωματώνεται ὡς αὐτόνομο κείμενο στήν Ὀκτάνα μέ τίτλο «Δυό ἄλογα τοῦ Giorgio de Chirico». Ἀπό ἄλλα μέρη τοῦ ‛‛Our Dominions’’, πού δέν περιλαμβάνονται ὅμως στό ἄτιτλο κείμενο τοῦ 1942, ἀλλά ἀποτελοῦν τά «συνθέματα» τῶν «ἀναλυμάτων» δύο αὐτόματων ποιημάτων, προέρχονται τά «Μιά χιονοστιβάς κρημνιζομένη» καί «Ἐν ὄψει ὅλων τῶν καιρῶν» τῆς Ὀκτάνας. Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι καί τά τρία ἡμερολογιακοῦ χαρακτήρα κείμενα (τά δύο τελευταῖα κυρίως) εἶναι κείμενα ποιητικῆς, ὅπως θά λέγαμε σήμερα, μιᾶς καί οἱ ὑπερρεαλιστές δέν χρησιμοποιοῦσαν τήν ἔννοια αὐτή.
Τέλος, τό τέταρτο ἀνέκδοτο κείμενο πού δημοσιεύεται ἐδῶ (σσ. 111-112) εἶναι ἡ ἀρχική μορφή τῆς ἐκτενοῦς ἀναφορᾶς τοῦ Ἐμπειρίκου στήν κριτική τῆς ἐποχῆς, ὅπως ἀσκήθηκε μέ ἀφορμή τήν ἔκδοση τῆς Ὑψικαμίνου τό 1935. Ἡ ἀναφορά αὐτή περιλαμβανόταν στήν πρώτη μή αὐτολογοκριμένη γραφή τοῦ «Ἀμούρ-Ἀμούρ». Τό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα ὁ Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος προτίμησε ἀργότερα νά τό τροποποιήσει γιά τήν ἔκδοση τῶν Γραπτῶν, τό 1960, προκειμένου νά ἁπαλύνει τή δριμύτητα τοῦ ὕφους του.
* Στήν παρούσα δημοσίευση τῶν ἀνέκδοτων κειμένων τηρεῖται ἡ ἀκριβής ὀρθογραφία τῶν χειρογράφων.
[1] Le surréalisme en tant que courant poétique en Grèce (Thèse de doctorat de 3ème cycle α l’INALCO, Paris III), ἰδιωτική ἔκδοση, Παρίσι, 1980.
[2] Διαδοχικές ἀναγνώσεις Ἑλλήνων ὑπερρεαλιστῶν, Ἐκδόσεις Γνώση, Ἀθήνα, 1983.
[3] «Ἑκατό χρόνια πέρασαν κι ἕνα καράβι». Ὁ ἑλληνικός ὑπερρεαλισμός καί ἡ κατασκευή τῆς παράδοσης, Ἐκδόσεις Ἄγρα, Ἀθήνα, 2012.
[4] Ὁ Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος καί ἡ ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ ὑπερρεαλισμοῦ ἤ Μπροστά στήν ἀμείλικτη ἀρχή τῆς πραγματικότητας, Ἐκδόσεις Ἄγρα, Ἀθήνα, 2012, σσ. 110-111.
[5] Βλ. στό παρόν ἀφιέρωμα, Λεωνίδας Ἐμπειρίκος, «Τά Γραπτά ἤ Προσωπική Μυθολογία τοῦ Ἀνδρέα Ἐμπειρίκου: δημοσιευμένα κείμενα καί παραλειπόμενα», σσ. 157-158.
[6] Στό ἴδιο, σ. 153.
[7] Ἐκδόσεις Ἄγρα, Ἀθήνα, 2011, σσ. 911-914.
[8] Ὁ Πολίτης, τχ. 59, Δεκέμβριος 1998, σ. 32-36 καί Σύγχρονα Θέματα, τχ. 118-119, Ἰούλιος-Δεκέμβριος 2012, σσ. 5-11.